1

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΟΠΑΘΗΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Η σημερινή έλλειψη θετικότητας και οι απομιμήσεις της
Η ανθρώπινη ζωή έχει τόσο αλωθεί από την αδράνεια και τον φόβο του θανάτου και όλα τα παρακλάδια του, που πραγματικά δεν θα μπορούσε κανείς βάσιμα να ισχυριστεί ότι η έκφραση του ανθρώπου είναι θετική και δημιουργική, ακόμη και στις πλέον φαινομενικά ενεργητικές συμπεριφορές του – λαμβανομένου βέβαια υπόψη ότι υπάρχουν πάντοτε οι ατομικές εξαιρέσεις. Η ανθρώπινη ενεργητικότητα συνήθως έχει σαν στόχο την ικανοποίηση μιας ανάγκης και επομένως την αποτροπή ενός κινδύνου.

Αλλά και όταν λόγω επιθυμίας επιδιώκεται η περιττότητα π.χ της οικονομικής ευμάρειας και πάλι τότε πίσω από αυτό βρίσκεται ένας αβυσσαλέος φόβος, μόνον που αυτός είναι περισσότερο οντολογικός, βασιζόμενος σε μια υπαρξιακή μειονεξία και όχι σε μια λογική ανάγκη. Αυτό εξηγεί και το γιατί ο άνθρωπος έχει τόση προσκόλληση στο περιττό: επειδή το περιττό του δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ελευθερίας από την ανάγκη και επομένως της θέωσης. Η ανάγκη είναι ο «άλλος», το όριο, η θνητότητα. Γι’ αυτό πρέπει η ανάγκη να ξεπεραστεί, ο άλλος να εξαφανιστεί και το περιττό να υποκαταστήσει την αφθονία της ολότητας, του Όντος.

Κάθε υλιστική τάση, ακόμη και ο θρησκευτικός υλισμός που περιορίζει την αντίληψη του υπερβατικού στην αισθητηριακή αντίληψη και την τελετουργική οργάνωση, διαπνέεται από τον φόβο. Αυτό συμβαίνει, γιατί στη μεν έννοια της ύλης ενυπάρχει η χαοτικότητα και η άγνοια, στη δε μορφή η έννοια του κενού, που είναι έννοιες προκαλούσες φόβο και απόλυτα συμφυείς με αυτόν ως σημαίνουσες χωρισμό και αποξένωση. Θα πει κανείς ότι ο φοβούμενος θέλει να αποξενωθεί από τους «άλλους». Όμως, ναι μεν το θέλει, αλλά επειδή φοβάται, ενώ ο «άλλος» βρίσκεται πάντοτε εν δυνάμει εκεί, έστω και ως δυνατότητα ή ως απειλητικός άβιος παράγοντας, και αυτό του αφαιρεί την οντολογική αυτάρκεια και αυθυπαρξία – ακόμη και αν δεν ξέρει τίποτε για αυτές. Αυτός είναι θεμελιώδης φόβος.

Αυτή η ανθρώπινη στρέβλωση με τον φόβο οδήγησε τον άνθρωπο να οικοδομήσει μέσα στην άγνοιά του έναν ψυχισμό αντιδραστικό στο περιβάλλον και έναν τρόπο ζωής που να αρνείται συνεχώς τους άλλους, έστω και αν ταυτόχρονα τους πλησιάζει. Με τέτοιο αρνητικό κίνητρο δεν μπορεί να καλλιεργήσει θετικότητα, αλλά μόνον να την υποκαταστήσει με δημιουργικότητα επιθετική ενάντια στο περιβάλλον. Και έτσι έχει καταφέρει να δημιουργήσει αυτό που ο Γιάννης Ζήσης[1] αποκαλεί «κοινωνική οργάνωση της αντικοινωνικότητας», δηλαδή ο πυρήνας της πράξης να είναι αρνητικός, αλλά η εξωτερική της οργάνωση να μιμείται την κοινωνικότητα, με αποτέλεσμα ακόμη και αυτή η δευτερεύουσα μιμητική κοινωνικότητα να καταλήγει να επαυξάνει την αντικοινωνικότητα.

Από το άλλο μέρος η έλλειψη φόβου δεν πρέπει να σημαίνει απουσία του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης και παράλογη αμεριμνησία, αλλά ότι η κυρίαρχη αντίληψη, το αίτιο των αποφάσεών μας, βρίσκεται έξω από το πεδίο του φόβου και των ενστίκτων όπου ο φόβος δεν είναι δημιουργικός παράγοντας, μέχρι αυτός να εκλείψει τελείως.

Παράλληλα ο άνθρωπος έχει τον ευνόητο από τις περιστάσεις αλλά και ταυτόχρονα αστήρικτο φόβο ότι, αν εκλείψει ο φόβος, τότε οι αισθήσεις του θα περιπέσουν σε αχρησία και οι δυνάμεις του σε εξασθένηση, γιατί ο φόβος και οι συνέπειές του (π.χ. ο ανταγωισμός) υπήρξαν το μόνο σχεδόν κίνητρο στη ζωή του.  Φαντάζεται την έλλειψη φόβου σαν μια  ανυπαρξία και ακινησία και ως εξάλειψη των στοιχείων αυτοπροσδιορισμού του. Η ίδια η ταυτότητά του έχει οικοδομηθεί επάνω στην αρνητικότητα του φόβου και κάθε ποιότητά της είναι απορριπτική των άλλων, προσδιορίζοντας είτε τι δεν είναι αυτή η ταυτότητα είτε ότι είναι μια άρνηση του άλλου, πράγμα που μπορεί να εκφράζεται π.χ. ως υπεροχή, μια και η υπεροχή είναι μια υποτιθέμενη εξαφάνιση του άλλου, ένας μηδενισμός του.

Αν σκεφθούμε σοβαρά τη ζωή μας και τις καλλιεργημένες τάσεις της, τότε δεν θα μπορέσουμε παρά να θλιβούμε βαθιά για αυτή την απουσία πραγματικής ζωής και την κατασπατάληση των δημιουργικών δυνάμεών μας ως ανθρώπων. Όμως τίποτε δεν είναι οριστικό και αμετάκλητο, αν και είναι τέτοιο για το φτωχό και αστραπιαίο μήκος μιας ανθρώπινης ζωής μπροστά στο σύνολο του χρόνου.

Ο άνθρωπος βέβαια διαισθάνεται την έλλειψη θετικότητας, την έλλειψη πρωτογενούς έκφρασης ζωής, και προσπαθεί γι’ αυτόν τον λόγο να την καλλιεργήσει, αλλά δυστυχώς το κάνει πάνω στις βάσεις της αρνητικότητας. Προσπαθεί να συγκαλύψει την αρνητικότητά του, όχι μόνον από τους άλλους αλλά και από τον εαυτό του, όμως αυτό είναι κακή απομίμηση της θετικότητας της ζωής,  η οποία χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση ανταγωνιστικών στόχων, όπως είναι η στρεβλή επιχειρηματικότητα όντας κερδοσκοπική και ουδόλως κοινωνική, η προσωπική γοητεία που είναι μια ανόητη προσωπική προβολή, η πολιτική αυθεντία και τόσες άλλες αναρίθμητες εκφράσεις της καθημερινότητας, ανώνυμες και επώνυμες, που εκλαμβάνονται ως πεποίθηση στον εαυτό. Αλλά αυτή η πεποίθηση βρίσκεται υπό δραματική αίρεση, πρώτον γιατί δεν προσδιορίζει ούτε ποιος είναι ο εαυτός ούτε ποιος είναι ο στόχος, δεύτερον προσδιορίζει μόνον το εγώ ενάντια στο περιβάλλον, τρίτον προσπαθεί να αγνοήσει τον νόμο των αποτελεσμάτων, δηλαδή ότι τα αίτια επιφέρουν αποτελέσματα, και να τον περιορίσει μόνον στο μηδαμινό πεδίο των φτωχών ατομικών επιδιώξεων. Για παράδειγμα, στον γάμο του παρελθόντος δεν επιδιώκεται η αγάπη ως αίτιο της πίστης, αλλά η κοινωνική πίεση ως «μηχανικό αίτιο» για πίστη. Επιδιώκεται η φαινομενική νεότητα για προσέλκυση της κοινωνικής προσοχής και του άλλου φύλου, και όχι η αληθινή σχέση και φιλία. Η φαινομενική νεότητα και η ηλικιακή νεότητα καθαυτή είναι μηχανικά αίτια (με διαβαθμίσεις μηχανικότητας μεταξύ τους) και όχι αίτια συνείδησης. Είναι μηχανικά γιατί σχετίζονται με τα ένστικτα και διευθετούν το πεδίο των ενστίκτων, αλλά ταυτόχρονα το τροφοδοτούν κιόλας κάνοντάς το δυσανάλογα υπερμεγέθες σε βάρος της συνείδησης και του πνεύματος.

Η πρόσκαιρη ανακούφιση που φέρνουν οι απομιμήσεις του εαυτού εγγυώνται μελλοντικές αυξημένες δυσχέρειες, επειδή σωρεύουν επάνω στην παρελθούσα εμπειρία περισσότερο σκοτάδι και απομακρύνουν τον άνθρωπο από τις αναγκαίες αποκαλυπτικές κρίσεις. Ο άνθρωπος ελπίζει ότι θα βρει τον εαυτό του όταν εξαντλήσει τις επιθυμίες του, θέλοντας να κρατήσει και την αλήθεια και τη φαντασίωση. Όμως αυτό είναι μεγάλη αυταπάτη. Ο εαυτός δεν βρίσκεται έτσι εύκολα, μέσα από το χονδροειδές της επιτυχίας των φαινομένων, μέσα από τη συσσώρευση εαυτοτικών προσδιορισμών αποξένωσης και υπεροχής, μέσα από αποκτήματα φυσικά ή νοητά, αλλά προσδιορίζεται μέσα από απορρίψεις των ειδώλων που έχει φτιάξει ο άνθρωπος για τον εαυτό και τον κόσμο, μέσα από συνετή απελευθέρωση από τα φαινόμενα, μέσα από ισορροπία αφαιρετικότητας και φαινομενικότητας.

Αυτή η ισορροπία όμως είναι πολύ δυσχερής, ακόμη και η σύλληψη της αναγκαιότητάς της δεν εγγυάται την επίτευξή της. Γιατί αυτό; Επειδή η μεν  αφαίρεση μπορεί να καταντήσει είδωλο ως προσδιοριζόμενη από την έλλειψη φαινομένων (δηλαδή από κάτι άλλο) και επειδή στον κόσμο των φαινομένων πρέπει κανείς να κατανοεί τους νόμους λειτουργίας τους, να αποδέχεται την ύπαρξή τους και τη χρησιμότητά τους, αλλά να μη τα θεωρεί ως αυτοσκοπό ούτε ως ανυπέρβλητα, αλλά εντασσόμενα σε ένα ευρύτερο όλο δυνατοτήτων.

Η σημερινή λοιπόν πυρετώδης δραστηριότητα του -δυτικού τουλάχιστον- ανθρώπου και η επιθετική κοινωνική επιβεβαίωσή του δεν έχουν καμμία σχέση με την πραγματική θετικότητα και αυτοπεποίθηση. Είναι μια εξουσιαστικότητα τόσο προς τον εαυτό όσο και προς το περιβάλλον και δεν μπορεί να οδηγήσει πολύ μακριά. Κάτω από αυτήν βρίσκεται το βαθύ και σκοτεινό υπόβαθρο μιας συνειδησιακής αδράνειας και μιας μονοδιάστατης αντίληψης στηριγμένης στον αισθητηριακό κόσμο, δηλαδή στον κόσμο των φαινομένων.

Αυτή η δήθεν θετικότητα τείνει να υποκαταστήσει τη θέληση, αλλά η πραγματική θέληση δεν έχει να κάνει με τα ένστικτα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απορρίπτουμε τα ένστικτα, αλλλά ότι πολύ απλά αυτά λειτουργούν αποκλειστικά στο βασίλειο της ανάγκης και οποιαδήποτε αφθονία και αν φαντασιώνεται ο άνθρωπος μέσα σε αυτό το βασίλειο, πάντοτε θα υπάρχει ο περιορισμός και η θνητότητα ως βάση για προσδιορισμό της ζωής και η θέωση θα είναι κάλπικη ως είδωλο και εξουσία.

Επομένως το περιεχόμενο της θετικότητας και της θέλησης δεν μπορεί παρά να είναι απολύτως διαφορετικό.

Είναι βέβαια γνωστό ότι στην καθημερινή συνείδηση του ανθρώπου η θέληση και η θετικότητα είναι απλώς επιβιωτικές και ανταγωνιστικές, πράγμα που επιβεβαιώνει ο υπέρμαχος της δύναμης, ο Νίτσε. Ωστόσο, κατά την άποψή μας, η πραγματική θέληση είναι ολοκληρωτικά αντίθετη προς αυτή τη ζωικότητα.


Γιατί είναι αναγκαία η θετικότητα;

Η θετικότητα είναι αναγκαία γιατί η ζωή είναι κατάφαση και όχι άρνηση.
 Η άρνηση κινείται πάντοτε στα πλαίσια του περιορισμού και της έλλειψης και στα πλαίσιά της η αυτοαναφορικότητα είναι ελλιπής. Το τι λοιπόν σημαίνει αυτή η κατάφαση είναι ένα ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει κανείς, πράγμα βέβαια εξαιρετικά δύσκολο. Αυτού του είδους η κατάφαση -και μόνον αυτή- βρίσκεται στον πυρήνα της ελευθερίας και μάλιστα μιας ελευθερίας που θα ισχύει τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία.

Χωρίς αυτήν ο άνθρωπος γίνεται έρμαιο των συνθηκών, παθητικοποιείται απέναντι στην οποιαδήποτε εξουσία (όχι μόνον την πολιτική) και αποξενώνεται από τον εαυτό του, έστω και αν είναι κοινωνικά και οικονομικά κινητικός. Αυτό το τελευταίο είναι μια απομίμηση της θετικότητας και έχει καταστήσει τον άνθρωπο αντικείμενο ακόμη πιο βαθιά. Ένα ατομικό ή κοινωνικό οικοδόμημα βασισμένο στη συνειδησιακή αδράνεια και τον φόβο δεν μπορεί παρά να αναπαράγει και να ενισχύει την αρνητικότητα και τα όποια εξελικτικά του στοιχεία να υποτάσσονται τελικά στην αρνητικότητα αυτή, όπως για παράδειγμα συνέβη με την τεχνολογία, η οποία, αντί να εμπλουτίσει την ανθρώπινη γνώση και να προσφέρει περισσότερο χρόνο για αυτογνωσία και δημιουργικότητα, χρησιμοποιήθηκε για απόκτηση περιττών υλικών αγαθών και χαλάρωση μέσα στο τίποτε. Γλαφυρά παρουσιάζεται αυτό το «τίποτε» στο κείμενο του Γιάννη Ζήση «Η ειδωλοποίηση του τίποτε».[2]

Ένα πράγμα μπορεί να είναι αναγκαίο είτε για να επιτευχθεί ένας εξωτερικός ατομιστικός στόχος (π.χ. χρήμα για απόκτηση πολυτελούς αυτοκινήτου) είτε γιατί αυτό είναι σύμφωνο με την αλτρουϊστική και κοινωνική φύση των πραγμάτων και την αυτοπραγμάτωσή τους (π.χ. χρήμα για αληθινά κοινωφελές έργο). Το χρήμα υπάρχει και στις δύο περιπτώσεις, αλλά στοχεύει σε τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις.

Επομένως εδώ πρέπει να μας απασχολήσουν τρία πράγματα:
Πρώτον,
 αν η θετικότητα του ανθρώπου είναι η πραγματική του φύση, οπότε θα πρέπει αυτή να επιτευχθεί αλλά με τους όρους αυτής της φύσης του αυθεντικά και όχι με όρους αντίθετους πράγμα που θα αποτελεί μίμηση και μόνον.

Δεύτερον, αν οι σκοποί που θέτει ο άνθρωπος είναι τέτοιοι που προϋποθέτουν τη θετικότητα μιας τέτοιας φύσης και όχι τη μίμησή της στα πλαίσια του ατομισμού.

Τρίτον, τελικά αν τελικά η αληθινή φύση του ανθρώπου απαιτεί μια θετικότητα τέτοια, τότε κάθε σκοπός που ο άνθρωπος θέτει στη ζωή του θα πρέπει να κρίνεται με βάση αυτή τη φύση και, αν δεν είναι σύμφωνος με αυτήν, να απορρίπτεται, αλλοιώς ο άνθρωπος θα βρίσκεται σε εσωτερικό διχασμό –όπως και συμβαίνει μέχρι σήμερα. Η φύση του ανθρώπου έχει υπάρξει θέμα στοχασμού, αλλά μόνον η εξέλιξη μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα, γιατί ούτε το θλιβερό αντικοινωνικό τώρα αποτελεί ορθή και οριστική απάντηση και μπορεί να γίνει βάση για κάθε είδους, δήθεν δικαιολογημένες, καταχρήσεις ούτε η αφελής πεποίθηση για μια «καλωσύνη» ήδη παρούσα μπορεί να στηρίξει τα πράγματα ως ούσα ψεύδος. Η αισθητηριακή φυλάκιση του ανθρώπου τον εμποδίζει να καταγράψει με μεγαλύτερη ευκρίνεια την παροδική απόστασή του από τον εν δυνάμει εαυτό του, οπότε ούτε η αφέλεια ούτε ο κακόβουλος κυνισμός είναι κατάλληλα για την αλήθεια και δεν μπορούν να στηρίξουν επιστημονικές ή εσχατολογικές τοποθετήσεις που καθιστούν τον άνθρωπο έρμαιο ανθρωποποίητων ολοκληρωτισμών.

Αυτά όλα απαιτούν δραματικά επίπονες διαδικασίες και ο άνθρωπος επιθυμεί μεν την εσωτερική του ολοκλήρωση, αλλά χωρίς να υποβληθεί στον κόπο της απόκτησής της και χωρίς να χάσει ό,τι κατέχει. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η επιθυμία του για ολοκλήρωση είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τις άλλες επιθυμίες είτε για αδράνεια είτε για ανταγωνισμό και ότι στην πραγματικότητα τείνει στο να ικανοποιήσει τις δεύτερες και να επαυξήσει την αρνητικότητά του.

Η απλή διανοητική παραδοχή αρχών σωρευτικά μαζί με άλλες αντίθετες δεν αρκεί για μια σοβαρή αλλαγή, γιατί το κεντρικό πρόβλημα για τον σημερινό νοήμονα άνθρωπο που έχει ξεφύγει από τη ζωικότητα αρκετά είναι η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του, δηλαδή η θεμελιώδης δραστική επιλογή. Μια καταφανής στρεβλή ιεράρχηση αρχών είναι η πυρετώδης επιδίωξη πλούτου ως επίκεντρο της ζωής, η οποία επιδίωξη μπορεί να παράσχει στο άτομο τόσο την τρυφηλή πολυτέλεια και αδράνεια μιας ανόητης αυτάρκειας όσο και την ικανότητα για εξουσίαση άλλων. Ακόμη και για πλείστους από εκείνους που το χρήμα τούς είναι αναγκαίο για επιβίωση αποτελεί στο βάθος μία φαντασίωση με τέτοιο περιεχόμενο.

Γι’ αυτό πριν από κάθε αληθινή προσπάθεια θα χρειαστεί να αποσαφηνίσει με ειλικρίνεια και στοχαστικότητα τις έννοιες τις οποίες επικαλείται κυρίαρχα στη ζωή του και να απεξαρτηθεί από την εύκολη καθημερινή σημασία τους. Οι τέτοιες επιλογές του ανθρώπου είναι και το υλικό από το οποίο δομείται το σύνολο της κοινωνίας και της κοινωνικής οργάνωσης και το ότι ένας άνθρωπος δεν θέλει τα αρνητικά αποτελέσματα των επιλογών του δεν σημαίνει ότι δεν έχει ευθύνη γι’ αυτά. Για παράδειγμα, η επιδίωξη πλούτου και διασκέδασης δεν μπορεί παρά να εκθρέψει εκείνους τους ανθρώπους και εκείνες τις καταστάσεις που θα οδηγήσουν σε κρίση. Το ότι το άτομο δεν θέλει την κρίση ή την κατάχρηση όταν την κάνουν άλλοι, δεν τον απαλλάσσει της ευθύνης για το κοινωνικό αποτέλεσμα, γιατί και η ατομική επιλογή αυτού του είδους είναι μία κατάχρηση απέναντι στην ίδια τη φύση του και στηρίζει όλες τις άλλες καταχρήσεις (μια και κάθε κατάχρηση τείνει να έχει ολοκληρωτικό χαρακτήρα).

Ο νους λοιπόν μπορεί να είναι φονέας της ζωής (όταν είναι στρεβλός), αλλά στην ορθή του λειτουργία είναι απολύτως αναγκαίος, γιατί μπορεί να ρίξει φως για να απαλείψει τις ιδιοτελείς ασάφειες και αντιφάσεις των παρορμήσεων και να γίνει παράγοντας ευτυχίας. Αν κανείς όμως φαντάζεται εύκολα λόγια και εύκολες αποφάσεις, κάνει λάθος, και θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο άνθρωπος έχει ούτως ή άλλως με κόπο διαστρεβλώσει και απεμπολήσει την ίδια του τη ζωή για την άνεση, τη διασκέδαση και την υπεροχή, με τίμημα την αποξένωση από τον εαυτό του. Αν κατέβαλε τον ίδιο κόπο για την ολοκλήρωσή του σε διαφορετική κατεύθυνση, τα πράγματα θα ήταν ευτυχέστερα και ολότελα διαφορετικά για όλους.

Η θετικότητα τελικά είναι στενά συνυφασμένη με τη θέληση και τη δύναμη, αλλά κάθε εύκολη κατανόησή της παραπέμπει απλώς στη ζωικότητα που είναι ενστικτώδης και τείνει στο να καταστήσει τον άνθρωπο ισχυρό μεν αλλά ως ζώο ξεχνώντας κάθε άλλη ανθρώπινη παράμετρο. Αυτό είναι αντίθετο προς τη θέληση όσο και αν παρουσιάζεται ως τέτοιο.

Το παρόν θέμα είναι λοιπόν αχανές και πάντως τα πλαίσια ενός άρθρου είναι ανεπαρκή για μια ικανοποιητική ανάπτυξη, αν και σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά ολοκληρωμένη ανάπτυξη, γιατί οι έννοιες έχουν απρόσμενο βάθος και άπτονται τελικά ασαφών οντολογικών εννοιών.



[1] Από το ανέκδοτο κείμενο του Γιάννη Ζήση “Άνθρωπος και Μηχανή” (1981)
[2] Γιάννης Ζήσης, 3 Οκτωβρίου 2008
Φωτό:wikimedia

Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της Γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

2 Σεπτεμβρίου 2011