1

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ – O ΔΡΟΜΟΣ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑΣ (του Γιάννη Ζήση)

Όλος ο κόσμος μας, αν και συνυφασμένος με το σώμα, είναι συνείδηση. Είμαστε και ορίζουμε την ταυτότητά μας μέσα από τη συνείδηση. Συνεπώς, η συνείδηση είναι ο παράγοντας που θέτει στόχους και πρότυπα.
Αν δεν τοποθετηθούμε απέναντι στη συνείδηση ορθά, δεν θα τοποθετηθούμε σωστά πουθενά.
Δεν θα έχουμε αντίληψη για το ουσιώδες διακύβευμα στο πεδίο των αιτιών του. Θα «αγνοούμε τον εαυτό και τον οίκο του».

Για να αποφύγουμε τη «γνωστική» και νοητική σύγχυση σχετικά με το τι είναι συνείδηση, μπορούμε να την ορίσουμε, από την αρχή, ως τρόπο αναφοράς ή τροπική αναφορά. Έτσι, ερχόμαστε κοντά σε μια σύνθεση της Καντιανής προσέγγισης [1] με την υπερβατική επίγνωση του Χούσσερλ και τη φασματική ανάδειξη και φύση της συνείδησης. Διατηρούμε, όμως, τον ορίζοντα ανοικτό και με λιγότερη δέσμευση.

Αυτοδιακυβέρνηση και δεσμευτικό πεδίο πλάνης
Όμως, στην αναζήτηση ενός πεδίου αυτοδιακυβέρνησής μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα πολύμορφο και εξαιρετικά δεσμευτικό πεδίο πλάνης.

— Κατ’ αρχάς, η ίδια η συνείδηση αναπτύσσεται σε πολλά πεδία και επίπεδα ή, αλλιώς, διαστάσεις, με διαφορετικό μέτρο αναλογίας.

— Κατά δεύτερο λόγο, τίθεται το ερώτημα του τι είναι η ίδια η συνείδηση και, εδώ, αναπτύσσονται πολλές προσεγγίσεις.

— Τέλος, πριν προσεγγίσουμε το ζήτημα της μεθόδου και του σκοπού, τίθεται πλέον το ζήτημα της σχέσης με τη ζωή, τον θάνατο, τον χρόνο και τη φύση του όντος. Αυτό είναι θεμελιώδες πρόβλημα – είναι το πέρασμα μέσα από την κοιλάδα του μηδενισμού και της βασάνου των ελπίδων, των επιθυμιών και των ειδωλικών ή μορφικών ταυτίσεων και αναγκών.

Ελευθερία υπό τον όρο της αβλάβειας
Προφανώς, αν υπάρχει εκ-στατική συνείδηση – χωρίς παρενέργειες και χωρίς συμβατικές δεσμεύσεις – αυτή αποτελεί μια έξοδο απελευθερωτική από τα εξαθλιωτικά έλκη και άλγη, άγη και άγχη. Μια τέτοια συνείδηση μπορεί να τεθεί σαφώς, απ’ αρχής, ως στόχος, χωρίς να λογοδοτεί σε ορισμούς (φιλοσοφικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς, ιατρονευροεπιστημονικούς ή φονταμενταλιστικούς).

Τα εσωτερικά-υπερβατικά-ψυχικά και κοινωνιολογικά πεδία αναφοράς μιας τέτοιας συνείδησης είμαστε εμείς και η ελευθερία μας υπό τον όρο της αβλάβειας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι έχουμε μια βαρειά κληρονομιά προσκόλλησης σε είδωλα και διεργασίες αναφοράς. Η εργασία, λοιπόν, στη συνείδηση και στον εαυτό είναι αναγκαία και, μετουσιωτικά, επαχθής.

Αν υπάρχει πεδίο, διάσταση, επίπεδο, κέντρο συνείδησης ή, ακόμη, διεργασία, τρόπος ή αναφορά που να είναι «βαθύτερα» ή «υψηλότερα» από περιοριστικές συνιστώσες, όπως είναι ο χρόνος, ο τρόπος ή οι –οντολογικά– μηδενιστικές δεσμεύσεις, τότε σαφώς πρέπει να αναζητηθεί και να μελετηθεί. Αυτό αποτελεί τον ορίζοντα Ελευθερίας, Απελευθέρωσης και Δικαίωσης της συνείδησης και της ταυτότητας στο μέρος και το Όλο.

Η περιγραφή ενός τέτοιου ορίζοντα έχει ίσως επιχειρηθεί αρκετές φορές. Μια κλασσική περιγραφή του στην παγκόσμια φιλολογία βρίσκεται στην Πέμπτη Ονειροπόληση του Ζαν Ζακ Ρουσσώ:
«Μα αν υπάρχει μια κατάσταση όπου η ψυχή βρίσκει ένα στήριγμα αρκετά γερό για να αναπαυτεί ολόκληρη και να συγκεντρώσει εκεί όλη της την ύπαρξη, χωρίς να έχει ανάγκη να θυμηθεί το παρελθόν ή να πηδήξει στο μέλλον…,  …όπου το παρόν διαρκεί πάντα χωρίς ωστόσο να σημειώνεται η διάρκειά του και χωρίς κανένα ίχνος διαδοχής, χωρίς κανένα άλλο αίσθημα στέρησης ή ικανοποίησης, χαράς ή λύπης, πόθου ή φόβου της ύπαρξής μας, και που αυτό μόνο το αίσθημα να μπορεί να την γεμίζει ολόκληρη, όσο αυτή η κατάσταση διαρκεί, αυτός που βρίσκεται μέσα της μπορεί να ονομαστεί ευτυχισμένος, όχι με μια ευτυχία ατελή, φτωχή και σχετική, σαν κι αυτή που βρίσκουμε στις χαρές της ζωής, αλλά μια ευτυχία αυτάρκη, τέλεια και γεμάτη, που δεν αφήνει στην ψυχή κανένα κενό που να την κάνει να νιώθει την ανάγκη να το γεμίσει».[2]

Αντίστοιχα, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, η Διοτίμα επιχειρεί να ανοίξει έναν τέτοιο οραματικό ορίζοντα στην αίσθηση του αρχετυπικού ωραίου. Μπορούμε να χαθούμε σε ιστορικές αναφορές, όμως το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το «ξανά επιχειρήσουμε» ή να το «ξανακάνουμε», όπως είπε ο Καντ[3] όταν είδε πως η Γαλλική Επανάσταση τέλειωσε. Ίσως, έτσι, δικαιώσουμε τον Σαιν Ζυστ που είχε πει λακωνικά πως: «η επανάσταση θα τελειώσει στην τελειότητα της ευτυχίας». Μόνο που αυτή τη φορά θα πρόκειται για μια επανάσταση μέσα μας, για μια βαθύτερη ελευθερία και διεργασία απελευθέρωσης· μια εσωτερική επανάσταση που θα ορίσει ξανά τον κόσμο και θα βγάλει τη θέληση έξω από τον τάφο της, μαζί με την χαρά της αγάπης, στον εκστατικό ορίζοντα της ζωής, στον εαυτό και την Ενιαιότητα του Όντος.

Το τέλος της συνειδησιακής στενότητας, μιζέριας και αθλιότητας
Μπορούμε, άραγε, να ξεπεράσουμε το βέβαιο του θανάτου της μορφής και να πορευθούμε αποδεχόμενοι την αναγκαιότητα του:

— χωρίς φόβο, με χαρά και βαθειά αίσθηση του Είναι,

— χωρίς το μηδενιστικό άγος που εμείς οι ίδιοι οικοδομήσαμε για τα φαινόμενα της ζωής με επιθυμίες μαινόμενες και ολοκληρωτισμούς εσωτερικούς και εξωτερικούς.

Αν η συνείδηση είναι η βάση για την αντίληψη του Χρόνου, γιατί να μην είναι και η βάση για την υπέρβασή του;

Αν η συνείδηση μας έκλεισε σ’ ένα καβούκι χωριστικότητας και ψευδαίσθησης σαν έναν «αδηφάγο σκαραβαίο», γιατί, τότε, να μην μπορεί να μας ανοίξει στο Άπειρο του Ενιαίου Εαυτού, του Ενός Εαυτού και Κόσμου, πέρα από την τραγική ιδιοτέλεια και τα πάθη της, σε εκστατική και απελευθερωτική -άνευ αιτίας- χαρά, σε χαρωπή σχέση με μια νέα και ακατάβλητη αίσθηση ομορφιάς και αφθονίας;

Μια τέτοια συνείδηση δεν θα ήταν δυνατό να βλάψει λόγω ουδεμιάς διαχειριστικής ανάγκης, καθώς δεν θα έχανε την αίσθηση της δικαιοσύνης, ούτε τη διανοητική οξυδέρκεια και την ουσιαστική, αποτελεσματική μεθοδικότητα. Οι ικανότητες αυτές παραμένουν ενστικτώδεις σε μια συνείδηση που επιλύει τον φόβο της εκμηδένισης και διαθέτει αφθονία κινήτρου και σχέσης με την πραγματικότητα. Είναι εκτενέστερη, ζωτικότερη, ελεύθερη και απελευθερωτική.

Δεν ήρθε, άραγε, η ώρα για το τέλος της συνειδησιακής στενότητας, μιζέριας και αθλιότητας; Μια νέα συνείδηση, μια αναζωογονητική συνείδηση, δεν αποτελεί, αντίστοιχα, και μια νέα αφετηρία για τη θεραπεία των βαθύτερων προβλημάτων, αλλά και των εξωτερικών πλανητικών προβλημάτων;

Μια τέτοια συνείδηση δεν καθίσταται μέρος των προσωπικών, ομαδικών και παγκόσμιων προβλημάτων. Αντίθετα, μια τέτοια συνείδηση καθίσταται θεραπευτής των προβλημάτων και υπηρέτης του Υπάρχοντος Όλου.

Από την ώρα που, ακόμη και με την περιοριστική αντίληψη της τρέχουσας ιατρικής και νευροεπιστήμης, ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα αποτελούν ουσιώδεις φορείς οργανικής ανάδρασης και διακυβέρνησης, δεν έχουμε τίποτε να φοβηθούμε από μια διακριτική και φιλική στην επικοινωνία νέα συνείδηση.

Πραγματικά νέα συνείδηση δεν είναι εκείνη που χαρακτηρίζεται από έναν αδιάκριτο  «αισιόδοξο» ολοκληρωτισμό θετικότητας ως προς την έκβαση των κρίσεων και της δοκιμασίας των μορφών. Είναι φανερό πως πίσω από μια συνείδηση που είναι «σταθερά» αισιόδοξη και «θετική» στη σκέψη και που επενδύει στο α-διάκριτο «καλώς έχειν» των μορφών –αγνοώντας τους προφανείς κινδύνους– συνήθως κρύβει έναν φόβο, μια κρυμμένη αφετηρία, για τις τραγικές ιδιοτέλειές μας και την τραγικότητα της κοινωνικής φύσης και του κόσμου. Μια τέτοιου είδους «αισιοδοξία» υποχρεώνεται συχνά σε μεταπτώσεις και έχει κρυμμένη, διπολικά, τη μανία και την κατάθλιψη.

Χρειαζόμαστε το πέρασμα της Ίριδας[4] από τον κόσμο των παροδικών μορφών προς μια διαφορετική συνείδηση, χρειαζόμαστε μια αναφορά στην ύπαρξη.  Χρειαζόμαστε την Ανταχκαράνα ή το Ουράνιο Τόξο του Πνεύματος.

Υπό αυτή την διάσταση, μπορούμε στο βάθος της συνείδησης να προσεγγίσουμε, με νέα καθαρότητα, τη θέληση, τον σκοπό και την οντότητα μέσα στην Ενότητα της Πραγματικότητας.

Σαφώς, λοιπόν, χρειάζεται εργασία ή, άλλως, ορθή ασκητική της συνείδησης με Χαρά, με ζωτική αίσθηση ομορφιάς της ύπαρξης και με νέα αίσθηση ζωής. Το βάθος αυτής της συνείδησης αποτελεί μια βαθειά συμφωνία με την αίσθηση του Πραγματικού, ελεύθερη από τις επιθυμίες. Έτσι αναδεικνύεται μια βαθειά αίσθηση ειρήνης.

Ταυτόχρονα, όμως, αυτό το βάθος είναι αναιρετικό, αφαιρετικό, δεν δεσμεύεται στην αδράνεια και κυρίως στην επιθυμία της, Αυτό το αφαιρετικό βάθος δεν δεσμεύεται, κατά συνέπεια, στη μορφή και αποτελεί τη βαθειά δύναμη αλλαγής που συνδυάζει τον ευαίσθητο μερισμό και τη διακριτική ελευθερία.

Έτσι, λοιπόν, μια βαθειά ειρήνη επιφέρει βαθειές αλλαγές, αποστατικοποιεί –ποιοτικά και σιωπηλά– την ίδια τη συνείδηση.

Με Χαρά, δηλαδή, χωρίς επιθυμία, βουλιμία, αδημονία γνώσης και αναφοράς σε αποτελέσματα. Έτσι θα ανακαλύψουμε την προοπτική συνειδητότητας και σχέσης.

Όσοι «μπορούμε», ας το επιχειρήσουμε στον δρόμο της Εσωτερικής Μερισματικής Ανάδειξης του Όντος και της μεταμόρφωσης της καθημερινής ζωής και του ειδωλοποιημένου συστήματος.

Επιγραμματικά

  • Η συνείδηση είναι ο παράγοντας που θέτει στόχους και πρότυπα. Αν δεν τοποθετηθούμε απέναντι στη συνείδηση ορθά, δεν θα τοποθετηθούμε σωστά πουθενά.
  • Έχει έρθει η ώρα μιας επανάστασης μέσα μας για μια βαθύτερη ελευθερία και διεργασία απελευθέρωσης.
  • Χρειάζεται εργασία ή, άλλως, ορθή ασκητική της συνείδησης, με Χαρά, με ζωτική αίσθηση ομορφιάς της ύπαρξης και με νέα αίσθηση ζωής. Το βάθος αυτής της συνείδησης αποτελεί μια βαθειά συμφωνία με την αίσθηση του Πραγματικού, ελεύθερη από τις επιθυμίες. Έτσι, αναδεικνύεται μια βαθειά αίσθηση ειρήνης.
  • Με Χαρά, χωρίς επιθυμία, βουλιμία, αδημονία γνώσης και αναφοράς και σε αποτελέσματα. Έτσι θα ανακαλύψουμε την προοπτική συνειδητότητας και σχέσης.

Αναφορές
[1] Μπορούμε να αναφέρουμε δυο χαρακτηριστικές φράσεις του Εμμανουήλ Καντ:
Α. «Δύο πράγματα γεμίζουν την ψυχή με διαρκώς ανανεούμενο και ολοένα αυξανόμενο θαυμασμό και σεβασμό: ο έναστρος ουρανός από πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου».
Β. «Να ενεργείς σύμφωνα με εκείνα τα αξιώματα που θέλεις να γίνουν ένας γενικότερος νόμος».
[2] Ρουσσώ, Ζαν – Ζακ, Οι Ονειροπολήσεις του Μοναχικού Οδοιπόρου, εκδόσεις Ι.Ζαχαρόπουλος & Σία Ο.Ε., 1990, σελ 88.
[3] Μια φράση που αποδίδεται στον φιλόσοφο Εμμανουήλ Καντ και εκφράζει τη στάση του απέναντι στην αποτυχία της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Καντ ήταν υποστηρικτής της Γαλλικής Επανάστασης και βασικός φιλόσοφος του Διαφωτισμού. Με αυτή του τη φράση, στην ουσία είπε πως η αποτυχία της επανάστασης δεν είναι λόγος επιστροφής στο παλαιό καθεστώς, αλλά, αντιθέτως, ανάγκη να την «ξαναεπιχειρήσουμε».
[4] Η Ίρις ήταν -κατά την ελληνική μυθολογία- δευτερεύουσα θεότητα του Ολύμπου, αναφερόμενη και ως μία από τις Άρπυιες. Ανήκε στην ακολουθία των θεών με καθήκοντα αγγελιαφόρου όμοια με εκείνα του Ερμή. Οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν την Ίριδα ακριβώς όπως αγιογραφούνται σήμερα από τους χριστιανούς οι αρχάγγελοι: Νέα με πλούσιο βραχύ χιτώνα, με μεγάλες πτέρυγες στους ώμους και χρυσά φτερωτά σανδάλια φέροντας στο χέρι το κηρύκειο, όπως ο Ερμής. Ήταν φτερωτή και ορμητική σαν θύελλα, γνωστή ως πιστή και γοργοπόδαρη αγγελιοφόρος των θεών. Ο δρόμος που ακολουθούσε στον ουρανό για να μεταφέρει από τη Στύγα σε χρυσή υδροχόη, το για τον όρκο των θεών «ιερό ύδωρ» χαρασσόταν επτάχρωμος. Με την ορμή της βροχής έφθανε από τον Όλυμπο στη γη ή στη θάλασσα προκειμένου να παρακολουθήσει και να βοηθήσει την επίτοκο Λητώ όταν κατ΄ επιταγή της ζηλότυπης Ήρας «ουδείς τόπος φωτιζόμενος από τον Ήλιο» τη δεχόταν, ή όταν έσπευσε να παραλάβει τη Θέτιδα και να τη φέρει στον Πηλέα, (βικιπαίδεια)

Γιάννης Ζήσηςσυγγραφέας

Ημερομηνία ανάρτησης κειμένου: 15 Νοεμβρίου 2011

Φωτό: wikipedia