ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ

TO ΔΗΜΟΣΙΟ & Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ (του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη)

naos - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

naos - Σόλων ΜΚΟΕίναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να ρίχναμε μια ματιά στην αρχαιοελληνική μας πα­ράδοση, την οποία δυστυχώς και αυτή τη διαχειρίζονται οι ξένοι, όπως και τα οι­κονομικά μας, μιας κι εμείς είμαστε ξεφτέρια του συνδικαλισμού, των ειδικών επιδομάτων και των κεκτημένων. 
Τα αρχαιοελληνικά κείμενα, που ο νεοελληνικός πολιτισμός τα έχει εκχωρήσει κανο­νικά δίχως να ανοίξει μύτη, γιατί η εγχώρια προο­δευτική μας παράδοση καλλιέργησε τη δημοτική ως γλώσσα του λαού, καταργώντας και ενοχοποι­ώντας κάθε λόγιο στοιχείο της, έχουν πολλά να μας πουν.

Έτσι έχουμε την ευκαιρία να δούμε πώς αντιμετώπιζε η αρχαία ελληνική κοινωνία ζητήμα­τα της τρέχουσας επικαιρότητας, όπως η περίφημη αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και άλλες πτυχές γύρω από τη λειτουργία του δημό­σιου φορέα. Ας δανειστούμε λοιπόν μερικά απο­σπάσματα που πιθανόν να μας θυμίσουν παρούσες καταστάσεις της επικαιρότητας. Τα αποσπάσματα και τα παρεμβαλλόμενα σχόλια προέρχονται από την έκδοση «Οι Ελληνικές Πόλεις – Κράτη» του P.J. Rhodes, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Δ.Ν. Παπαδήμα».

Η ευθύνη των αξιωματούχων
Στην Αθήνα, όλοι όσοι διορίζονταν σε κάποιο αξίω­µα έπρεπε να περάσουν από εξέταση (δοκιµασία) πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, προκειµένου να ελεγχθεί αν ήταν κατάλληλοι για την ανάληψη του αξιώµατος. Επιπρόσθετα, όφειλαν να υποβάλ­λουν οικονοµικό απολογισµό (λόγος, κυριολεκτικά «λέξη») και να περνούν από έναν γενικότερο έλεγ­χο της συµπεριφοράς τους (ευθύναι, κυριολεκτικά «τακτοποίηση») µε τη λήξη της θητείας τους. Προ­κειµένου να αποφεύγεται η προκατάληψη κατά τις διαδικασίες που έπονταν της αποχώρησης από κά­ποιο αξίωµα, θεσπίστηκε νόµος στη δεκαετία του 340, σύµφωνα µε τον οποίο δεν έπρεπε να επαι­νείται η συµπεριφορά ενός αξιωµατούχου πριν από την ολοκλήρωση των προαναφερθέντων: ο Αι­σχίνης αντιτίθεται σε µια πρόταση να τιµηθεί ο Δη­µοσθένης, φέροντας ως επιχείρηµα το γεγονός ότι εκείνον τον καιρό κατείχε ένα αξίωµα, για το οποίο ήταν υπόλογος.

«Εγώ όµως στην επιχειρηµατολογία αυτών των αν­δρών θα βάλω µπροστά τον δικό σας νόµο, τον οποίο εσείς θεσπίσατε, µε σκοπό να βάλετε ένα τέλος σε τέτοιου είδους προφάσεις. Στον νόµο ξε­κάθαρα γράφεται ‘‘τα αιρετά αξιώµατα’’ – στον πα­ραπάνω όρο εµπεριέχονται όλα τα αξιώµατα – και καλούνται ‘‘αξιώµατα’’ όλοι οι διορισµοί που κάνει ο λαός µε ψηφοφορία ‘‘συµπεριλαµβανοµένων των επιστατών των δηµόσιων έργων’’. Ο Δηµοσθένης εί­ναι τειχοποιός, επιστάτης δηλαδή ενός από τα σπου­δαιότερα έργα. ‘‘Και όλοι οι άνδρες που αναλαµβά­νουν δηµόσιο έργο για περισσότερες από τριάντα ηµέρες έχουν δε και την προεδρία σε δικαστήρια’’, όλοι αυτοί οι επιστάτες των έργων είναι πρόεδροι σε δικαστήριο. Και τι ακριβώς τους διατάσσει ο νόµος να κάνουν; Όχι ‘‘απλώς να υπηρετούν’’, αλλά ‘‘να κατέχουν ένα αξίωµα, αφού υποβληθούν στη δοκι­µασία ενώπιον του δικαστηρίου’’, µιας και ακόµη και οι εκλεγµένοι µε κλήρο άρχοντες υποβάλλονται στη δοκιµασία και διαχειρίζονται τα κοινά, αφότου υπο­βληθούν σ’ αυτήν· και καταθέτουν τον λόγο τους µαζί µε τον γραµµατέα και οι λογισταί (ελεγκτές της διαχείρισης), όπως ακριβώς ορίζεται και για τους άλ­λους αξιωµατούχους (…)». (Αισχίνης, ΙΙΙ. Κατά Κτησιφώντος, 14-15, 20, 20-22)

Η διαδικασία της λογοδοσίας
«Οι βουλευτές, επίσης ορίζουν µε κλήρωση (από το δικό τους σώµα) ευθύνους (αυτοί που διορθώνουν), έναν από κάθε φυλή, καθώς και δύο βοηθούς για καθένα από τους ευθύνους. Αυτοί οι άνδρες είναι υποχρεωµένοι να κάθονται τις ώρες που λειτουρ­γεί η αγορά πλάι στο άγαλµα του ήρωα κάθε φυλής αν κάποιος επιθυµεί να κάνει καταγγελία, δηµόσια ή ιδιωτική, εναντίον ενός αξιωµατούχου που έχει λο­γοδοτήσει για τη διαχείριση των οικονοµικών στο δικαστήριο, σε διάστηµα τριάντα ηµερών αφότου λογοδότησε, γράφει σε µια ασπρισµένη πινακίδα το όνοµά του, το όνοµα του διάδικου στον οποίο κατατίθεται η µήνυση και το αδίκηµα για το οποίο τον κατηγορεί, προσθέτει όποιο ποσό νοµίζει ότι πρέπει να καταβληθεί (είτε για οικονοµική απώλεια είτε ως τιµωρία) και τη δίνει στον εύθυνο. Ο εύθυνος παίρ­νει την πινακίδα, τη διαβάζει και, αν αποφασίσει ότι υπάρχει υπόθεση στην οποία πρέπει να δοθούν εξη­γήσεις, µεταβιβάζει τις ιδιωτικές κατηγορίες στους δικαστές του κάθε δήµου, οι οποίοι διατυπώνουν την τελική κρίση τους για την εν λόγω, ενώ ανακοι­νώνει τις δηµόσιες κατηγορίες στους θεσµοθέτες. Οι θεσµοθέτες, όταν τους µεταβιβάσουν µια κατηγορία, θέτουν πάλι υπό δικαστική κρίση την υπόθε­ση αυτή των ευθυνών και οτιδήποτε αποφασίσουν οι δικαστές είναι τελεσίδικο». (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 48. iv-v)

Μισθοδοσία για συμμετοχή στη δημόσια διοίκηση
Η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη το 508/7 καθιέ­ρωσε την αρχή της ευρείας συμμετοχής των πο­λιτών στη διακυβέρνηση του κράτους. Μετά τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Αρείου Πά­γου από τον Εφιάλτη, το 462/1, η Αθήνα κατέ­στη ενσυνείδητα δημοκρατική και έγινε αντιλη­πτό ότι, προκειμένου αυτοί να μετέχουν ενεργά, θα έπρεπε να παρέχεται στους φτωχούς πολίτες χρηματική αποζημίωση για τον χρόνο που αφιέ­ρωναν στις υποθέσεις του κράτους. Έτσι, μεταξύ της δεκαετίας του 450 (για τους ενόρκους) και της δεκαετίας του 390 (για τη συμμετοχή στην Εκκλησία του Δήμου) εγκαινιάστηκε χρηματική αποζημίωση για πολλές πολιτικές υποχρεώσεις, τις οποίες το κράτος προέτρεπε τους πολίτες του να επιτελέσουν.

«Ο Περικλής ήταν ο πρώτος άνδρας που όρισε την καταβολή μισθού για την υπηρεσία στα δικαστήρια ως πολιτικό μέτρο, για να αντισταθμίσει τη γενναιοδωρία του Κίμωνα. Ο Κίμων ήταν τόσο πλούσιος, όσο ένας τύραννος· πλουσιοπάροχα εκτελούσε τις δημόσιες λειτουργίες (πρβλ. τα χωρία 227-231)· επιπλέον, συντηρούσε πολλούς από τους συνδη­μότες του, γιατί όποιος από τους Λακιάδες το επι­θυμούσε μπορούσε να πηγαίνει καθημερινά σε αυτόν και να παίρνει τα αναγκαία για τη ζωή· και όλη του η γη ήταν δίχως περίφραξη, έτσι ώστε όποιος το επιθυμούσε μπορούσε να απολαμβάνει τα φρούτα των δέντρων. Η περιουσία του Περικλή δεν ήταν αρκετή για τέτοιου είδους παροχές. Επο­μένως ο Δάμων, γιος του Δαμωνίδη από την Οία (ο οποίος φαίνεται ότι είναι ο επινοητής των περισσό­τερων μέτρων που έλαβε ο Περικλής και για αυτόν τον λόγο αργότερα εξοστρακίστηκε [πρβλ. τα χω­ρία 269-270]), συμβούλεψε τον Περικλή, εφόσον δεν διέθετε την απαιτούμενη ιδιωτική περιουσία, να δώσει στον λαό τη δυνατότητα να έχει δική του περιουσία (είναι σωστό να πούμε ότι η ηγεσία του νέου τύπου δημοκρατίας ήταν αντίθετη με την ιδέα της αριστοκρατικής πατρωνείας, όπως την εφάρμο­σε ο Κίμων)· και έτσι λοιπόν επινόησε την πληρωμή των δικαστών». (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 27. iii-iv)

Η αποζημίωση για τη συμμετοχή στην Εκκλησία του Δήμου (ο εκκλησιαστικός μισθός) εγκαινιά­στηκε μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέ­μου.

Προκειμένου να ενδυναμωθεί η δημοκρατία με­τά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, καθιερώθηκε χρηματική αποζημίωση για τη συμμετοχή των πολιτών στην Εκκλησία του Δήμου. Προφανώς, η εν λόγω αποζημίωση δεν παρεχόταν απαραίτη­τα σε όλους τους παρόντες· ίσως έπρεπε κάποι­ος να παρουσιαστεί έως μια συγκεκριμένη ώρα για να τη δικαιούται (βλ. το χωρίο 358). Αρχικά, η αποζημίωση ήταν ένας οβολός ανά συνεδρία­ση, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια αυξήθηκε σε τρεις οβολούς. «Πραξαγόρας: Υπήρχε ένας καιρός που δεν πηγαί­ναμε καθόλου στη συνέλευση – αλλά πιστεύαμε ότι ο Αγύρριος (ο εισηγητής του εκκλησιαστικού μισθού) ήταν ένας αγύρτης. Τώρα βέβαια πηγαίνουμε και όποιος λαμβάνει τον μισθό παινεύει με το παραπάνω τον Αγύρριο, ενώ ο άνδρας που δεν παίρνει μισθό λέει ότι σε όσους μετέχουν στη συ­νέλευση προκειμένου να πληρωθούν αξίζει η θα­νατική ποινή. (…)

Χορός: Πάμε στη συνέλευση, άνδρες. Οι θεσμοθέ­τες απείλησαν ότι όποιος δεν φτάσει έγκαιρα, με το σούρουπο, σκονισμένος, ικανοποιημένος από τη σκορδοφαγία και με ξινισμένα μούτρα, δεν θα πά­ρει τους τρεις οβολούς του. (…) Να σιγουρευτούμε να διώξουμε στο πλάι αυτούς τους άνδρες που έρχονται από την πόλη, που στο παρελθόν, όταν αυτοί που συμμετείχαν έπαιρ­ναν έναν μόνο οβολό, ετούτοι κάθονταν και φλυ­αρούσαν στην αγορά των στεφανιών, αλλά τώρα σπρώχνουν και έχουν γίνει αφόρητοι. Όταν ο Μυρωνίδης, που καταγόταν από ευγενική γενιά, είχε την εξουσία, κανένας δεν θα τολμούσε να ζητήσει αμοιβή για τη διαχείριση των υποθέσεων της πό­λης, αλλά καθένας ερχόταν φέρνοντας μαζί του κά­τι να πιει σε ένα μικρό ασκί, ψωμί, δύο κρεμμύδια και ίσως τρεις ελιές. Τώρα, όμως, λαχταρούν να πά­ρουν τους τρεις οβολούς κάθε φορά που ασχολού­νται με κρατικές υποθέσεις, όπως ακριβώς κάνουν οι βοηθοί του χτίστη». (Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσες, 183-188, 289-292, 300-310)


Ξενοφών Μπρουντζάκης
xenofonb@gmail.com

Πηγή/Φωτό: Το Ποντίκι

Σχετικά άρθρα