1

ΒΟΜΒΕΣ, ΓΕΦΥΡΕΣ & ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (του Πωλ Κρούγκμαν)

Πριν από μερικά χρόνια, το μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μπάρνι Φρανκ εφηύρε μια εύστοχη φράση για πολλούς συναδέλφους του: «εξοπλισμένοι Κεϊνσιανοί», ορίζοντας εκείνους που πιστεύουν ότι «η κυβέρνηση δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας όταν χρηματοδοτεί την κατασκευή γεφυρών ή μια σημαντική έρευνα ή εκπαιδεύει εκ νέου τους εργαζομένους, αλλά όταν κατασκευάζει αεροπλάνα που ποτέ δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν στην μάχη, τότε πρόκειται φυσικά για οικονομική σωτηρία».

Τώρα, οι εξοπλισμένοι Κεϊνσιανοί εμφανίζονται πολύ ισχυροί – γεγονός που σημαίνει ότι είναι μια καλή εποχή να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει στις συζητήσεις για την οικονομική πολιτική. 

Αυτό που τους κάνει να τάσσονται ανοιχτά υπέρ των μεγάλων εξοπλιστικών δαπανών είναι η σύντομη λήξη της προθεσμίας για να αποφασίσει η λεγόμενη «υπερεπιτροπή» σε ένα σχέδιο για την μείωση του ελλείμματος. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, αυτή η αποτυχία υποτίθεται ότι θα πυροδοτήσει περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό.

Αντιμέτωποι με αυτή την προοπτική, οι Ρεπουμπλικάνοι – οι οποίοι υπό φυσιολογικές συνθήκες επιμένουν ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και οι οποίοι εγγυούνται ότι οι χαμηλές ομοσπονδιακές δαπάνες είναι το κλειδί για την ανάκαμψη- σπεύδουν να αντιταχθούν σε οποιεσδήποτε περικοπές των αμυντικών δαπανών. Γιατί; Επειδή, όπως λένε τέτοιες περικοπές θα καταστρέψουν θέσεις εργασίας.

Τι είναι αυτό που συντηρεί τόσο καιρό αυτή την μορφή υποκρισίας; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Οι στρατιωτικές δαπάνες πράγματι δημιουργούν θέσεις εργασίας όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση. Πράγματι, πολλές από τις αποδείξεις ότι η κεϊνσιανή οικονομία λειτουργεί, προέρχονται από τον εντοπισμό των συνεπειών που είχαν στην οικονομία παλαιότερες κούρσες εξοπλισμών. Σε ορισμένους φιλελεύθερους δεν αρέσει αυτό το συμπέρασμα, αλλά η οικονομία δεν είναι ηθοπλαστικό έργο: η δαπάνη για πράγματα που δεν αρέσουν παραμένει δαπάνη και περισσότερες δαπάνες θα δημιουργούσαν περισσότερες θέσεις εργασίας.

Γιατί όμως να προτιμά κανείς να δαπανήσει χρήματα για την καταστροφή όταν μπορεί να τα δαπανήσει για την ανοικοδόμηση, γιατί να προτιμά την κατασκευή όπλων από την κατασκευή γεφυρών;

Ο ίδιος ο Τζον Μέιναρντ Κέινς παρείχε μια μερική απάντηση στο ερώτημα πριν από 75 χρόνια, όταν σημείωσε μια παράξενη «προτίμηση για απόλυτα περιττές μορφές δαπάνης των δανείων από ό,τι για μερικώς περιττές, οι οποίες επειδή δεν είναι ολότελα περιττές, τείνουν να κριθούν με αυστηρά ‘επιχειρηματικές’ αρχές». Πράγματι. Δαπάνησε χρήματα για ένα χρήσιμο σκοπό, όπως την προώθηση νέων μορφών ενέργειας και ο κόσμος θα αρχίσει να ουρλιάζει «Σπατάλη!». Ξόδεψε χρήματα σε εξοπλιστικά συστήματα που δεν χρειαζόμαστε και θα σωπάσουν αυτές οι φωνές, επειδή κανείς δεν περιμένει πως τα αεροπλάνα F-22 θα αποτελέσουν μια καλή επιχειρηματική πρόταση.

Για να αντιμετωπίσει αυτή την προτίμηση ο Κέινς πρότεινε εκκεντρικά να θάβονται μπουκάλια γεμάτα μετρητά σε ορυχεία που δεν χρησιμοποιούνται πια και να αφήνουμε τον ιδιωτικό τομέα να τα ξεθάβει. Στο ίδιο πνεύμα, πρότεινα πρόσφατα ότι μια ψευδής απειλή για εξωγήινη εισβολή, που θα απαιτούσε μεγάλες δαπάνες για την αντιμετώπιση των εξωγήινων ίσως είναι ό,τι χρειάζεται για μια επανεκκίνηση της οικονομίας.

Υπάρχουν όμως και πιο σκοτεινά κίνητρα πίσω από τους εξοπλισμένους Κεϊνσιανούς.

Αρχικά, η παραδοχή ότι οι δημόσιες επενδύσεις σε χρήσιμα προγράμματα μπορούν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας σημαίνει παραδοχή ότι τέτοιου είδους δαπάνες μπορούν στην πραγματικότητα να κάνουν καλό, ότι μερικές φορές, η κυβέρνηση είναι η λύση, όχι το πρόβλημα. Ο φόβος ότι οι ψηφοφόροι ίσως καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα είναι, πιστεύω, ο κύριος λόγος η Δεξιά έβλεπε πάντοτε την Κεϊνσιανή οικονομική θεωρία ως αριστεριστικό δόγμα, την ώρα που δεν είναι τίποτε τέτοιο. Παρόλα αυτά, οι δαπάνες σε άχρηστα ή ακόμη καλύτερα, καταστρεπτικά προγράμματα δεν προκαλεί το ίδιο πρόβλημα στους συντηρητικούς.

Πέρα από αυτό, υπάρχει το επιχείρημα που έθεσε πριν από καιρό ο πολωνός οικονομολόγος Μίκαελ Καλέτσκι: η παραδοχή ότι η κυβέρνηση μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας σημαίνει μείωση της υποτιθέμενης σημασίας της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης.

Οι εκκλήσεις στο όνομα της εμπιστοσύνης πάντοτε ήταν κεντρικό επιχειρημα για όσους αντιτίθενται σε φόρους και κρατικές ρυθμίσεις. Η γκρίνια της Wall Street για τον Μπαράκ Ομπάμα αποτελεί κομμάτι μακρόχρονης παράδοσης στην οποία υγιείς επιχειρηματίες και οι πράκτορές τους στα ΜΜΕ υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε υποψία λαϊκισμού από πλευράς των πολιτικών θα αναστατώσει άτομα σαν κι αυτούς, και ότι αυτό θα είναι κακό για την οικονομία. Από την στιγμή που θα παραδεχτείς ότι η κυβέρνηση μπορεί να δράσει άμεσα για να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, αυτή η γκρίνια χάνει πολλή από τη δύναμή της να πείθει – συνεπώς η κεϊνσιανή οικονομική θεωρία πρέπει να απορρίπτεται, με εξαίρεση εκείνες τις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται για να υπερασπιστεί κερδοφόρα συμβόλαια.

Συνεπώς, καλωσορίζω την ξαφνική επάνοδο των εξοπλισμένων κεϊνσιανών , που αποκαλύπτει την πραγματικότητα πίσω από τις πολιτικές μας συζητήσεις. Σε στοιχειώδες επίπεδο, οι αντίπαλοι οποιουδήποτε σοβαρού προγράμματος δημιουργίας θέσεων εργασίας γνωρίζουν πολύ καλά ότι πιθανότατα ένα τέτοιο πρόγραμμα θα λειτουργούσε, για τον ίδιο λόγο που οι περικοπές στις αμυντικές δαπάνες θα αύξαναν την ανεργία. Δεν θέλουν όμως να ξέρουν οι ψηφοφόροι ότι εκείνοι το ξέρουν, επειδή αυτό θα έβλαπτε την ευρύτερη ατζέντα τους – το να κρατήσουν μακριά τον κρατικό έλεγχο και τους φόρους σε βάρος των πλουσίων.

ΠηγήΤο Βήμα – The New York Times