1

Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ

Για την πληροφορία στον ολοκληρωτισμό έχουμε μια πολύ παραδοσιακή εικόνα, ταιριαστή στις δικτατορίες όπως τις στρατιωτικές ή αυτές του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Σε αυτή την εικόνα η πληροφορία είναι λιγοστή και ελεγχόμενη και έτσι η ανάγκη του ανθρώπου για επέκταση της γνώσης και για επαφή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.

Σήμερα όμως υπάρχει ένας ολοκληρωτισμός άλλου είδους, που χρησιμοποιεί μεγάλο πλήθος πληροφορίας ώστε να κορεσθεί η ανάγκη του ανθρώπου για επαφή και γνώση, αλλά η πληροφορία αυτή είναι άχρηστη και παραπλανητική. Αυτό που άλλαξε είναι η ποσότητα, αλλά όχι ο έλεγχος.

Aυτό περίπου είναι εκείνο που προέβλεπε ο Άλντους Χάξλεϊ, τον οποίο «φόβιζε το γεγονός ότι δεν θα υπήρχε λόγος να απαγορευτεί ένα βιβλίο γιατί δεν θα βρισκόταν άνθρωπος πρόθυμος να διαβάσει. Ο Χάξλεϊ φοβόταν εκείνους που θα μας υπερπληροφορούσαν τόσο ώστε να καταντήσουμε πλάσματα παθητικά και εγωιστικά.  Ο Όργουελ φοβόταν ότι η αλήθεια θα φυλασσόταν μυστική. Ο Χάξλεϊ φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε έναν ωκεανό σύγχυσης….» [1]

Το αποτέλεσμα είναι λοιπόν διπλό:

  • πρώτον, επέρχεται ο εμετικός κορεσμός της ανθρώπινης ανάγκης ώστε να μην αναζητείται το αληθές και,
  • δεύτερον, το εισερχόμενο πληροφοριακό δυναμικό είναι τέτοιο που αφενός μεν να καλλιεργεί πρότυπα που είναι παθητικά και ανταγωνιστικά μέσα στην παθητικότητά τους και αφετέρου να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι το γεγονός της πληθυκότητας των πληροφοριών εγγυάται την αλήθειαΕπομένως η απόκρυψη εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά οι τρόποι της είναι περισσότεροι.

Σύγχρονοι τρόποι απόκρυψης της σημαντικής πληροφορίας 
Πώς όμως μπορεί να αποκρυβεί η σημαντική πληροφορία σήμερα; Με τους εξής τρόπους:
1.-Με την ολοκληρωτική ευθεία απόκρυψη, τη μη παρουσίασή της, αυτήν που φοβόταν ο Όργουελ. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα, αλλά όχι για όλο το πλήθος των πληροφοριών.

2.-Με την αλλοίωση των αναλογιών ποσότητας μεταξύ των διαφόρων πληροφοριών, που αναπόφευκτα δημιουργεί στον αμαθή ή αδρανή άνθρωπο την υποσυνείδητη αίσθηση της σπουδαιότητας ή μη σπουδαιότητας της κάθε πληροφορίας αναλόγως προς την ποσοτική της εμφάνιση.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το πρόσφατο ατύχημα της Φουκουσίμα: αν το ατύχημα αναφέρεται π.χ. 10 φορές στα ΜΜΕ, αλλά τα τεκταινόμενα στα κοσμικά πάρτυ, στον αθλητισμό κ.ά. 1.000 φορές, τότε αναπόφευκτα η πληροφορία για τη Φουκουσίμα καλύπτεται από τον θόρυβο της διασκέδασης, αλλά επιπλέον δημιουργείται η εντύπωση μιας συνεχιζόμενης ομαλότητας που κάνει τον άνθρωπο να εφησυχάζει και να ξεχνάει.

3.-Με την ευθεία αλλοίωση των αναλογιών ποιότητας ή σπουδαιότητας ανάμεσα στις διάφορες πληροφορίες που επηρεάζει ευθέως ή εμμέσως την ανθρώπινη συνείδηση. Αν ένα έγκλημα προβάλλεται πρώτο στις ειδήσεις, με δεύτερο ή τρίτο κ.ο.κ. το ανωτέρω ατύχημα και η εξέλιξή του, τότε αυτομάτως ιεραρχείται η σπουδαιότητα ανάμεσά τους υπέρ του εγκλήματος.

4.-Με την αλλοίωση της ίδιας την πληροφορίας, η οποία αλλοίωση γίνεται φυσικά μέσω φημών, ΜΜΕ, ασαφειών, αμφιβολιών και άλλων τρόπων και ενίοτε άμεσα. Εδώ σημαντικό λόγο έχουν οι «επιστήμονες» που μπορούν να ενσπείρουν αμφιβολίες για οποιοδήποτε θέμα βασιζόμενοι στο υποτιθέμενο κύρος τους, τη στιγμή που το κύρος δεν είναι μόνον θέμα γνώσης αλλά και πρόθεσης να υπηρετήσει κανείς την αλήθεια. Βέβαια δεν είναι μόνον οι επιστήμονες, αλλά και πλήθος άλλων αρμόδιων, όπως π.χ. βεβαίωναν ότι το Ιράκ κατείχε όπλα μαζικής καταστροφής, ενώ αυτό δεν ήταν αληθές.

Πρέπει να καταλήξουμε σε ένα δραματικό συμπέρασμα: ότι το ψεύδος αποσκοπεί στο να αποκρύψει τα γεγονότα για να αποκρύψει τελικά τα κίνητρα των ενδιαφερομένων.

Η διαφοροποίηση από το παρελθόν
Αυτοί όλοι οι τρόποι λαμβάνουν χώρα στη σημερινή εποχή, συχνά διαδοχικά για την ίδια πληροφορία ή όλοι ταυτόχρονα, αλλά ο καθένας για διαφορετικό τμήμα της πληροφορίας. Π.χ. γίνεται η αποδοχή του γεγονότος του ατυχήματος της Φουκουσίμα, αλλά αμφισβητείται η σοβαρότητά του και ό,τι είναι συναφές με αυτήν.

Η διαφοροποίηση από το παρελθόν έγκειται στις περιπτώσεις της υπ’ αρ. 2 και 3 περίπτωσης, όπου η ανταγωνιστική πληθώρα των πληροφοριών διευκολύνει την απομίμηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Φυσικά ο Όργουελ δεν είχε τελείως άδικο, γιατί άμεσες αποκρύψεις τέτοιου είδους γίνονται και σήμερα στη Δύση, αλλά ήταν αποκλειστικά προσηλωμένος στο παραδοσιακό πρότυπο του ολοκληρωτισμού, ίσως μη διαβλέποντας το εκμεταλλεύσιμο αδρανές ψυχολογικό υπόβαθρο των ανθρώπων και θεωρώντας σχετικά μονομερές το λάθος ως διαπραττόμενο κυρίως από την εξουσία. Το μοντέλο της απόκρυψης έχει πλέον εμπλουτιστεί προσαρμοζόμενο στις νέες συνθήκες, στις οποίες ο άνθρωπος είναι περισσότερο ευφυής και εκπαιδευμένος, η οικονομική πρακτική αναγκαστικά έχει συνδέσει μεταξύ τους διάφορα κέντρα κάθε είδους πληροφορίας, η τεχνολογία έχει εξελιχθεί ραγδαία διευκολύνοντας τις επικοινωνίες, πράγματα που έχουν καταστήσει την ευθεία απόκρυψη πολύ δυσκολότερη από ό,τι ήταν στο παρελθόν παράλληλα με την ανάγκη για υπόκριση δημοκρατίας. Έτσι επινοήθηκαν και άλλοι τρόποι έμμεσης απόκρυψης καθώς και έγκαιρης εκτόνωσης της ψυχικής αντίδρασης των ανθρώπων αποσυνδέοντας την πληροφορία από τον χρόνο του γεγονότος το οποίο αφορά.

Η αδράνεια της συνείδησης και ο ολοκληρωτισμός
Όλο αυτό συνιστά, αναμφισβήτητα, στοιχείο ολοκληρωτισμού. Όμως, δεν μπορεί πια να ισχυριστεί κανείς πως ο άνθρωπος είναι αθώος, γιατί η γνώση πρέπει να κινητοποιεί μέσα του τόσο την ευθύνη όσο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ακόμη και αν λαμβάνει την πληροφορία όταν πια δεν είναι επίκαιρη, όπως συνέβη με το ατύχημα της Φουκουσίμα. Στην περίτπωση αυτή, η πληροφορία ότι το ατύχημα ήταν πολύ σοβαρότερο από ό,τι αρχικά αναφερόταν δόθηκε μήνες μετά το ατύχημα, αλλά τώρα είχε πλέον η ένταση του ενδιαφέροντος της κοινωνίας εκτονωθεί. Τελικά, ο φόβος ωθεί τον άνθρωπο σε δράση, αλλά, μετά το πρώτο σοκ του φόβου, αυτό που υπερισχύει είναι η αδράνεια. Αυτή η αδράνεια χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και δεν έχει σχέση με τη σωματική αδράνεια, αλλά με την αδράνεια της συνείδησης. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και σε αυτήν στηρίζονται οι εξουσιάζοντες, οι οποίοι είναι επίσης αδρανείς συνειδησιακά, αλλά με φιλοδοξία ιδιαιτέρως κινητική  εξωστρεφώς.

Επιστήμη και ολοκληρωτική χρήση της πληροφορίας
Η σημερινή λοιπόν κακή χρήση της πληροφορίας γίνεται ευκολότερη με την αρωγή της επιστήμης, η οποία έχει καταλήξει σε γενικές γραμμές να είναι ένα νέο ιερατείο στη θέση εκείνου που εξεδίωξε τους προηγούμενους αιώνες. [2] Μόνον που τότε, για να είναι κανείς επιστήμονας, διακινδύνευε τη ζωή του, όπως ο  Γαλιλαίος και άλλοι, και δεν υπαγόταν στα συμφέροντα εκείνης της εποχής.

Ένα παράδειγμα τέτοιας ποδηγέτησης της πληροφορίας αποτελεί το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα που για καιρό επιχειρήθηκε η απόκρυψη μέρους των σχετικών πληροφοριών, η αλλοίωσή τους, ώστε το ατύχημα να μη φανεί ισοδύναμο με εκείνο του Τσερνόμπιλ. Κατόπιν, η είδηση εξαφανίστηκε και πολύ αργότερα αποκαλύφθηκε ότι σε ορισμένους αντιδραστήρες το πυρηνικό υλικό είχε λειώσει κιόλας την πρώτη βδομάδα από το τσουνάμι, με διαρροή του μάλιστα στο εξωτερικό κέλυφος των αντιδραστήρων! Αυτό ανακαλύφθηκε από τους επιστήμονες -όπως λέγεται- μήνες αργότερα, όταν -κατά σύμπτωση- επρόκειτο να αρχίσει έρευνα από ανεξάρτητη επιτροπή επιστημόνων!

Διερωτάται εύλογα κανείς:

  • Οι επιστήμονες δεν είχαν την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία για να καταλάβουν τα συμβάντα στους αντιδραστήρες ή την είχαν και εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των εταιρειών πυρηνικής τεχνολογίας και άλλων; Ποια η ευθύνη τους στη δεύτερη περίπτωση;
  • Αν δεν την είχαν, τότε είναι ελλιπείς επιστημονικά και υπάρχει πρόβλημα για το πόσο έγκυρα αυτοί αποφασίζουν αν η πυρηνική ενέργεια πρέπει να εγκατασταθεί κάπου ή οπουδήποτε και για το πώς εμείς θα είμαστε σίγουροι ότι οι κανόνες ασφαλείας που αυτοί ως επιστήμονες προτείνουν είναι επαρκείς.

Τα ΜΜΕ, η ισότητα και το Σύνταγμα 
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κάνουν κάποια διάκριση ή όχι ανάμεσα στο πραγματικά σοβαρό και το ανούσιο; Δεν μιλάμε σε καμμία περίπτωση για λογοκρισία, αλλά το αν ένα άτομο επώνυμο πήγε σε πάρτι ή θαυμάστηκε για το ωραίο σώμα του δεν μπορεί να εκτοπίζει για καιρό ειδήσεις της κλίμακας του ατυχήματος της Φουκουσίμα ή να είναι καν είδηση.

Ποια είναι τελικά η έννοια της «επικαιρότητας»; Ότι π.χ. ένα πρόβλημα είναι επίκαιρο επειδή μας επηρεάζει στο παρόν ή ότι απλά η πιο πρόσφατη «νέα» πληροφορία πρέπει να μας ενδιαφέρει περισσότερο; Η πυρηνική απειλή που συνεχίζεται δεν είναι επίκαιρο θέμα; Είναι αντίθετα επίκαιρη η εμφάνιση καλλιτεχνών, εκκεντρικών ή μη, διασήμων, πριγκήπων και άλλων, με κάθε ανόητη λεπτομέρεια της ζωής τους, η οποία λεπτομέρεια είναι τόσο σημαντική όσο και του τίποτε; Η πληροφορία δεν έχει κάποια εξέλιξη στο χρόνο ή είναι μόνον στην έναρξη του γεγονότος σοβαρή; Δηλαδή, το ατύχημα της Φουκουσίμα έγινε τον Μάρτιο του 2011, όμως η απειλή εξελίχθηκε και εξελίσσεται για μήνες μέχρι σήμερα. Πρόκειται για την ίδια πληροφορία ή για διαφοροποίηση πληροφοριών που πηγάζουν από το ίδιο αρχικό γεγονός που όμως εξελίσσεται και δημιουργεί νέα γεγονότα;

Αλλά τα ελληνικά ΜΜΕ (με το κράτος συμπράττον) ξεχνούν πως οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό, προστατευόμενο από το Σύνταγμα, άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, όπου αναφέρονται τα εξής:

«2.-Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας».

Επομένως εύλογα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς προστατεύτηκε στο παράδειγμά μας η αξία του ανθρώπου με την απόκρυψη του μεγέθους του ατυχήματος της Φουκουσίμα, τη στιγμή που κινδυνεύει σοβαρότατα η υγεία του, η ανεξαρτησία του και τα πάντα. Η διασάλευση της κοινωνικής ειρήνης που μπορεί να φοβούνται είναι δικαιολογία χωρίς έρεισμα, γιατί η ειρήνη δεν μπορεί να στηριχτεί στην άγνοια και στον θάνατο. Τι μπορεί να κάνει ο απλός πολίτης; Όχι βέβαια να αντιμετωπίσει καθ’ ολοκληρίαν τη ραδιενέργεια που ήδη εκλύθηκε –πράγμα αδύνατο. Αλλά μπορεί, πολύ απλά, να ζητήσει επίμονα την απαγόρευση -υπό προϋποθέσεις τουλάχιστον- της εγκατάστασης πυρηνικών εργοστασίων.

Το ζήτημα που ανακύπτει εδώ είναι ποια είναι η έννοια της ισότητας στην περίπτωση των ΜΜΕ. Πρέπει λογικά να εικάσουμε ότι:

  •  πρώτον, αναφέρεται όχι μόνον σε πρόσωπα που θέλουν να παρουσιάσουν τις απόψεις τους (πράγμα που δεν είναι σαφές αν τηρείται), και,    
  •  δεύτερον, σε τομείς της ζωής, σε πηγές πληροφορίας, σε πληθυσμιακά στρώματα και άλλες κατηγορίες ειδήσεων. Το δεύτερο αυτό ζήτημα που ανακύπτει σε σχέση με την ισότητα είναι αν η ισότητα είναι επίπεδη, ποσοτική, εξομοιώνοντας όλες τις πληροφορίες ή αν σχετίζεται η προβολή ανάλογα με τη σοβαρότητα μιας είδησης. Αυτή η αρχή τηρείται μερικές φορές όχι όμως ως αρχή αλλά ως οικονομικά συμφέρουσα επειδή ως θέαμα ελκύει το ενδιαφέρον του κοινού, πράγμα που σημαίνει ότι όταν η είδηση θίγει την ισχύ τότε περιορίζεται. Υπάρχουν θέματα τεράστιας σημασίας που δεν αναφέρονται ή αναφέρονται φευγαλέα. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα.

Ο κρατισμός, ο νεοφιλελευθερισμός και η ελευθερία διακίνησης ιδεών και πληροφοριών  
Αλλά πώς να θυμούνται τα ΜΜΕ το δημόσιο αγαθό, όταν το ίδιο το Κράτος το ξεχνάει; Οι συχνότητες δίνονται πρωτίστως για να πληροφορείται η κοινωνία τις εξελίξεις οποιουδήποτε τομέα της εποχής της και όχι για να πλουτίζουν οι κάτοχοί τους και να κατευθύνουν την κοινωνία ούτε για να εξυπηρετείται η εκάστοτε κυβέρνηση ή το «κράτος» όταν ταυτίζεται με κάποια ελίτ.

Τελικά στο ζήτημα της ελευθερίας (που σαφέστατα περιλαμβάνει κεντρικά την ελευθερία της πληροφορίας) απέτυχαν θεμελιωδώς τόσο το μοντέλο του κρατισμού όσο και το μοντέλο της «ελεύθερης» οικονομίας. Και αυτό γιατί αμφότερα εξήγησαν απολύτως λανθασμένα την έννοια της ελευθερίας. Και τα δύο είδαν την ελευθερία ως δυναμικό προς εξαφάνιση και ο μεν κρατισμός την περιόρισε ευθέως, παρά την πρόνοια, ο δε νεοφιλελευθερισμός τη θεώρησε ως πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε ισχυρούς και ανίσχυρους όπου η μάχη είχε κριθεί από την αρχή υπέρ των ισχυρών.

Το ενσυνείδητο της στρέβλωσης της έννοιας της ελευθερίας από τον νεοφιλελευθερισμό ουδόλως σημαίνει ότι οι υπέρμαχοί του και οι σημαντικοί φορείς του είναι σε θέση να κατανοήσουν την έννοια της, γιατί η ίδια η επιλογή τους δείχνει αυτή την έλλειψη. Ο στρεβλωτής δεν κατανοεί αυτό που στρεβλώνεται και, επομένως, η στρέβλωση δεν του δίνει κάποια υπεροχή, παρά μόνον την επιδιωκόμενη ποσότητα δύναμης. Αυτό το αναφέρουμε, γιατί στο ανθρώπινο υποσυνείδητο υπάρχει ένα δέος απέναντι στη δύναμη, το οποίο λανθασμένα μεταφράζεται ως γνώση και ικανότητα. Ο Νίτσε δεν έλεγε τυχαία ότι αυτό για το οποίο πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς είναι η ποσότητα δύναμης και όχι η συνείδηση. Αλλά τόσοι και τόσοι στοχαστές και μη τυφλώθηκαν απέναντί του. Το ενσυνείδητο τελικά αφορά τη στρέβλωση της εικόνας των κινήτρων τους και της ελευθερίας όπως γίνεται αντιληπτή στην καθημερινότητα του ανθρώπου, η οποία, θα πρέπει να πούμε, είναι πολύ φτωχή και με αντίθετη προς την αληθινή ελευθερία κατεύθυνση. Απέκρυψαν επίσης τη δύναμή τους και τις προθέσεις τους.

Όμως η κοινωνία δεν μπορεί να αναιρέσει τα προβλήματα κινούμενη σε ίδια κατεύθυνση με τη δική τους, δηλαδή ανταγωνιστικά. Γιατί και αν ακόμη «κερδίσει», τελικά θα χάσει, μια και θα εξακολουθήσουν ή θα δημιουργηθούν νέα πεδία ανταγωνισμού και πάντα η κοινωνία θα είναι χαμένη. Η κοινωνία μόνον με ολική αλλαγή κατεύθυνσης της επιθυμίας και της αντίληψης μπορεί πραγματικά να νικήσει και μάλιστα χωρίς ηττημένους. Η απουσία ανταγωνισμού δεν πρέπει να σημαίνει παθητική αποδοχή όλων των επιθυμιών του άλλου, πράγμα που θα ήταν ασυγχώρητη αφέλεια. Όμως η πρόθεση, η βασική κατεύθυνση, δεν μπορεί παρά να χρωματίσει όλη τη διαχείριση της κατάστασης καθώς και την κατεύθυνση των προτεινόμενων λύσεων.

Οι κυβερνήσεις από το άλλο μέρος, για να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη άσκηση εκ μέρους τους της εξουσίας, θέτουν εμπόδια στην ορθή ροή της πληροφορίας. Το ίδιο κάνουν όλοι οι φορείς που προσπαθούν να ελέγξουν έναν τομέα ή ένα εκλογικό σώμα. Και φυσικά οι δικαιολογίες είναι άφθονες και όλες συνοψίζονται σε αυτόν τον αόριστο και γενικόλογο όρο, το «δημόσιο συμφέρον», τον οποίο ακόμη και τα δικαστήρια δεν μπαίνουν στον κόπο να αναλύσουν και να επιβεβαιώσουν ότι συντρέχει σε κάθε εκδικαζόμενη υπόθεση. Οι κυβερνήσεις έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν την κοινωνία και να ενδιαφέρονται για την προώθηση λύσεων των ζητημάτων, καθώς επίσης έχουν υποχρέωση όχι μόνον απέναντι στη χώρα τους αλλά και απέναντι στην παγκόσμια κοινωνία, όταν τα γεγονότα της χώρας τους επηρεάζουν και άλλους. Η ανεπάρκεια των κυβερνήσεων είναι εξαιρετικά έντονη σε όλα τα σοβαρά θέματα. Προσπαθούν να ασκήσουν την εξουσία τους χωρίς κλυδωνισμούς, χωρίς δύσκολα διλήμματα από την πίεση των λαών, και γι’ αυτό το σκοπό είναι αναγκαία η απόκρυψη της πληροφορίας.

Τελικά η εξουσία ισχυρίζεται πως όλα πρέπει να είναι μυστικά, για να μη διαμαρτύρονται έντονα οι άνθρωποι! Είναι αυτό η πολιτική και η πολιτική ευθύνη; Είναι αυτό η ορθή ενημέρωση; Είναι αυτό η αληθινή επιστήμη που εξεδίωξε τη θρησκευτική αυθεντία;

Έτσι τελικά απέτυχε και ο κρατισμός και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός με την έλλειψη ελευθερίας, αλλά και η ιδιωτική πρωτοβουλία όλων των τομέων με την υποτιθέμενη ελευθερία της, γιατί όλοι ξέχασαν τον ανθρωπολογικό παράγοντα που βυσσοδομούσε πίσω από τα φαινόμενα και που καθιστούσε αυτή την «ελευθερία» εξουσία των λίγων ισχυρών -αναιρώντας στο τέλος και πάλι την έστω στοιχειώδη ελευθερία. Ίσως και να ήθελαν να τον ξεχάσουν, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ανεύθυνα και ιδιοτελώς. Όταν αναφερόμαστε στους «ισχυρούς», εννοούμε όλους όσους ήταν, είναι ή θα είναι στο μέλλον τέτοιοι, καθώς και στην τάση του κάθε ανθρώπου για υπεροχή, γιατί μπορεί σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο μπορεί να μην είναι ισχυρός κοινωνικά, ωστόσο επιθυμεί και θαυμάζει την ισχύ και έτσι γίνεται υπόβαθρο της εξουσίας.

Θεσμική και εξωθεσμική εξουσία και ολοκληρωτισμός
Τελικά, όπως φαίνεται από  την πράξη τους, μάλλον καμμία από τις θεσμικές ή εξωθεσμικές εξουσίες του σήμερα δεν πρόκειται να βοηθήσει τους ανθρώπους να βγουν από την κρίση αυτή που είναι παγκόσμια και δεν είναι μόνον οικονομική. Οι φορείς αυτών των εξουσιών είναι χαμένοι μέσα στην προσπάθεια ή στην ηδονή του ελέγχου των περιστάσεων και των συνειδήσεων, αλλά ξεχνάνε ότι είναι και αυτοί άνθρωποι και ότι η αξία τους δεν έγκειται στην ποσότητα δύναμης που χειρίζονται αλλά στο πώς τη χειρίζονται. Κάθε συσσώρευση μέσων, π.χ. χρήματος, επιστημονικής γνώσης, πληροφορίας κ.ά., προσδίδει δύναμη και όπως αναφέραμε σύμφωνα με τον Νίτσε αυτό που έχει σημασία είναι η ποσότητα δύναμης και όχι η ποιότητά της. Αλλά είναι τελικά μια τέτοια δύναμη αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη ο κόσμος για να επιβιώσει, να εξελιχθεί και μάλιστα όντας ευτυχής; Ή μήπως έχουμε ανόητα και αυτοκαταστροφικά αποφασίσει να οδηγήσουμε τη ζωή σε μια απλότητα, αλλά πρωτόγονη, γιατί αυτό μόνον μπορεί να απομείνει μετά το τέλος της κρίσης που συνολικά έχει όλες τις προοπτικές για να είναι χειρότερη από εκείνην που έφερε ο ναζισμός;

Για την κοινωνία των πολιτών και την πληροφορία
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη ροή της πληροφορίας, γιατί αυτή είναι ένα δυναμικό εξέλιξης που χαρακτηρίζει τη δημοκρατία και συμβάλλει στο να γίνει εφικτή η σύνθεση της κοινωνίας των πολιτών. Η κοινωνία των πολιτών πρέπει να απαλλαγεί τόσο από το βάρος της συλλογικής μειονεξίας, που οδηγεί σε παθητικότητα ή επιθετικότητα, όσο και από το βάρος της έπαρσης, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα δεινά, από εθνικισμούς μέχρι υπερβολής αρνητικότητας, ανόητους ριζοσπαστισμούς, άκαιρα ιδανικά, ανεφάρμοστες προτάσεις σε τόπο και χρόνο, υπερβολική κριτική και έλλειψη κατανόησης σε βάθος. Αυτά τα δύο συνήθως συνυπάρχουν και γίνονται δύσκολα διακριτά μεταξύ τους, αλλά σε τελευταία ανάλυση αποτελούν μία τροχοπέδη στις θετικές κοινωνικές εξελίξεις. Οι Γερμανοί εξέλεξαν τους ναζί και προχώρησαν σε αποδοχή και εφαρμογή του «ιδανικού» της ανωτερότητάς τους, αφού προηγουμένως αισθάνθηκαν μειωμένοι από τις επαχθείς συνθήκες ειρήνης που ακολούθησαν την ήττα τους στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο και αφού εξαθλιώθηκαν οικονομικά. Ο Φίχτε ανέπτυξε την άποψη για τη γερμανική ανωτερότητα, όταν θεώρησε ότι ο γερμανικός λαός ήταν υπερβολικά διασπασμένος και εξουθενωμένος -και όντως ήταν. Και έτσι η αίσθηση μειονεξίας μετατράπηκε σε αίσθηση «ανωτερότητας», μάλιστα με τόσο επιτυχή εφαρμογή τα πρώτα χρόνια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου που έφεραν σε τρομερά δύσκολη θέση και στο χείλος της ολοκληρωτικής καταστροφής ολόκληρη την Ευρώπη!  Ένα δε από τα πρώτα πράγμα%