ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

“EΡΓΑΣΙΑ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ & ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ” (συνέντευξη του Ούλριχ Μπεκ)

Beck Ulrich - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Beck Ulrich - Σόλων ΜΚΟΜία σημαντική και εξαιρετικά επίκαιρη συνέντευξη του Ούλριχ Μπεκ στην εφημερίδα Repubblica, στις αρχές του 2011 
Ο Γερμανός συγγραφέας και κοινωνιολόγος, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Ludwig Maximilians Universität του Μονάχου και στο London School of Economics, έδωσε τη συνέντευξη που ακολουθεί στον Riccardo Staglianò και την εφημερίδα “Repubblica” στις 10 Ιανουαρίου 2011. Στην Ελλάδα μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αυγή της 21ης Ιανουαρίου 2011.
Ενάμιση χρόνο μετά τη συνέντευξη, τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει, και αν έχει συμβεί αυτό, έχει αλλάξει προς το χειρότερο…

 


«Έτσι η FIAT καταργεί τα δικαιώματα και περιορίζει την παραγωγικότητα και τη δημοκρατία»

 Ήδη προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 έγραφες ότι οι παγκόσμιοι κίνδυνοι είναι τα δικά μας ρίσκα. Σήμερα η παγκοσμιοποίηση μπαίνει στα εργοστάσιά μας και αλλάζει τους κανόνες. Μπορούμε να αντισταθούμε; Και πώς;

Η περίπτωση της FIAT είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα του πώς η παγκοσμιοποίηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν καινούργιο παιχνίδι της εξουσίας για να αλλάξει τους κανόνες της εξουσίας. Πράγματι είμαστε παρατηρητές της χειραφέτησης της οικονομίας από τα εθνικά και δημοκρατικά δεσμά. Τα κράτη του δεκάτου ενάτου αιώνα είχαν δημιουργήσει θεσμούς για να περιορίσουν τις ζημιές που μπορούσε να προκαλέσει ο βιομηχανικός καπιταλισμός.

Ο τοτινός γάμος μεταξύ εξουσίας και πολιτικής βαίνει προς το τέλος του με διαζύγιο. Η εξουσία είναι όλο και λιγότερο δημοκρατική, όλο και λιγότερο νόμιμη, περισσότερο άτυπη και ένα μέρος της έχει μεταφερθεί σε ένα κεφάλαιο που μετακινείται όλο και περισσότερο προς τη χρηματιστηριακή αγορά. Και κατά ένα μέρος στα άτομα που πρέπει να προστατευθούν από μόνα τους.

 Εκτιμώντας όμως το πώς πηγαίνουν τα πράγματα δεν φαίνεται καθόλου εύκολο να αμυνθούμε από μόνοι μας.

Σίγουρα δεν είναι. Μου έρχεται στη μνήμη μια παρόμοια περίπτωση που έλαβε χώρα στη Γερμανία. Το 2001 η Volkswagen ήθελε οι εργάτες της να δουλεύουν περισσότερο, με μικρότερη αμοιβή και λιγότερα δικαιώματα. Ή αποδεχόνταν να γίνουν μέλη μιας newcom (νέας επιχείρησης) -που ιδρύεται γι’ αυτόν τον λόγο- ειδεμή θα μετέφεραν εκείνο το παραγωγικό τμήμα στη Σλοβακία ή την Ινδία. Όλοι, από τα συνδικάτα μέχρι τον σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό Γκέρχαρντ Σρέντερ, τη θεώρησαν μια καταπληκτική ιδέα. Και ευχαριστήθηκαν που αποφεύχθηκε αυτή η αιμορραγία προς το εξωτερικό.

Όμως παρατηρώ μια σημαντική διαφορά. Μέσα στη Volkswagen υπάρχει ένα διεθνές συμβούλιο εργαζομένων, του οποίου πρέπει να ζητηθεί η γνώμη κάθε φορά που η εταιρεία προσπαθεί να μεταφέρει την παραγωγή σε χώρες όπου το κόστος της εργασίας είναι μικρότερο. Μια αντίπαλη εξουσία σε σχέση με το μανάτζμεντ, που, παρότι ενεργεί στο πλαίσιο του νόμου, είναι πάντοτε λιγότερο νομοποιημένο σε σχέση με την εθνική κοινωνία που το εκφράζει.

 Στην «Κοινωνία του ρίσκου» εσύ φανταζόσουν μια κοσμοπολίτικη κοινωνία «σαν σφαιρικό δεσμό υπευθυνότητας στον οποίο τα άτομα, και όχι μόνο οι αντιπρόσωποί τους, μπορούν να συμμετέχουν απευθείας στις πολιτικές αποφάσεις». Εδώ είμαστε παρατηρητές του αντίθετου. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα λόγου. Λίγο, ή τίποτε, ακόμη και οι πολιτικοί. Είναι αυτό το μέλλον των σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και δικαιωμάτων;

Πρέπει να αποδεχθώ ότι είναι ένα καλό αντίθετο παράδειγμα σε σχέση με την τότε αισιοδοξία μου. Ακόμα πιστεύω ότι τα άτομα, π.χ. οι καταναλωτές που έχουν μια πολιτική συνείδηση, είναι ένας γίγαντας που κοιμάται. Εάν συνεργαστούν, εάν οργανωθούν, η απόφασή τους να αγοράσουν ή να μην αγοράσουν κάτι μπορεί να έχει ισχύ μεγαλύτερη από μια ψήφο. Ο ίδιος συντονισμός της δράσης μπορεί να ισχύσει για τους εργαζόμενους. Σε διεθνές επίπεδο υπάρχει ένας ανταγωνισμός μεταξύ οικονομικών συστημάτων και πολλοί υπογραμμίζουν ότι το κινέζικο είναι πιο αποτελεσματικό από το δυτικό. Αλλά είναι εις βάρος της δημοκρατίας. Πρέπει να επινοήσουμε άλλα πρότυπα.

-Η Δύση επαίρεται ότι εξάγει τη δημοκρατία, όταν χρειάζεται ακόμα και την ξιφολόγχη. Γιατί δεν εξάγουμε τη δημοκρατία και στην αγορά της εργασίας που χαρακτήριζε τον δικό μας πολιτισμό;

Η δημοκρατικότητα του κεφαλαίου δεν παίζεται πια στο εσωτερικό ενός έθνους. Αυτή την ερώτηση πρέπει να τη γυρίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ε.Ε έχει τόσα πολλά προβλήματα στο να γίνει αποδεκτή από τον ευρωπαϊκό πληθυσμό οφείλεται στο γεγονός ότι ασχολείται μόνο με την αγορά, από μια νεοφιλελεύθερη σκοπιά. Εάν άρχιζε να σκέπτεται με ποιο τρόπο θα εγγυηθεί μια κοινωνική εξασφάλιση στους εργαζόμενους των κρατών που είναι μέλη της, η υπόληψή της θα βελτιωνόταν.

-Εσείς γνωρίζετε τον αντίλογο των μάναντζερ: Για να παραμένουμε ανταγωνιστικοί πρέπει να αποποιηθούμε ορισμένα δικαιώματα. Σας πείθει;

Πρόκειται για ένα επιχείρημα που σταθερά ενυπάρχει, αλλά ισχύει μόνο σε περιορισμένες περιπτώσεις. Εάν όμως σκεφτούμε τις εργασίες που απαιτούν υψηλή εξειδίκευση, εκείνες στις οποίες μπορεί ακόμα να είμαστε ανταγωνιστικοί, όσο περισσότερο κόβονται τα δικαιώματα τόσο περισσότερο μειώνεται και η ταύτιση του εργαζόμενου με την επιχείρηση. Και μαζί με αυτή, η ευλυγισία και η δημιουργικότητα που χρειάζονται για να ακμάσει η ίδια η επιχείριση. Στο τέλος, επαναπροσδιορίζοντας το κράτος και τα συνδικάτα σε διεθνιστική διάσταση, ακόμα και οι επιχειρήσεις θα κατανοούσαν ότι δημοκρατία και παραγωγικότητα είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος.

-Εν τω μεταξύ όμως είμαστε παθητικοί παρατηρητές της υποβάθμισης της εργασίας, θεωρούμενης μόνο ως αντιπαροχή ενός μεροκάματου. Προηγουμένως ήταν και κάτι άλλο, δηλαδή μέσον αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Τι στράβωσε;

Ίσως μπορεί να ανακτήσουμε από τον Μαρξ την ιδέα της διεθνοποίησης της εργατικής τάξης. Αλλά, αν θέλουμε να επανεπεξεργαστούμε την πολιτική της εργασίας, στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα, πρέπει να καταλάβουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο πολυκεντρικό και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε καινούργιες συμμαχίες: μεταξύ εργαζομένων και καταναλωτών, μεταξύ κρατών, αναδιοργανώνοντας την Ε.Ε. Αυτό που λείπει από αυτήν τη συζήτηση είναι μια αριστερά που δεν νοσταλγεί το παλιό welfare state (κονωνικό κράτος), αλλά διαθέσιμη να γίνει αντιμέτωπος του διεθνικού κεφαλαίου.

-Προς στιγμήν, σε μας, όποιος κριτικάρει αυτό το γκρέμισμα των δικαιωμάτων ετικετάρεται σαν συντηρητικός, σαν κάποιος που κωπηλατεί ενάντια στην πρόοδο. Έτσι είναι;

«Όχι, θα έλεγα ότι ισχύει το αντίθετο. Τα τελευταία 10-20 χρόνια οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές παρουσιάστηκαν σαν πρόοδος, αλλά τώρα καταλάβαμε ότι ανήκουν στην κατηγορία των ζόμπι. Μας είχαν υποσχεθεί «περισσότερη αγορά, λιγότερους φτωχούς». Το ίδιο με τη χρηματιστηριακή κρίση. Η νεοφιλελεύθερη σκέψη που είχε υιοθετήσει και η Ευρώπη φαλίρισε καθ’ ολοκληρία. Πρέπει να κάνουμε προσπάθεια να την ξεπεράσουμε με μια σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση. Ακόμη και με την προσθήκη μιας περιβαλλοντικής θεώρησης. Και, προφανώς, διεθνιστική.

-Η παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στη μεταφορά επιχειρήσεων και εργοστασίων, σε χώρες όπου το οικονομικό κόστος είναι μικρότερο. Έτσι οι επιχειρήσεις εξοικονομούν και πλουτίζουν. Αλλά γιατί μέρος των κερδών δεν αναδιανέμεται, σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, μεταξύ των εργαζομένων των χωρών στις οποίες οι επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους;

Κατ’ αρχήν γιατί οι επιχειρήσεις είναι όλο και πιο παγκοσμιοποιημένες ακόμη και στο εσωτερικό τους. Σήμερα BP δεν σημαίνει British Petroleum, αλλά σημαίνει Beyond Petroleum. Δηλαδή μια πολυεθνική που πληρώνει τους φόρους στην Ελβετία και δραστηριοποιείται σε πολύ μεγάλο αριθμό κρατών. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να πούμε ποια είναι η πραγματική έδρα αυτής της επιχείρησης.

Και κατά δεύτερο λόγο γιατί η αναδιανομή του πλούτου ήταν καθήκον των εθνικών κρατών. Μόνον μια Ε.Ε. περισσότερο φιλόδοξη, με έναν προϋπολογισμό και μια κοινή φορολογία, μπορεί να αντιμετωπίσει επιθετικά αυτό το πρόβλημα. Αλλά, εν όσω βασιλεύει στις Βρυξέλλες η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, θα παραμείνει η χιλιοστή ευκαιρία που έμεινε ανεκμετάλλευτη.


Πηγή: Αυγή

Φωτό:wikipedia

Σχετικά άρθρα