1

ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟ Ή ΑΠΟΔΟΧΗ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ; (του Δημοσθένη Κυριαζή) — Σειρά Πολιτική Ηγεσία Επικοινωνία

Για να δοθεί μια κατανοητή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε σε ένα γενικής αποδοχής ορισμό των όρων ορθολογισμός και αποδοχή των αποφάσεων· πρέπει να ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε. Στην αντίθετη περίπτωση δημιουργούνται αντιφατικά και παράλογα συμπεράσματα αφού ο κάθε ένας εννοεί τα δικά του για αυτούς τους δύο όρους. 

Αποδοχή: Με τον όρο αποδοχή αποφάσεων  στην νομική επιστήμη, εννοούμε την παραίτηση των ενδιαφερομένων από την επιδίωξη ανατροπής της απόφασης με τα υπάρχοντα ένδικά μέσα.  

Στην πολιτική εννοούμε την παραίτηση του συνόλου, στην πράξη της πλειονότητας, των πολιτών από την επιδίωξη ανατροπής της απόφασης με όλα τα νόμιμα μέσα· ένδικα, διαμαρτυρίες, απεργίες, καταλήψεις. Σημαντικό και κρίσιμο στοιχείο αυτού του ορισμού είναι ότι η αποδοχή αναφέρεται στο σύνολο των πολιτών και όχι στην τάξη των πολιτών που άμεσα αφορά η απόφαση. Είναι αυτονόητο ότι η τάξη των αμέσως ενδιαφερομένων κατά κανόνα θα αγωνίζεται για να ανατρέψει μια απόφαση που θίγει τα συμφέροντα της. Για να γίνει και από την τάξη αυτή αποδεκτή η απόφαση, βασική προϋπόθεση είναι  να πεισθούν οι ενδιαφερόμενοι ότι αυτή εκφράζει τη βούληση του συνόλου των πολιτών και όχι τη βούληση του ενός ή των ολίγων που ασκούν την εξουσία.

Ορθολογισμός: Με τον όρο ορθολογισμός, στις επιστήμες – όπως για παράδειγμα στην οικονομία, στη διοίκηση των επιχειρήσεων, στην πολιτική – εννοούμε τη λογική (μαθηματική) εκτίμηση: (1) Των αποτελεσμάτων από την πραγματοποίηση αυτής της απόφασης και (2) Της πιθανότητας επίτευξης αυτών των αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα ορθολογισμός της απόφασης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος είναι η αξιόπιστη εκτίμηση ότι η πραγματοποίηση του θα έχει σαν αποτέλεσμα: τη μείωση του χρέους στο Χ%, της ανεργίας στο Ψ% και ότι η  πιθανότητα επιτεύξεως αυτών των αποτελεσμάτων είναι Ζ%. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο ορθολογισμός των αποφάσεων είναι  έργο ειδημόνων και όχι οι «απόψεις» πολιτικών, ανθρώπων των ΜΜΕ ή απλών πολιτών.

Είναι ίσως χρήσιμο να θυμίσουμε ότι ορθολογισμός στη φιλοσοφία σημαίνει κάτι το γενικότερο και το πιο βασικό[1] από ότι σημαίνει σήμερα στις εφαρμοσμένες επιστήμες.

Η αξιοπιστία και η αξία του ορθολογισμού
Οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις των ειδημόνων βασίζονται σε ορισμένες παραδοχές οι οποίες θεωρούμε ότι  θα ισχύσουν με πολύ μεγάλη πιθανότητα, σχεδόν με βεβαιότητα. Τέτοιες παραδοχές για παράδειγμα είναι ότι δεν θα γίνουν φυσικές καταστροφές ή πόλεμοι. Η πιο όμως σημαντική και κρίσιμη παραδοχή είναι αυτή της αποδοχής – για την ακρίβεια της έκτασης αποδοχής –  της απόφασης από τους πολίτες. Αν αυτή η παραδοχή δεν ισχύσει τότε ο ορθολογισμός των ειδημόνων πάει περίπατο· τότε ο ορθολογισμός και των πιο μεγάλων ειδημόνων έχει την αξία «άσκησης επί χάρτου» και όχι την αξία μιας αξιόπιστης εκτίμησης μελλοντικών γεγονότων. Το τι ισχύει για τον «ορθολογισμό» των αυτό-ανακηρυσσόμενων ειδημόνων  είναι μάλλον αυτονόητο.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι ορθολογισμός χωρίς αποδοχή έχει μόνο θεωρητική αξία. Ακόμη προκύπτει ότι μία απόφαση με μέτριο ορθολογισμό αλλά μεγάλη αποδοχή είναι αποτελεσματικότερη από μία απόφαση με μεγάλο ορθολογισμό αλλά αρνητική ή μικρή αποδοχή. 

Το συμπέρασμα αυτό έχει προφανή λογική γιατί η αποδοχή αποτελεί το πιο κρίσιμο στοιχείο του ορθολογισμού. Στη συνήθη όμως πρακτική η αποδοχή δεν αποτελεί αρμοδιότητα και ευθύνη των ειδημόνων αλλά των πολιτικών. Η αντιμετώπιση του ορθολογισμού και της αποδοχής όχι σαν ένα ενιαίο θέμα αλλά σαν δύο αυτόνομα θέματα, έχει οδηγήσει στο εξής παράλογο αποτέλεσμα· να δημιουργείται κέρδος από τον ορθολογισμό των αποφάσεων π.χ 100 Ευρώ και συγχρόνως ζημία από την μη αποδοχή  120 Ευρώ. Συνεπώς ορθολογισμός χωρίς αποδοχή δεν είναι ορθολογισμός· είναι παραλογισμός.

Πως δημιουργείται η αποδοχή των αποφάσεων
Η αποδοχή, η ελεύθερη αποδοχή των πολιτικών αποφάσεων  αποτελεί βασικό  χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος και όχι της ποιότητας του ορθολογισμού των ειδημόνων.

Στα πολιτικά συστήματα που οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται από το σύνολο των πολιτών με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες (Δημοψηφίσματα), οι πολιτικές αποφάσεις έχουν τη μέγιστη στην πράξη αποδοχή. Στα συστήματα όμως αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που οι αποφάσεις λαμβάνονται – θεωρητικά τουλάχιστον – από την πλειοψηφία των αντιπροσώπων των πολιτών, ΠΩΣ δημιουργείται η αποδοχή των αποφάσεων ; ΠΟΙΟΙ είναι οι υπεύθυνοι για αυτή;

Η απάντηση είναι και προφανής και ιστορικά τεκμηριωμένη:  Η αποδοχή δημιουργείται με το παράδειγμα αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις και συνεπώς υπεύθυνοι για τη δημιουργία αποδοχής είναι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών.

Στην αυθεντική, στην αρχαιοελληνική Δημοκρατία,  τις μεγάλες αποφάσεις τις λάμβαναν οι πολίτες ενώ τις πολλές,  αλλά επαγόμενες και περιοριζόμενες από τις μεγάλες, οι εκπρόσωποι των πολιτών· οι ονομαζόμενοι τότε Άρχοντες.

Ίσως είναι χρήσιμο να θυμίσουμε ότι :  (1) Η λέξη άρχοντας προέρχεται από τη λέξη αρχή και τότε προσδιόριζε εκείνους που έμπαιναν στην αρχή ενός οργανωμένου σχηματισμού, τους μπροστάρηδες, τους ηγέτες. (2) Οι άρχοντες αναδεικνύονταν με κλήρωση και σε λίγες περιπτώσεις με εκλογή ή με εκλογή των αρίστων και τελική επιλογή με κλήρωση μεταξύ των αρίστων. Σε ένα τέτοιο πολίτευμα είναι αυτονόητο ότι οι πολιτικές αποφάσεις, ανεξάρτητα του ορθολογισμού τους, είχαν πού μεγάλη αποδοχή.

Οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Πέρσες αποτελούν παραδείγματα αποφάσεων μεγάλης αποδοχής και μετρίου ορθολογισμού με τη σημερινή έννοια του όρου. Παρόμοιες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές στην ιστορία των Ελλήνων όπως αυτή της Επανάστασης του 1821 και του ΟΧΙ του 1940. Τα αποτελέσματα τέτοιων αποφάσεων αποτελούν τα θαύματα της Ιστορίας των Ελλήνων όπου η μεγάλη αποδοχή υπερίσχυσε του μικρού ορθολογισμού. 

Η αποδοχή στις σημερινές Δημοκρατίες 
Στις σημερινές δημοκρατίες όπου όλη η ισχύς των πολιτών μεταβιβάζεται στους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους, η αποδοχή των αποφάσεων δεν διασφαλίζεται από το πολίτευμα γιατί αφενός οι πολίτες δεν έχουν καμία συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και αφετέρου η νοοτροπία των σημερινών αντιπροσώπων των πολιτών είναι πιο κοντά στη νοοτροπία εκλεγμένων  πριγκίπων παρά στη νοοτροπία των αρχόντων της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας. Πολλά παραδείγματα δείχνουν ότι στην κρατούσα αντίληψη των αντιπροσώπων μας, η ιδιότητα του μπροστάρη που εμπνέει με το παράδειγμα του θεωρείται δευτερεύουσα και όχι κορυφαία.  Το γνωστό πρόσφατο γεγονός που δύο –τρεις βουλευτές  χαρακτηρίστηκαν από τους υπόλοιπους ως …λαϊκιστές, επειδή επιχείρησαν να δώσουν το παράδειγμα οικονομικών θυσιών για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, λέει πολλά· περιγράφει με σαφήνεια την υπάρχουσα στους αντιπροσώπους μας καθεστηκυία  αντίληψη σχετικά με την αποστολή τους.

Στη σημερινή Δημοκρατία, οι άρχοντες πιστεύουν ότι η αποδοχή των αποφάσεων τους δεν δημιουργείται με το παράδειγμα τους, αλλά με την κατάλληλη πληροφόρηση των πολιτών, με την επικοινωνιακή τους πολιτική. Διακηρύσσουν, χωρίς αναστολές και δισταγμούς, ότι η μη αποδοχή των αποφάσεων από τους πολίτες οφείλεται στην επικοινωνιακή πολιτική τους και  όχι στην πολιτική τους. Ουσιαστικά πιστεύουν ότι ευθύνη και στόχος τους δεν είναι η άσκηση σωστής πολιτική αλλά η άσκηση σωστής επικοινωνιακής πολιτικής· ότι το πρόβλημα δεν είναι ΤΙ λέμε, αλλά ΠΩΣ το λέμε.

Οι πολίτες όμως αυτά τα βίωσαν, τα κατάλαβαν και τα συμπεράσματα τους τα διατύπωσαν στην Πλατεία Συντάγματος με τα συνθήματα: «Ποιος μας ρώτησε;» και «Άμεση Δημοκρατία». 

Συμπέρασμα
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται, όπως λέει και ο Πρωθυπουργός, σε πόλεμο. Σε ένα ιδιόμορφο πόλεμο που ο εχθρός δεν είναι μόνο κάποιο ξένοι, αλλά εμείς οι ίδιοι. Εχθροί μας στο σημερινό πόλεμο είναι η νοοτροπία και το ήθος πρωτίστως των πολιτικών αλλά και πολλών πολιτών που οι πολιτικοί τους έδωσαν διακριτικά προνόμια σαν αμοιβή για την πολύτιμη βοήθεια τους στη κατάκτηση της εξουσίας· στη με ψεύτικες υποσχέσεις απόκτηση της ψήφου των απλών πολιτών.

Η σημερινή «Δημοκρατία» δεν έχει πολίτες και άρχοντες όπως στη αρχαία Αθήνα, αλλά πληβείους, πατρικίους και ύπατους όπως στην αρχαία Ρώμη.

Αργά ή γρήγορα, αυτό το πολιτικό σύστημα,  θα αλλάξει.

Αν η αλλαγή γίνει από τους  εκπρόσωπους μας, πού έχουν τη θεσμική υποχρέωση και αρμοδιότητα τέτοιων αλλαγών, τότε θα γίνει ομαλά, γρήγορα και με το μικρότερο κόστος.

Αν δεν γίνει από τους εκπροσώπους μας, τότε θα γίνει από τους ίδιους τους πολίτες αλλά με τρόπο ανώμαλο που θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια και κόστος, τόσο για τους πολίτες όσο και για τους πολιτικούς.

Μακάρι αυτή η νομοτελειακά βέβαιη αλλαγή να πραγματοποιηθεί από τους εκπρόσωπους των πολιτών.

Μακάρι οι εκπρόσωποι μας να πιστέψουν ότι οι καιροί και η Θεά Ανάγκη σήμερα προστάζουν: (1) Οι σημερινοί εκπροσωπεί μας να ξαναγίνουν άρχοντες με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου και (2) Η σημερινή κοινωνία των οπαδών, που οι ίδιοι δημιούργησαν, να ξαναγίνει κοινωνία των πολιτών· όπως ήταν πριν από 2.500 χρόνια σε αυτό εδώ τον τόπο· στο λίκνο της Δημοκρατίας

[1]Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός στη φιλοσοφία είναι το δόγμα σύμφωνα με το οποίο πηγή κάθε γνώσης είναι η λογική,  ο ορθός λόγος, και όχι η εμπειρία ή οι θεολογικές απόψεις ενός έστω και γνήσιου μεσσία. Το τι ισχύει για τους ιμιτασιόν μεσσίες της πολιτικής και των ΜΜΕ είναι αυτονόητο. 

Δημοσθένης Κυριαζής*

*Ο Δημοσθένης Κυριαζής σπούδασε  φυσική και ηλεκτρονικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκπαιδεύθηκε στην Αγγλία σε Ραδιοηλεκτρικά Δίκτυα  Μικροκυμάτων και στις ΗΠΑ σε Συστήματα Δορυφορικών Επικοινωνιών.  Διατέλεσε  Γενικός Διευθυντής Ανάπτυξης του  ΟΤΕ και σύμβουλος τηλεπικοινωνιών στο ΥΠΕΘΟ και στην  ΕΕΤΤ. Ασχολήθηκε με  την αλληλεπίδραση ψηφιακής τεχνολογίας- δημοκρατίας και έγραψε τα βιβλία:  Η Αναγέννηση της Δημοκρατίας, Η  Άμεση Δημοκρατία στην Τηλέρια και Ψηφιακή Δημοκρατία (Εκδόσεις Πατάκη 2002, Πατάκη 2005 και Ένωσης Ελλήνων Φυσικών 2009.

(Πηγή: Ψηφιακή Άμεση Δημοκρατία)

Φωτό: wikimedia