ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ “ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΥΣ” ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Syntagma Square indignados - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

Syntagma Square indignados - Σόλων ΜΚΟΗ εποχή είναι πολύ δύσκολη, όχι επειδή απλώς υπάρχει οικονομική κρίση, αλλά επειδή η κρίση είναι πολλαπλή και συνδέεται με πολιτική κρίση καθώς και με μείζονα οικολογική κρίση. Ταυτόχρονα είναι και εποχή αποκάλυψης τόσο της εξουσίας παντός είδους όσο και της ανεπάρκειας των λαών. Το κυριότερο πρόβλημα των ανθρώπων ήταν ανέκαθεν η αδράνεια της συνείδησης που τους έκανε να αγανακτούν μόνον όταν δεν μπορούσαν να επιβιώσουν, χωρίς όμως να έχουν ταυτόχρονα την ικανότητα ορθού χειρισμού της κατάστασης. Ειδικά  ο δυτικός κόσμος της εποχής μας χαρακτηριζόταν από έναν εφησυχασμό βασισμένο στην υλική ευημερία (παρά την ύπαρξη και φτωχών). 

Ο κόσμος τελικά απειλείται από μία αυτοκαταστροφή και είναι πολυτέλεια να κρίνει κανείς εκ του ασφαλούς ή να επικρίνει τις «ατέλειες» των κοινωνικών εξελίξεων, που μπορούν σε τελευταία ανάλυση να αποδειχθούν μη-ατέλειες.

Αρκετοί επικρίνουν τους «αγανακτισμένους» πολίτες που συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα, κυρίως για το ότι δεν έχουν ιδεολογία, δεν έχουν συγκεκριμένα αιτήματα και για το ότι διαπνέονται ο καθένας από διαφορετικά κίνητρα και πρότυπα. Ακόμη και ως πιθανόν απολίτικους και εν δυνάμει φασίζοντες. Ας δούμε όμως αρχικά τα τρία πρώτα από αυτά τα χαρακτηριστικά και από άλλες πλευρές, ώστε να γίνει πιο διαυγής η κατάσταση:

Α.-Για την ασκούμενη κριτική
1) Η απαίτηση για ιδεολογία είναι επιπόλαιη, γιατί οι γνωστές ιδεολογίες έχουν εξαντληθεί τόσο από τα λάθη των εκπροσώπων τους όσο και από τις εγγενείς τους αδυναμίες. Τα ίδια τα κόμματα δεν έχουν καταφέρει για τους ίδιους λόγους ούτε να τις επαναφέρουν ανανεωμένες και βελτιωμένες ούτε να τις προβάλουν πάνω σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, μια και αυτή έχει τελείως χαθεί, γιατί φάνηκε καθαρά πως η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να βασίζεται στα λόγια αλλά στα κίνητρα και τις πράξεις. Ο ανθρωπολογικός παράγοντας που αναδύεται εμφανώς ως αίτιο της αποτυχίας δεν βρισκόταν μέσα στα πλαίσια καμμιάς ιδεολογίας και γι’ αυτό είναι δύσκολα κατανοητός, πέραν του ότι ούτως ή άλλως δεν χειραγωγείται με οργανωτικότητα. Η οργανωτικότητα ως μέτρο θεραπείας και όχι ως δευτερεύον μέτρο  το μόνον που μπορεί να κάνει είναι να τον καταστήσει ακόμη πιο επιβλαβή για την κοινωνία και παράγοντα δυσαρμονίας.

Επίσης η σημερινή εποχή απαιτεί μια τέτοια νέα αντίληψη, χωρίς να απορρίψει πλήρως τα παλιά στοιχεία, η οποία να είναι ικανή να αντιμετωπίσει τα σύγχρονα πολύπλοκα προβλήματα ικανοποιητικά. Αυτά τα προβλήματα δεν είναι μόνον τα υλικά, αλλά το ίδιο το πρότυπο ζωής γιατί ο σημερινός άνθρωπος είναι συνθετότερος από πριν, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η νέα αντίληψη πρέπει να διαπεράσει ανανεωτικά και τον ψυχολογικό τομέα (που περιλαμβάνει και το συναίσθημα και τον νου). Οι εποχές έχουν αλλάξει όχι σαν ημερολογιακή διαδοχή του χρόνου, αλλά σαν αλλαγή των ίδιων των ανθρώπων, γι’ αυτό είναι μια μεγάλη ειρωνεία να απαιτεί κανείς έτοιμη νέα ιδεολογία, ενώ οι άνθρωποι μόλις τώρα ξυπνούν από το λήθαργό τους. Οι ιδεολογίες ως ιδανικά και ως ιδέες σχηματίζονται όχι από τα κόμματα, αλλά από στοχαστές που προηγούνται, και μετά έρχονται τα κόμματα ή άλλοι που διαθέτουν εκτελεστική εξουσία και τις διαμορφώνουν προσαρμοστικά, ορθά ή λανθασμένα, ώστε να ταιριάζουν στον δικό τους χωρόχρονο και στις βλέψεις τους.

Αυτό λείπει ακόμη από την εποχή μας και τα κόμματα φοβούνται ότι με το νέο, που επίκειται εκ των πραγμάτων, δεν θα αποτελούν πια μια πρωτοπορία και έτσι θα χάσουν το κύρος τους και τη φαντασίωση για τη μοναδικότητα που ούτως ή άλλως δεν είχαν. Δηλαδή φοβούνται την απώλεια της εξουσίας.

Το να απαιτεί λοιπόν κανείς σήμερα ιδεολογία από τους «αγανακτισμένους» πολίτες σημαίνει απλώς ότι περιμένει πως αυτοί θα έπαιρναν μια έτοιμη ιδεολογία από τα υπάρχοντα κόμματα και οργανώσεις και ότι φυσικά αυτή η ιδεολογία θα ήταν τόσο παλιά όσο και τα ίδια τα κόμματα. Τη στιγμή μάλιστα που τα ίδια τα κόμματα ψάχνουν ανεπιτυχώς να προσδιορίσουν τη νέα τους ταυτότητα -εννοείται για λόγους ιδιοτελούς προσαρμογής στην κοινωνία και εξουσίας- δεν μπορούν να απαιτούν αυτά είτε οποιοσδήποτε άλλος μια έτοιμη ιδεολογία από απλούς πολίτες που διαμαρτύρονται για το σύνολο των προβλημάτων. Όλο τελικά το φάσμα των οργανωτικών δομών που προσπαθούν να ασκήσουν εξουσία στην κοινωνία περνάει από κρίση.

Τα κόμματα αλλά και οργανώσεις εκτός βουλής πάντοτε έπαιζαν με τη λέξη «ιδεολογία» που τους πρόσδιδε κύρος και αξιοπιστία, αλλά σήμερα στην πρακτική έχουν πλησιάσει τόσο πολύ οι περισσότερες κομματικές ιδεολογίες μεταξύ τους ή έχουν τόση ασάφεια στις επιδιώξεις και στα επικαλούμενα μέσα και έχουν αποκαλυφθεί τόσο ανεπαρκείς οι κομματικές και οργανωτικές δομές, που ο όρος δεν λέει πια κάτι στο πλήθος, που βλέπει πόσο μάταιοι αποδείχθηκαν οι θεσμοί και οι ιδεολογίες για την προστασία του κοινού καλού και του ατόμου.

Επομένως η ανυπαρξία ιδεολογίας είναι θετική στο παρόν και δείχνει έλλειψη κομματισμού, καταγραφή στοιχειώδους ενότητας και ομολογία ασάφειας στην αντίληψη του δέοντος αλλά και του υπάρχοντος, πράγμα που είναι λογικό γιατί  ο σημερινός κόσμος είναι πολύ συνθετότερος από ό,τι στο παρελθόν και η κρίση εμφανώς πια ανθρωπολογική και άρα μη υποκείμενη σε χειρισμούς μέσω οργάνωσης. Αυτή την ομολογία της ασάφειας τα κόμματα και οι πολιτικοί σε καμμία περίπτωση δεν καταδέχθηκαν να την κάνουν στην ιστορία τους, θεωρώντας και παρουσιάζοντας εαυτούς ως ειδήμονες και έγκυρους παρά τις εμφανείς αποδείξεις περί του αντιθέτου.

Μια τέτοια κατάσταση, μη οριοθετημένη εξαρχής, είναι ανοικτή για το πραγματικά νέο, πράγμα ενθαρρυντικό για το μέλλον, που είναι και το μόνο που θα κρίνει τα πράγματα. Παρά το ότι πιθανολογούμε πως η ανθρωπολογική κρίση παγκόσμια είναι τέτοιας έκτασης και βάθους που ο άνθρωπος δεν θα καταφέρει να απαντήσει με επιτυχία στις παρούσες και μελλοντικές προκλήσεις, ωστόσο πιστεύουμε πως δεν μπορεί κανείς με ασφάλεια να προδικάσει το μέλλον και πως το απροσδόκητο είναι ακέραιο μέρος της ζωής και μας τοποθετεί αναγκαστικά σε μια θέση ταπεινότητας.

2) Η απαίτηση για κατάλογο αιτημάτων είναι μια άλλη επιφανειακότητα, συναφής με την προηγούμενη, που αξίζει να απαντηθεί. Αλήθεια τι θα μπορούσε να περιέχει σήμερα ένας τέτοιος κατάλογος εκτός από οικονομικά αιτήματα; Αυτό θα ήταν μια αποτυχία, τουλάχιστον για μια χώρα που μαστίζεται από τέτοια διαφθορά και αδιαφορία για το κοινό συμφέρον, εκ μέρους των κυβερνητικών, κομματικών και γραφειοκρατικών παραγόντων, αλλά και εκ μέρους των πολιτών που στήριξαν τόσο πολύ το σύστημα του λεγόμενου ρουσφετιού που τους προσκόλλησε σε κόμματα και πρόσωπα.

Το να αισθάνεται κανείς με απόγνωση απλώς το αδιέξοδο είναι σίγουρα πιο παραγωγικό για την ανάγκη αυτής της εποχής και η ομολογημένη αντίληψη της δυσκολίας, αν διατηρηθεί ορθά, θα οδηγήσει σε μια άλλη σύνθεση και αντίληψη για τις έννοιες του λαού, της κοινωνίας, της δικαιοσύνης, του εργατικού κινήματος, της πρόνοιας, της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ασφάλειας. Αυτές οι έννοιες -καθώς και άλλες- έχουν βυθιστεί σε μια ομίχλη, όχι μόνον γιατί ενίοτε οι πολιτικοί το επεδίωξαν σκόπιμα, αλλά συχνότερα επειδή οι ίδιοι οι πολιτικοί είτε δεν τις καταλάβαιναν παρά σαν λέξεις που οδηγούσαν στην εξουσία -αλλά δεν το ομολογούσαν- είτε αφελώς και ιδιοτελώς νόμιζαν ότι τις καταλάβαιναν και δεν είχαν αντιληφθεί πόσο δύσκολη και απροσέγγιστη γι’ αυτούς ήταν μια τέτοια κατανόηση.

Επομένως προς το παρόν η έλλειψη συγκεκριμένων αιτημάτων δεν μπορεί να αποτελεί πρόβλημα, αλλά αντίθετα αποτελεί γόνιμο έδαφος για γνωριμία, ανταλλαγή απόψεων, ενημέρωση για προβλήματα, συναισθηματική αλληλεγγύη και νοητική αποσαφήνιση της κατάστασης και των οραμάτων για το μέλλον. Πιθανόν αυτή η έλλειψη να δείχνει και το σοκ που έχουν υποστεί οι άνθρωποι από αυτή την βαθιά και πολύπλευρη κρίση, όπου ο εχθρός δεν είναι απόλυτα συγκεκριμενοποιημένος και συμβολοποιημένος, όπως ήταν στο παρελθόν, αλλά διάχυτος στην κοινωνία σε όλα τα στρώματά της, παρότι ορισμένα πρόσωπα των ελίτ και ορισμένες ομάδες τους σε πολιτικό, κομματικό, οικονομικό και οποιοδήποτε άλλο επίπεδο μπορεί να προσωποποιούν περισσότερο τον εχθρό.

Ένα τέτοιο σοκ είναι αναμενόμενο για δύο λόγους κυρίως: 
(α) Επειδή η διαφθορά αποκαλύφθηκε πολύ εκτεταμένη και όχι μόνον σε ένα υψηλότατο ολιγάριθμο επίπεδο, αν και οι ευθύνες είναι άνισες, ανάλογες δηλαδή με το ποσό δύναμης που χειρίζεται κανείς και, 
(β) Επειδή δεν μπορεί πια ο άνθρωπος να αναμένει μόνον από οργανωμένους θεσμούς να τον διασφαλίσουν από το άδικο χωρίς  δική του συμμετοχή και ενδιαφέρον, μια και αποδείχθηκε πως οι θεσμοί δεν μπορούν να λειτουργήσουν ορθά χωρίς την υποστήριξη των ανθρώπων, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται πια μπροστά στις ευθύνες του και γίνεται ώριμος.

Αντίστροφα η συμπεριφορά των πολιτικών -θα λέγαμε παγκόσμια- είναι αντιθέτως ακόμη πιο ανώριμη, επειδή δεν δείχνουν πραγματική αντίληψη και κατανόηση της κρίσης της εποχής μας και την αντιμετωπίζουν ως αντικείμενο χειραγώγησης, δεν έχουν όραμα, εξαντλούνται στην προσπάθεια για διαχείριση μόνον της κατάστασης (όπως έκαναν εξάλλου και πριν από την κρίση) και προστατεύουν το ατομικό και το κομματικό συμφέρον.

Θα πρέπει, λοιπόν, να πούμε ότι η προβολή υλικών αιτημάτων είναι εύκολη και ο καθένας μπορεί να το κάνει, αλλά η προβολή αιτημάτων που να ξεφεύγουν του υλικού μέρους αλλά ωστόσο να στηρίζουν έναν δικαιότερο κόσμο είναι εξόχως δύσκολη και απαιτεί όχι μόνον σκέψη σε βάθος, αλλά και τόσο θέληση για το καλό όλων των συνανθρώπων (όχι απλώς συναισθηματικά) όσο και διεργασίες αλλαγής κατεύθυνσης που δεν μπορεί παρά να είναι μακρόχρονες, γιατί για τέτοιες αλλαγές δεν αρκεί μια πληροφορία ή μια θεωρία, αλλά και μια ψυχολογική διεργασία βάθους.

Η πολυπλοκότητα δεν απασχολεί τους ιδιοτελείς ανθρώπους, γιατί αυτοί είναι προσηλωμένοι μονοδιάστατα και απλοϊκά στο ατομικό ή ομαδικό συμφέρον και δεν μπορούν να αντιληφθούν τίποτε άλλο πέραν αυτού. Γι’ αυτούς τα αιτήματα είναι απλά και πάντοτε ξεκάθαρα, όπως είναι και για τους εθνικιστές το «εθνικό συμφέρον» άσχετα από το δίκαιο ή άδικο περιεχόμενό του. Η ατομική και ομαδική ιδιοτέλεια δεν διαφέρουν. Ωστόσο για εκείνους που η ιδιοτέλειά τους εκτείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο τα πράγματα απαιτούν μεγαλύτερο εύρος αντίληψης και σχεδιασμού, μόνον που δεν μπορούν να κατανοήσουν τις ανθρώπινες δυνατότητες επειδή υποτιμούν τη ζωή.

3) Η απαίτηση για ομοιογένεια σκοπού και προτύπου των «αγανακτισμένων» πολιτών. Μα αυτό ουδέποτε υπήρξε, ούτε στις παρούσες εξαντλημένες ιδεολογίες ούτε στα κόμματα ούτε στον ίδιο τον άνθρωπο, μέσα του, που βρίσκεται συχνά σε σύγκρουση για το ποιο είναι το σωστό ή για το αν πρέπει να επιλέξει το σωστό ή το συμφέρον του! Το ζήτημα είναι να μην έχουμε άκριτα μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, γιατί αυτό δείχνει ότι στην πραγματικότητα δεν θέλουμε να γίνει κάτι αν και το υποστηρίζουμε στα λόγια.  Αυτό που πραγματικά μετράει είναι η ομοιότητα κατεύθυνσης, δηλαδή αν αυτοί που συγκλίνουν σκοπεύουν στο κοινό καλό, γιατί μόνον σε αυτή την περίπτωση θα υπάρχει ομοιογένεια σκοπού (αν και όχι κατ’ ανάγκην συγκεκριμένων τρόπων). Αν όμως συμφωνούν σε κατεύθυνση ιδιοτελή, τότε δεν θα υπάρχει ούτως ή άλλως ομοιογένεια, γιατί τα συμφέροντα είναι εκ φύσεως πάντοτε ανταγωνιστικά άμεσα ή σε μήκος χρόνου.

Ωστόσο, άσχετα από την παρούσα περίσταση, το κοινωνικό γίγνεσθαι δεν είναι μια διαδικασία στιγμιαία, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που λείπει σήμερα ενδεχομένως θα υπάρχει στο μέλλον, δημιουργούμενο σταδιακά μέσα από διαδικασίες κρίσης και οδύνης και επακόλουθης απόρριψης του μη αναγκαίου.

Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι ανορθόδοξο να απαιτεί κανείς από τους άλλους ορθότητα συνείδησης για την οποία ο ίδιος δεν έχει προσπαθήσει, τόσο για τον εαυτό του όσο και ως προσφορά του προς την κοινωνία. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η διαπίστωση ότι η κοινωνία πάσχει από υπερβολική ιδιοτέλεια δεν δικαιολογεί την ιδιοτέλεια κανενός ατόμου, παρά μόνον επιτρέπει ό,τι αποτελεί απλώς άμυνα και μάλιστα στενά ερμηνευόμενη.  Οι σημαντικές κοινωνικές θέσεις, η προβολή και ο πλουτισμός ξεφεύγουν πολύ από τα πλαίσια της έννοιας της ατομικής άμυνας απέναντι στη συσσωρευμένη κοινωνική ιδιοτέλεια. Αλλά εκτός τούτου οι σημαντικές θέσεις πρέπει να εξυπηρετούν όχι μόνον το άτομο, αλλά και την κοινωνία θεμελιωδώς. Σε αντίθεση προς αυτό βλέπουμε τα κόμματα, κατηγορούμενα για κακοδιαχείριση, να στρέφονται αμέσως ενάντια στα άλλα κόμματα για αντιπερισπασμό, σαν να συζητούν για μία χώρα που τους ανήκει ως ιδιοκτησία  και όχι για μία χώρα που ώφειλαν να υπηρετούν.  Ο καθένας λοιπόν οφείλει να αντιμετωπίζει πρωτίστως τον εαυτό του και μετά τους άλλους. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα και σίγουρα, αν ήταν εύκολο, τότε όλοι θα είμασταν τέλειοι (αλλά δεν είμαστε) και η κοινωνία θα ήταν υγιής (αλλά δεν είναι).

4) Η απαίτηση για πολιτικοποίηση, ηπιότητα και ευπρέπεια αναλύεται παρεμπιπτόντως στα θετικά της κίνησης των «αγανακτισμένων».


Β.-Για τα θετικά της κίνησης των «αγανακτισμένων»

1) Η διαμαρτυρία είναι ειρηνική, πράγμα που δείχνει μια μη επιθετική απαιτητικότητα –παρ’ όλο που δεν ξέρουμε την μελλοντική εξέλιξή της.
Η ειρηνικότητα δείχνει μια προς το παρόν περίσκεψη, τουλάχιστον για αυτούς που σήμερα ανήκουν σε αυτό το διαμαρτυρόμενο πλήθος, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν να ισχύσει για το σύνολο των διαμαρτυρόμενων στο μέλλον. Εξάλλου ακόμη και σήμερα υπάρχουν εκείνοι που είναι επιθετικοί. Η απόγνωση και ο φόβος, αλλά και ο φθόνος, ο ανταγωνισμός, η έλλειψη κατάλληλης παιδείας και η αυταπαξίωση που μετατρέπεται σε επιθετικότητα δεν είναι ποτέ καλοί σύμβουλοι. Μερικοί εκφράζουν έναν επιφανειακά παρόμοιο αποτροπιασμό για τις ασχημονίες και βαρβαρότητες του πλήθους, αλλά καθόλου αποτροπιασμό για την ηγετική βαρβαρότητα που οδήγησε την ανθρωπότητα σε αυτή την πολύπλευρη κρίση και δεν έκανε τίποτε για να τη θεραπεύσει. Αυτές οι κριτικές υπαγορεύονται από μη υγιή κίνητρα και είναι λανθασμένες, επειδή δεν βλέπουν το σύνολο της εικόνας ούτε ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Θα πρέπει επίσης να πούμε πως οι ελίτ όλων των ειδών, τομέων και επιπέδων προσπάθησαν να κρατήσουν το πλήθος μακριά από την αυτογνωσία -την οποία εξάλλου ούτε οι ίδιες σε γενικές γραμμές διαθέτουν- αλλά τώρα είναι πιθανόν να δοκιμάσουν σε βάρος τους αυτή την έλλειψη που με τόσο επιπόλαιο ζήλο εξέθρεψαν.

2) Η διαμαρτυρία είναι ακομμάτιστη, πράγμα που μπορεί να απαξιώνει τα υπαρκτά κόμματα και τους υπαρκτούς πολιτικούς, όμως δεν απαξιώνει την πολιτική ως αξία και την ορθή διακυβέρνηση, -εκτός αν εκφραστεί κάτι τέτοιο, πράγμα που δεν αποκλείεται. Το ακομμάτιστο δεν είναι οπωσδήποτε απολίτικο, μπορεί να εκφράζει μια τάση για σύνθεση των υπαρχόντων θετικών των διαφόρων πολιτικών σχηματισμών και τάση για κοινωνικότητα πέρα από τα τείχη των ιδεολογιών ή μια απογοήτευση για τη διαφθορά, τη φιλοδοξία, την ανικανότητα και την ατιμωρησία του πολιτικού κόσμου. Αυτά είναι οπωσδήποτε θετικά.

Πέραν αυτού, ένας κόσμος χαμένος μέσα στην μονοδιάστατη επιδίωξη της υλικής ευημερίας, και καθοδηγούμενος προς αυτό, όταν βρίσκεται ξαφνικά σε μεγάλη ανάγκη, δεν είναι δυνατόν να πολιτικοποιηθεί άμεσα. Αλλά και η πολιτικοποίηση τι σημαίνει; Δεν μπορούμε να αναμένουμε να έχει τις ίδιες μορφές με αυτές του παρελθόντος. Μήπως και ο πολιτικός κόσμος (γενικά μιλώντας) είναι πολιτικοποιημένος, τη στιγμή που δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τη θεμελιώδη διάκριση των εξουσιών, τον σκοπό της διακυβέρνησης και τόσα άλλα; Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπήρξε αληθινή πολιτική, αλλά κομματικά  και ατομικά συμφέροντα και φιλοδοξία. Πολιτική με την αρνητική έννοια υπήρξε, αλλά όταν κρίνουμε τους κυβερνωμένους με ορισμένα κριτήρια, πρέπει να κρίνουμε με αντίστοιχα κριτήρια και τους κυβερνώντες. Αυτό που κάνει απολίτικους τους πολλούς, κάνει απολίτικους και τους λίγους. Φυσικά πάντοτε υπήρξαν οι εξαιρέσεις και στην «εξουσία» και στους υπόλοιπους, αλλά εννοούμε ότι η υπερισχύουσα δυναμική ήταν αρνητική.

Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μία παρένθεση και να πούμε ότι και οι κυβερνώμενοι δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάνε ότι και οι εξουσιάζοντες είναι άνθρωποι με ψυχισμό όμοιο με τον δικό τους, αλλά απλώς με περισσότερη δύναμη.Είναι θεμελιώδες λάθος να θεωρούνται ως κάτι ξένο προς την κοινωνία και ακόμη χειρότερο να μην αναγνωρίζεται ότι μπόρεσαν να εξουσιάσουν, γιατί βασικά όλοι οι άνθρωποι το επέτρεψαν με την εμμονή τους στις ψυχολογικές στρεβλώσεις τους, όπως  π.χ. στον ανταγωνισμό που σκοπεύει πάντοτε στην υπερίσχυση –αλλά φυσικά δεν μπορούν να υπερισχύσουν όλοι. Μόνον που το «ανώνυμο» πλήθος (σε αντίθεση με την «εξουσία») βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να του δίνεται η ευκαιρία για αυτογνωσία μέσα από τον περιορισμό και την οδύνη.

Αντίθετα, λοιπόν, το μίσος θα αποτελούσε πραγματική απαξίωση της πολιτικής και τελικά θα ενίσχυε ταυτόχρονα τη στρεβλή της μορφή (αυτήν που υποτίθεται ότι πολεμάει) και τη δύναμη των πολιτικών και των άλλων παραγόντων ισχύος, γιατί θα τους έδινε τη δικαιολογία για να αντιδράσουν βίαια και απαξιωτικά. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι ο κομματισμός (ως μίσος, γιατί τέτοιο ήταν) βύθισε τη χώρα μας σε σκοτάδια και μίση που συνήθως δεν ήταν δικαιολογημένα και  σε απώθηση της αυτογνωσίας τόσο των ατόμων όσο και των κομμάτων και των συγκρουόμενων ομάδων.

3) Η απεύθυνση προς την κοινωνία φαίνεται προς το παρόν ισχυρότερη από την απεύθυνση προς την πολιτεία, πράγμα που προοιωνίζει ζυμώσεις, ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων και συνάψεων διαφορετικών από αυτές του παρελθόντος με πιθανό αποτέλεσμα τη διεύρυνση των αντιλήψεων για τα σοβαρά θέματα της εποχής, όπως π.χ. για το εργατικό κίνημα, που δεν μπορεί παρά να παίξει σοβαρό ρόλο στο μέλλον, αν και όχι με τις γνωστές μορφές του, αλλά με πολύ ευρύτερες και μη αναμενόμενες. Βέβαια δεν αποκλείεται και μια ηθική -που θα είναι και πρακτική- αποτυχία του. Αυτό θα εξαρτηθεί από το ποιες ομάδες θα έχουν εκείνη την υπερισχύουσα δυναμική που θα ηγηθεί.

4) Το ξύπνημα από τον κοινωνικό και ατομικό λήθαργο είναι σε κάθε περίπτωση θετικό, γιατί θα προκαλέσει κρίση και δεν θα επιτρέψει μία παγίωση της αρνητικότητας. Στη χειρότερη των περιπτώσεων θα είναι αντίστοιχο με τις εναλλαγές προσώπων στην εξουσία, αν και η πολιτική τους τελικά δεν διαφέρει.

5) Η έλλειψη αιτημάτων και έτοιμης ιδεολογίας, όπως προαναφέραμε εκτενώς, είναι -υπό προϋποθέσεις- δείγμα υγείας και ειλικρίνειας, καθώς και ευκαιρία για ανάπτυξη του νέου.


Γ.-Για το μέλλον των κοινωνικών εξελίξεων

Ένα τέτοιο κίνημα, καθώς και κάθε παρεμφερές κίνημα στο μέλλον, οι ελίτ κάθε επιπέδου δεν θα το άφηναν να αναπτυχθεί και θα προσπαθούσαν να το διαβρώσουν ή να το κτυπήσουν άμεσα. Γι’ αυτό αναπόφευκτα και αυτό το κίνημα θα περάσει από εξάρσεις και υφέσεις, αλλαγές ποιοτικές και ποσοτικές, μικρές ή μεγάλες, μέχρι μια άγνωστη κατάληξη στο μέλλον. Αυτή η κατάληξη θα μπορούσε να είναι στο εσωτερικό του γίγνεσθαι μια ηθική αποτυχία του ίδιου του κινήματος ή μία ηθική νίκη του. Εκτός τούτου όμως, στην ισορροπία των συγκρουόμενων δυνάμεων, θα μπορούσε να χάσει ή να νικήσει. Ωστόσο αυτό που πρέπει να αναμένεται από την ανθρωπότητα και από κάθε κίνημά της για βελτίωση είναι τόσο η ηθική νίκη όσο και η ταυτόχρονη νίκη στη σύγκρουση με αυτό που είναι εχθρικό στον κόσμο. Μόνον αυτό μπορεί να είναι νοητό ως πραγματική νίκη, αλλά μια οποιαδήποτε νίκη στη σύγκρουση συνοδευόμενη από ηθική αποτυχία θα αποτελεί απλώς αλλαγή φορέων εξουσίας και επομένως η κρίση θα συνεχιστεί ακόμη περισσότερο και εντονότερα. Από το άλλο μέρος η ηθική νίκη με ήττα στη σύγκρουση των δυνάμεων θα είναι ελπιδοφόρα για το μέλλον, αλλά ωστόσο θα δείχνει την ανεπάρκεια του πλήθους, του συνόλου, πράγμα που θα είναι ανεπάρκεια της ανθρωπότητας και των επιμέρους κοινωνιών της.

Το τι όμως αποτελεί ηθική επιτυχία είναι ένα μεγάλο θέμα και δεν έχει καμμία σχέση με τη συμβατική ηθική, αλλά χρειάζεται απόφαση ειλικρινή για αλλαγή βάθους και σύμπραξη μιας μη αποξενωμένης διανόησης για μια ανάλυση και διαμόρφωση αντιλήψεων και εννοιών κατάλληλων για ένα καλύτερο μέλλον από κάθε άποψη.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, κακόβουλοι ή καλοπροαίρετοι, θα θεωρούσαν νίκη των «αγανακτισμένων» την μακροχρόνια, εν είδει απεργίας πείνας, παραμονή τους στην Πλατεία Συντάγματος, πράγμα που θα ήταν άσκοπο και αφελές. Βέβαια η όποια εξουσία θα θεωρούσε την εξάντλησή τους νίκη και πάντοτε η εξουσία έτσι υπολογίζει. Όμως αυτό είναι ανόητο, γιατί οι κοινωνικές εξελίξεις απαιτούν μακρόχρονες ζυμώσεις και δεν εξαντλούνται σε μία κινητοποίηση. Αντίθετα η καθυστέρηση συσσωρεύει εντάσεις και καθιστά την κατάσταση σε μήκος χρόνου πολύ εύφλεκτη. Αλλά η επιθυμία του κέρδους και της ισχύος κοιμίζει ακόμη και την λογική του συμφέροντος, πράγμα που είναι ίσως σε βάρος όλων.

Αυτό που, από μια άλλη άποψη,  είναι αναγκαίο να αλλάξει στον άνθρωπο είναι η αυτοϋποτίμησή του, η αίσθηση ότι έχει ανάγκη από αποκτήματα για να έχει αξία. Αυτό είναι μια καταθλιπτική αθλιότητα που αυτογεννάται συνεχώς με τα ανόητα πρότυπα ζωής. Αλλά αυτό δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεραστεί, αν δεν σταματήσει να βλέπει και ο ίδιος τον υπόλοιπο κόσμο εκμεταλλευτικά ως αντικείμενο. Όσο υπάρχει μέσα του αυτή η τάση, υποσυνείδητα θα επηρεάζει και την εικόνα που έχει για τον εαυτό του, θα τον θεωρεί δυνητικά αντικείμενο. Δεν μιλάμε βέβαια για τις ανόητες γοητείες με τα παιχνίδια της δήθεν αυτοπεποίθησης που είναι για τους αφελείς, γιατί αυτές εντείνουν ακόμη περισσότερο την αντικειμενικοποίηση του ανθρώπου. Μιλάμε για μια νηφαλιότητα και σχετική πληρότητα αντίληψης.

To πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνον οικονομικό, αλλά πρόβλημα ασφάλειας και ελευθερίας που θα αναιρούνται ολοένα και περισσότερο από την έλλειψη χρήματος και τη μεγάλη διαφορά οικονομικής δυνατότητας ανάμεσα στα διάφορα πληθυσμιακά στρώματα, επειδή αυτή η διαφορά θα αποτελεί φορέα εξουσίας με απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες στο μέλλον.

Ωστόσο το κεντρικό πρόβλημα και πάλι δεν έγκειται στην οικονομία, αλλά στην αντίληψη της ζωής, η οποία στηρίζει ορισμένο είδος οικονομίας –και αυτό αφορά τους πάντες και όχι μόνον τις ελίτ. Δεν μιλάμε για μίζερη ζωή, αλλά για μία απλότητα. Αυτή η απλότητα όμως δεν θα πρέπει να αποτελεί επιστροφή στο παρελθόν με την απλοϊκότητα, τη χονδροειδή αντίληψη, την αδράνεια, τη νοητική ύφεση ή αδράνεια, την κοινωνική τυποποίηση και στενότητα, την υλική μιζέρια. Μιλάμε για μία απλότητα που θα πάρει από το παρελθόν τα χρήσιμα και ανθρωπιστικά στοιχεία του και θα περιλάβει μέσα της πρώτα απ’ όλα ένα ξεκαθάρισμα προτεραιοτήτων για τη διάθεση του χρήματος ή αυτού που ίσως αντικαταστήσει το χρήμα: Θα διοχετεύεται κυρίως στα υλικά ή στα πνευματικά αγαθά; Πιστεύουμε ότι ό,τι στηρίζει την συνειδησιακή ανάπτυξη προς κάθε κατεύθυνση είναι αυτό που θα στηρίξει και την ορθή οικονομική πρακτική χωρίς υπερβολές και στον κατάλληλο χρόνο κάθε φορά.

Πολύ γενικά μπορούμε να πούμε ότι η συνειδησιακή ανάπτυξη δεν είναι παράσταση για τη συνείδηση και επομένως δεν θα πρέπει να ταυτίζεται και να εξαντλείται στα καλλιτεχνικά δρώμενα (παρά τη συνεισφορά τους) ή στην επιφανειακή ενασχόληση με αυτό που θεωρείται πνευματικό, αλλά να αποτελεί εσωτερική ζύμωση της ζωής του καθενός με επίδραση στην κατεύθυνσή της, για να μην παραμένουν όλα στα λόγια, αλλά να γίνονται έργα. Το πώς θα γίνουν όλα αυτά θα είναι αντικείμενο διερεύνησης της κάθε κοινωνίας πολιτών και ο τρόπος αναπόφευκτα θα διαφέρει ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε κοινωνίας και την ιδιοτυπία της. Τα κόμματα θα πρέπει να είναι αρωγοί στις διαδικασίες αυτές όντας υπηρέτες του κοινού καλού και όχι μία ελίτ κλειστή και αποφασίζουσα ερήμην των πολιτών για το υποτιθέμενο καλό τους.

Το σίγουρο τελικά είναι ότι στο μέλλον η ανθρωπότητα θα αντιμετωπίσει την ολοένα αυξανόμενη ένταση μιας κρίσης χωρίς προηγούμενο και αυτό που δεν ενδείκνυται σε αυτή την περίοδο είναι η παραγνώριση μιας καλής προσπάθειας, η αμέλεια μπροστά στην απόγνωση αυτών που δεν έχουν τα προς το ζην, η ειρωνεία, η απαξίωση, η έλλειψη καλοσύνης και η ανευθυνότητα.Και φυσικά το ίδιο ισχύει τόσο για τους έχοντες όσο και για τους μη έχοντες. Η ώρα της ευθύνης της ανθρωπότητας είναι αυτή και τίποτε δεν μπορεί να αποτρέψει τον ερχομό της.

 

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της Γραμματείας της 
Μ.Κ.Ο. Σόλων

3 Ιουνίου 2011

Φωτό:βικιπαίδεια

Σχετικά άρθρα