1

Η ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ (του Γιάννη Ζήση)

Θέληση, Δύναμη, Εαυτός και Πλάνη

Προτού αποπειραθούμε την περιγραφή μιας πνευματικής ή υπερβατικής κοσμολογίας –υπό την έννοια που υποδηλώνει μια επέκεινα του αισθητού προσέγγιση στο Είναι και το Πνεύμα– θα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα των πλανών και των παγίδων που διαμεσολαβούν στη διαμόρφωση, ακριβώς, ενός τέτοιου προτύπου, το οποίο, στον βαθμό που είναι διατυπωμένο, είναι ένα κοσμοείδωλο και σαν κοσμοείδωλο παίζει ρόλο αναφοράς στην εν γένει διαμόρφωση των προτύπων και των αξιών.

Η πρώτη πλάνη που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι η πλάνη της δύναμης. Είναι η απαρχή ενός μεγάλου λάθους και είναι εξαιρετικά σπάνιο να διαφύγει κανείς αυτό το λάθος. Η πλάνη της δύναμης είναι συναφής και κυρίαρχη τόσο στη σκέψη μορφής και στην αναφορά μας στη συνείδηση, μέσα στη συνείδηση και στον κόσμο της επικοινωνίας, όσο, επίσης, και στις παραστάσεις που προσλαμβάνουμε από τον κοσμοθεωρητικό μας ορίζοντα.

Η πλάνη αυτή έχει δύο όψεις: η μία όψη είναι η όψη που λαμβάνει της εγκυρότητας, της επαληθευσιμότητας και της αυθεντίας και η άλλη είναι αυτή καθ’εαυτή η αντίληψη και η ανταπόκριση στην ιδιότητα ή τη δύναμη.

Η πλάνη της δύναμης, στην ουσία, βρίσκεται πίσω από την ειδωλική συνοχή και σχέση μας με τη συνείδηση, καθώς και πίσω από την ειδωλική συνοχή και σχέση της συνείδησης με το πεδίο της γνώσης.

Αναπτύσσεται, βέβαια, και ως εκτροπή σε μια αίσθηση που απηχεί τη ροή της ενέργειας και την ισχύ της θέλησης. Αυτό το βλέπουμε ιδιαίτερα στον ναρκισσισμό που αναπτύσσεται και στη γοητεία που ακτινοβολεί αυτός ο ναρκισσισμός  εν είδει  «μελανής οπής» στο περιβάλλον – είναι ο ηγετικός ναρκισσισμός που εκδηλώνει την πλάνη της δύναμης και την απάτη της εξουσίας.

Η όλη υπόθεση ξεκαθαρίζει όταν προσεγγίσουμε την ιδιαίτερη όψη θέλησης –της θέλησης για δύναμη– όπου εμφανίζεται ότι αυτή διασυνδέει δύο όψεις του χρωματικού φάσματος της θέλησης και διαμορφώνει συνθήκες που μπορούν να βραχυκυκλώσουν και να οδηγήσουν σε βαρυτική κατάρρευση, μέσα στις ατέλειές του, ένα χρώμα ή τόνο μιας ιδιότητας  Σε αυτή την περίπτωση, κι επειδή η δύναμη επέχει θέση σκοπού ή κατεύθυνσης, η δύναμη και η θέληση για δύναμη αποτελεί και την τύφλωση της θέλησης. Εδώ, καταλυτική σημασία έχει η Σωκρατική βεβαίωση ότι «ουδείς εκών κακός» (κανένας με τη θέληση του κακός), επειδή ακριβώς η δύναμη αποσυνδεδεμένη από την αυτογνωσία είναι αποκομμένη από τον εαυτό και, επομένως, από τη θέληση, δεδομένου ότι ο εαυτός είναι εκείνος που θέλει.

Στον αντίποδα, λοιπόν, της θέλησης για δύναμη υπάρχει η θέληση για εαυτό, όχι για ναρκισσισμό του εαυτού αλλά για ταυτότητα, την αφιλόδοξη, δηλαδή, ταυτότητα. Εδώ ακριβώς εκφράζεται η επιρροή της ελευθερίας, που διαφοροποιεί και αποσυνδέει τη θέληση από τη δύναμη, καθώς εισάγει τον περιορισμό ως αναγκαίο για τη μάθηση της ελευθερίας στον ορίζοντα της ευθύνης της. Έτσι, λοιπόν, αναπτύσσεται η θέληση του εαυτού ως ελεύθερη, βέβαια, από τη μορφή και τη σκέψη της προσωπικότητας ή του προσωπείου και του ναρκισσισμού και ως ελευθερία από τη δύναμη.

Η θέληση για εαυτό δεν επιδιώκει τη δύναμη, γιατί, συνήθως, θέλουμε τη δύναμη για να εκπληρώσουμε την επιθυμία. Συνήθως, η θέληση για δύναμη είναι ο δρόμος εκτροπής της θέλησης προς την επιθυμία. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, παρουσιάζεται η θέληση για δύναμη στη στήριξη μιας ανιδιοτελούς στάσης. Έτσι, η δύναμη και, στη συνέχεια, η εξουσία αποτελούν πεδία τύφλωσης της θέλησης και γι’ αυτό ο Βίσμαρκ, ως κύριος εκφραστής του παγκόσμιου υλισμού, είχε υιοθετήσει τη άποψη: «μακάριοι οι εξουσιάζοντες και οι πλούσιοι», επιχειρώντας να αντιστρέψει μερικώς τους Μακαρισμούς του Χριστού.

Συχνά, λοιπόν, ένας άνθρωπος που είναι σχετικά ανιδιοτελής και που έχει κάπως καλλιεργήσει τη συνείδηση του, χωρίς όμως να κατέχει την αυτογνωσία και την εγνωσμένη άγνοια, τη δυναμική και τη διαλεκτική μιας αυτο-υπερβατικής αμφισβήτησης, αβεβαιότητας και αμφιβολίας δηλαδή, περιπίπτει στην πλάνη της δύναμης, καταγράφει όλο και πιο πολύ την πλάνη παρά το πεδίο του έργου – και, ως έργο, στη φυσική, ονομάζουμε αυτό που αποδίδεται από τη δύναμη ενός ορισμένου χρόνου.  Είναι τελικά ένας συνδυασμός ισχύος και εργασίας της ισχύος αυτής.  

Μπροστά, λοιπόν, στη δύναμη, χάνονται όλο και πιο πολύ οι άλλες αξίες και η πολυχρωμία τους, χάνεται η αίσθηση της αναλογίας, χάνεται η δυνατότητα της θυσίας και της παραδειγματικότητας ή της ποιότητας και, τελικά, αυτός που λειτουργεί με τη ναρκισσιστική λαγνεία της δύναμης και της επιθυμίας αποδεικνύέται καταστροφέας – τιμωρός του εαυτού του και, με την τραγική έννοια του όρου, και ως υβριστής. Η δύναμη προσφέρεται για απρόσωπη χρήση υπό τους όρους μιας πνευματικά αποκεντρωμένης δίκαιης αντίληψης. 

Η επιδίωξη της εγκυρότητας

Καταρχάς, βέβαια, χρησιμοποιείται ένα είδος λόγου, γίνεται μια απόπειρα διά του λόγου για να ενισχυθεί η αίσθηση της εγκυρότητας ή της αυθεντίας της πλάνης της δύναμης, πράγμα που είναι θεμελιακά αντίθετο στην αρχή της ισότητας, όπως και στην αρχή της αδελφοσύνης – για να θυμηθούμε τις μεγάλες κοσμικές αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης.

Το εγχείρημα της αυτο-δικαίωσης μέσω της αυτο-βεβαίωσης είναι καθαρά ένα εγχείρημα πλάνης και, μάλιστα, πλάνης της δύναμης. Το ζήτημα, όμως, είναι πώς θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε τελικά σε μια διαδικασία αναγνώρισης της ποιότητας ή της σημαντικότητας σε μια διδασκαλία ή άποψη, σε έναν φορέα διδασκαλίας ή άποψης,  στην περίπτωση που δεν λειτουργήσουμε με τα συνήθη ψυχολογικά αντανακλαστικά, τα οποία προϋποθέτουν ότι εμείς είμαστε επαρκείς διακριτικοί παράγοντες, ότι εμείς είμαστε αλάνθαστοι και ότι η πηγή της αυθεντίας και της γοητείας είναι επίσης αλάνθαστη, δηλαδή αν δεν λειτουργήσει ο γνωστός κύκλος της πλάνης, ο οποίος έχει προσφέρει ελάχιστο έργο στο πεδίο της ιστορίας – κυρίως,  έχει προσφέρει καταστροφή και αιτίες κρίσης και πνευματικής κατάρρευσης.

Αυτή η συνείδηση που καταλαμβάνεται από την ιδέα του εαυτού της και από την ιδέα του κύρους της ή των άλλων, αυτή η συνείδηση που ειδωλοποιείται  και αποκτάει την ειδωλική εξάρτηση και σχέση με το περιβάλλον,  με την «αυτομορφική» σκέψη της, με το προσωπείο της προσωπικότητας και της σκέψης, αυτή η συνείδηση σταδιακά χάνει την ικανότητά της να έχει ευρύτητα διερεύνησης και διαύγασης των ίδιων των ιδεών και της αντανάκλασής τους σε αυτήν και, οπωσδήποτε, λειτουργεί με όρους διαφορετικούς από εκείνους της ανιδιοτελούς ομαδικότητας, της έκφρασης της θυσίας, ως ιδιοτήτων της ψυχής που εκδηλώνει την πνευματικότητά της.

Οι ιδέες διαστρέφονται στον βαθμό που συλλαμβάνονται και συνδέονται με το είδωλο της δύναμης, ούτε καν με την ιδέα της δύναμης τελικά, η οποία δεν μπορεί να διαλευκανθεί πλέον, και, έτσι, χάνουν τη χρησιμότητά τους. Γίνονται, όμως, ένα αντι-παράδειγμα, ένας εγγενές αρνητικό που πρέπει να ξεπεραστεί.

Μια τέτοια περιορισμένη συνείδηση αδυνατεί, συνήθως, να συλλάβει την οντολογική ευρύτητα ή και την υπερβατικότητα του αγνώστου, έναντι του γνωστού, και προσπαθεί μέσω γνωστών, οικείων όρων να προσεγγίσει την ολότητα, να διατυπώσει το άπειρο, πράγμα θεμελιωδώς ανέφικτο. Και, ασφαλώς,  δεν διαθέτει ίχνος ταπεινότητας ως προς το ύφος και τον τρόπο αναφοράς, ούτε αφήνει πεδίο ελευθερίας αντίληψης.

Μορφές εγκυρότητας της άποψης

Υπάρχουν δύο βασικοί δρόμοι πάνω στους οποίους οικοδομείται ή επιχειρείται να διαμορφωθεί μια ισχυρή εγκυρότητα. Η μία γραμμή είναι η γραμμή της δημιουργίας του νέου ως διαφοροποίηση και σε αυτήν τη γραμμή εκδηλώθηκαν στην επιστήμη, τη θρησκεία και την τέχνη ρεύματα όπως, για παράδειγμα, η θεωρία της σχετικότητας ή όπως η θεωρία των κβάντα. Προγενέστερα, δε, σε αντίστοιχο επίπεδο, οικοδομήθηκε η θεωρία του ηλεκτρομαγνητισμού και ούτω καθεξής.

Η άλλη γραμμή εκφράζει τη συνέχιση ενός ρεύματος σκέψης, όπως συμβαίνει στο φιλοσοφικό πεδίο όπου επιδιώκεται η συνέχιση ενός ρεύματος όπως αυτό του Πλατωνισμού ή η νομιμοποίηση της σχέσης ενός ρεύματος με ένα άλλο μεταξύ,  παραδείγματος χάριν,  Πυθαγορισμού, Πλατωνισμού ή Στωικισμού,  όπως συναντάμε στον Ποσειδώνιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, έχουμε μια εγκυρότητα, βέβαια, που εξαρτάται από την κλίμακα στην οποία γίνεται η αποσαφήνιση του έργου ή σηματοδοτείται το έργο με μια νέα δημιουργικότητα. Χαρακτηριστική εδώ είναι η περίπτωση του Πρόκλου, που αναδεικνύει μια συμβολική πνευματική ανάγνωση του Πλάτωνα. Παρόμοια εγχειρήματα υπάρχουν, αντίστοιχα, και σε άλλες εναλλακτικές μορφές φιλοσοφίας.

Άλλοι κρύβουν, βέβαια, τις ομοιότητες της σκέψης τους, επιδιώκοντας να εδραιώσουν τη δική τους παρουσία με ερανισμούς και πολλαπλούς συγκρητισμούς, όπως  συμβαίνει με ρεύματα που, υπό μία έννοια, είναι και ρεύματα που εκφράζουν μια αμφισβήτηση.

Σε κάθε περίπτωση, θα δούμε να εμφανίζονται και να συνεχίζονται ρεύματα σκέψης στην ψυχολογία, για παράδειγμα, και τη σκέψη του Φρόυντ, τα οποία και διαφοροποιούνται και, ταυτόχρονα, κινούνται σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση θεωρητικής συνέχειας.

Ένα αντίστοιχο εγχείρημα παρατηρείται και στο πεδίο της φιλοσοφίας, όπου μιλάμε για Καντιανούς, νεο-Καντιανούς, μιλάμε για την περίοδο του Κλασσικισμού, των προ-Σωκρατικών, των Σωκρατικών, μιλάμε, επίσης, για νεο-Πυθαγόρειους ή νεο- Πλατωνικούς ή για τα επιμέρους σύγχρονα ρεύματα όπως αυτά διαμορφώνονται με Καντιανούς φαινομενολόγους, υπαρξιστές κ.λπ. 

Σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει μια διεκδίκηση συνέχειας και μια διεκδίκηση νέας δημιουργίας ή ποιότητας. Και οι δύο διεκδικήσεις αποτελούν μέρος της πλάνης και δεν αξιοποιούν τη γονιμότητα που έχει η αμφιβολία ή η αμφισβήτηση. Πολλοί από τους βασικούς στοχαστές σε κάθε τομέα επιχείρησαν να θέσουν ένα τέλος σε έναν μιμητισμό, σε έναν σφετερισμό, σε μια εύκολη ανατύπωση ή επαναπροσέγγιση του εγχειρήματός τους, όπως, ο Καντ, για παράδειγμα, προτείνοντας τα “Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική”. Παρομοίως, πολλοί άλλοι επιδίωξαν να θέσουν ένα τέρμα στις πλάνες της βεβαιότητας, όπως ο Κίρκεγκωρ του υπαρξισμού στη]διαλεκτική και την υπαρξιακή διαλεκτική της αμφιβολίας,  ή ο Χούσσερλ με την άρνηση της κλειστής ολοκλήρωσης των συστημάτων και με το κάλεσμα για απελευθέρωση από την αυθεντία των ονομάτων προτείνοντας τη διαδικασία μιας άμεσης ενόρασης.

Μεγάλοι, επίσης, στοχαστές όπως ο Φραγκίσκος Βάκωνας και ο Τσαρλς Πηρς, θεμελιωτής εν μέρει και του πραγματισμού αλλά και της σημειολογίας, έθεσαν και όρους προσέγγισης, τους οποίους βλέπουμε να ακολουθούνται σε πολλά συστήματα.

Ένας διάσημος όρος προσέγγισης προς τα πράγματα είναι το «ξυράφι του Όκαμ»,  που όμως και αυτός μπορεί να κριθεί με την ανασκευαστική αυτογνωσία, τον αναστοχασμό που επέβαλαν σύγχρονα συστήματα, σύγχρονα όρια γνωστικής επάρκειας, όπως είναι τα όρια που επέβαλε η κβαντική φυσική, τα θεωρήματα του Γκαίντελ στον τομέα της προτασιακής λογικής και του μαθηματικού λογισμού.

Ο όρος αυτός (το ξυράφι του Όκαμ) παραμένει ένα διαρκές ζητούμενο και δεν είναι μόνον ότι πρέπει να δούμε πώς θα το προσεγγίσουμε, αλλά η παραδειγματικότητα την οποία μας προσφέρουν ο Βάκωνας και ο Πηρς είναι εξαιρετικά γόνιμη, όπως εξαιρετικά γόνιμες στάθηκαν και οι λεγόμενες αντινομίες που αναδείχθηκαν στη θεμελίωση των μαθηματικών, όπως η γνωστή αντινομία Ράσσελ και η αδυναμία συνολοθεωρητικού ορισμού του αριθμού ένα (1) ως του πληθικού αριθμού του μονομελούς συνόλου.

Βλέπουμε, δηλαδή, εδώ τα αδιέξοδα της γλώσσας και της σκέψης ταυτόχρονα. Μερικά είναι αδιέξοδα της γλώσσας ή της παρατήρησης και της αίσθησης ( το διάσημο παράδοξο του Ζήνωνα με τον Αχιλλέα και τη χελώνα) άλλα είναι αδιέξοδα εγγενώς και της σκέψης και της συνείδησης και αυτά αναδεικνύονται σε πεδία αναγωγής πρώτων εννοιών, αλλά και σε πεδία συνάφειας τομέων μεταξύ τους όπως της θρησκείας με τη φιλοσοφία ή την επιστήμη.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Φωτογραφία: wikipaintings 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 15/01/14

Το παρόν κείμενο αποτελεί το Α’ Μέρος του δοκιμίου “Η θέληση και η πλάνη της Δύναμης
Διαβάστε, επίσης, 
το Β΄Μέρος,
 Κοσμοθεώρηση, υποκειμενισμός και πλάνη 
το Γ΄Μέρος, Λάθη στη σύνθεση όρων διαφορετικών τομέων γνώσης 
το Δ’Μέρος, Η πλάνη και τα κατά Βάκωνα είδωλα στη γνώση & 
το Ε’ Μέρος, Τα είδωλα της αγοράς και του θεάτρου 

(solon.org.gr)