ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ, ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (του Βασίλη Βιλιάρδου)

europe locate common 250 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

europe_locate_common_250Η εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας, οι εξελίξεις στην Ουγγαρία, η επιθετική κίνηση της Πορτογαλίας, το πρόγραμμα 16 συν, τα σενάρια της Ευρωζώνης, ο πλανήτης το 2020 και το δίλημμα της Ελλάδας 
        «Οι μειώσεις των φόρων, καθώς επίσης οι απλοποιήσεις των φορολογικών συστημάτων, αυξάνουν τα δημόσια έσοδα – ενώ φροντίζουν για την αύξηση των επενδύσεων, για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, καθώς επίσης για την ανάπτυξη ενός κράτους» (πηγή: πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, με την ονομασία “Paying Taxes: The Global Picture”).

 Ανεξάρτητα από την παραπάνω διαπίστωση του «Ταμείου», η οποία προφανώς δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα, όπως γράφαμε σε παλαιότερο άρθρο μας (Ο θάνατος της Δημοκρατίας), “Είναι πολύ δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς την κυβέρνηση μίας χώρας, η οποία αποφασίζει την προσφυγή της στο ΔΝΤ, την εθελούσια εκχώρηση δηλαδή της εξουσίας που της ανατέθηκε δημοκρατικά, σε ξένους «εισβολείς», χωρίς την άδεια των Πολιτών της – μέσω δημοψηφίσματος ή, έστω, με τη σύμφωνη γνώμη του Εθνικού της Κοινοβουλίου. Εν τούτοις, η τοποθέτηση των Πολιτών αυτής της χώρας απέναντι σε «τετελεσμένα γεγονότα», για τα οποία δεν ενημερώθηκαν προεκλογικά, αποτελεί μία απίστευτη αυθαιρεσία, για την οποία δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν υπεύθυνοι – όπως δεν υπήρξαν ποτέ μέχρι σήμερα, για όλα όσα δυστυχώς συνέβησαν στο παρελθόν, με τελικό αποτέλεσμα τη συλλογική συνθηκολόγηση

        Στο ίδιο κείμενο, στο οποίο αναλύσαμε τότε τις ευθύνες όλων των συμμετεχόντων, συμπληρώσαμε τα εξής: “Η Ελλάδα εν προκειμένω αποτελεί μία «ιδιάζουσα» περίπτωση, αφού κατέφυγε στο ΔΝΤ πριν ακόμη διαπιστώσει την αδυναμία δανεισμού της. Όπως αναφέρουν τα διεθνή ΜΜΕ, «συνθηκολόγησε» χωρίς καν να αντιμετωπίσει τον «εχθρό». Παραλληλίζοντας τώρα τον «οικονομικό» πόλεμο με το «συμβατικό», θα ήταν σαν η κυβέρνηση μας να είχε παραδώσει τη χώρα στον εχθρό, πριν ακόμη πλησιάσει στα σύνορα της – χωρίς να δώσει δηλαδή την παραμικρή μάχη”.

         Φυσικά θα μπορούσε κανείς να «αντιτάξει» ότι, υπήρχε πολύ σοβαρός λόγος, «υπό το βάρος του οποίου» υποχρεώθηκε η Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ. Όμως, πως είναι δυνατόν να δεχθεί κανείς ότι, μία χώρα με τόσο αξιόλογους οικονομικούς «πυλώνες» (τουρισμός, ναυτιλία, γεωργία), με το μικρότερο συνολικό χρέος μεταξύ όλων ανεξαιρέτως των κρατών της Ευρωζώνης (άρθρο μας), με δημόσια περιουσία μεγαλύτερη από πολλές άλλες χώρες (άνω των 300 δις €, όταν στη Μ. Βρετανία ανήκει πλέον μόνο μία γέφυρα), καθώς επίσης με «απτή» τη δυνατότητα ιδιωτικοποίησης του δημοσίου χρέους της (Εθνικά Ομόλογα), είχε πραγματικά λόγο να εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία; Πόσο μάλλον να υπογράψει «άνευ όρων» ένα «εγκληματικό μνημόνιο», χωρίς να αναζητήσει υπεύθυνα υγιείς διεξόδους; Ή, έστω, να προσφύγει στην ύστατη λύση, στη στάση πληρωμών, γνωρίζοντας πολύ καλά την διαπραγματευτική ισχύ μίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης, η οποία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την Αργεντινή; Προφανώς, κανένας υπεύθυνος «παρατηρητής» δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί τέτοιου είδους «σοβαρούς λόγους». Ευτυχώς βέβαια για όλους εμάς τους Πολίτες, αλλά, κυρίως, για το μέλλον της Ευρώπηςκανένα άλλο κράτος δεν φαίνεται διατεθειμένο να ακολουθήσει το θλιβερό «παράδειγμα» της χώρας μας – με εξαίρεση την Ιρλανδία η οποία όμως, αφενός μεν έχει πενταπλάσιο συνολικό χρέος από την Ελλάδα, αφετέρου «σύρθηκε» από την κυβέρνηση της, αφού ανάγκασε τους Πολίτες της να αναλάβουν τα «επαχθή», εγκληματικά και ανεύθυνα χρέη των ανεπαρκών τραπεζιτών τους (κάτι που ευτυχώς αρνήθηκαν οι Ισλανδοί, στέλνοντας στα Δικαστήρια τόσο τον πρωθυπουργό, όσο και τα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών τους).

        Οι επικίνδυνες προσπάθειες αποκρατικοποίησης της εξουσίας λοιπόν, με τη βοήθεια της εγκατάστασης σκιωδών κυβερνήσεων, δεν φαίνεται να «ευοδώνονται», παρά την πάσης  φύσεως προπαγάνδα  – αφού προσκρούουν στις υγιείς αντιστάσεις των επομένων «υποψηφίων», οι οποίοι έχουν μάλλον κατανοήσει τα «παιχνίδια εξουσίας», αρνούμενοι να εκχωρήσουν την εθνική τους κυριαρχία.


Η Ουγγαρία

        “Η άρνηση της ουγγρικής κυβέρνησης να συνεχίσει την πολιτική εθνικής υποτέλειας των προκατόχων της, προκάλεσε αντιδράσεις από τους Ευρωπαίους –  αλλά και από το ΔΝΤ, το οποίο μίλησε για θαρραλέο, αλλά επικίνδυνο βήμα. Ο υπουργός οικονομικών της ήταν σαφέστατος, όταν αναφέρθηκε στη θέση της κυβέρνησης του, απέναντι στο «μνημόνιο» που είχαν υπογράψει οι προκάτοχοι του σοσιαλιστές: «Το κληρονομήσαμε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και θα θέλαμε να καταργήσουμε τις ατυχείς συνέπειες αυτών των βημάτων. Είπαμε στους εταίρους μας ότι δεν εξετάζουμε σε καμία περίπτωση τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας», διακήρυξε χωρίς περιστροφές”.

        Το παραπάνω κείμενο, το οποίο γράφτηκε στον Τύπο, μας οδηγεί υποχρεωτικά στο συμπέρασμα ότι, ανεξάρτητα από την ικανότητα ή μη μίας κυβέρνησης να διοικήσει τη χώρα της, θα πρέπει να αλλάζει – απλά και μόνο για να πάψουν να έχουν ισχύ όλα όσα έχει υπογράψει αυθαίρετα: το «άνευ όρων» μνημόνιο δηλαδή, σε συνδυασμό με τη δανειακή σύμβαση.

        Περαιτέρω, η πρώτη ενέργεια της ουγγρικής κυβέρνησης, η οποία επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση όχι εις βάρος των Πολιτών της (όπως έκαναν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Μ. Βρετανία κλπ), αλλά με τη συνδρομή των, πολυεθνικών κυρίως, επιχειρήσεων, ήταν η επιβολή ειδικού φόρου στις τράπεζες – ενδεχομένως να ακολουθήσει η Ρουμανία, καθώς επίσης η Λετονία (υπάρχουν «φόβοι», ελπίδες καλύτερα, για ολόκληρη την Αν. Ευρώπη). Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, αφορά τα οικονομικά μεγέθη των τριών αυτών κρατών, καθώς επίσης της Ελλάδας για σύγκριση:

       Η αμέσως επόμενη ενέργεια της νέας ουγγρικής κυβέρνησης, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τις μαζικές διαμαρτυρίες των πολυεθνικών, ήταν η επιβολή φόρου επί του τζίρου τους, αναδρομικά από το 2009 (πολύ σωστά αφού, όπως έχουμε πολλές φορές αναφέρει στο παρελθόν, οι επιχειρήσεις αυτές σχεδόν κατά κανόνα «φοροαποφεύγουν», με τη βοήθεια της «μεταφοράς» κερδών, μέσω διαφόρων τεχνασμάτων, όπως του γνωστού μας «transfer pricing» – χρέωση των προϊόντων τους από τη μητρική «κατά το δοκούν»). Η φορολόγηση αυτή, με διαφορετικό συντελεστή για κάθε κλάδο, έχει ως εξής:

        Φυσικά οι πολυεθνικές εταιρείες, κυρίως οι γερμανικές, αντέδρασαν έντονα, δια μέσου των κυβερνήσεων των χωρών τους, ισχυριζόμενες ότι η φορολογία είναι άδικη («ρατσιστική»!), ενώ θα μειώσει τόσο τις μελλοντικές επενδύσεις τους στην Ουγγαρία, όσο και το ρυθμό ανάπτυξης της Οικονομίας της (κατά 0,3%, με τον πληθωρισμό να ενισχύεται κατά 0,1%). Το Καρτέλ δηλαδή «απείλησε» τη χώρα με την εγκατάλειψη της, γεγονός που θα είχε σαν αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση της. Εν τούτοις, η κυβέρνηση της Ουγγαρίας παρέμεινε σταθερή στην απόφαση της, έχοντας την άποψη ότι, δεν πρέπει να συμμετέχουν μόνο οι Πολίτες της στις προσπάθειες διάσωσης της χώρας, αλλά και το Καρτέλ.

        Ολοκληρώνοντας, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν οι προσπάθειες της Ουγγαρίας θα έχουν τελικά τα, αναμενόμενα από την κυβέρνηση της, αποτελέσματα – αφού οι εχθροί της είναι πανίσχυροι. Σε κάθε περίπτωση όμως, η χώρα προσπαθεί να βρει λύσεις, οι οποίες δεν θα επιβαρύνουν μόνο τους Πολίτες της, οδηγώντας τους στην εξαθλίωση – ενώ μάχεται ταυτόχρονα για την εθνική της ανεξαρτησία.


Η Πορτογαλία

        Ο υπουργός οικονομικών της Πορτογαλίας προτίμησε επίσης την επίθεση, έναντι της υποταγής, επιλέγοντας την προσφυγή της χώρας του στις αγορές, με στόχο τη χρηματοδότηση της – παρά το ότι δεν ήταν ακόμη αναγκασμένος, αφού η Πορτογαλία θα χρειαστεί δανειακά κεφάλαια (Πίνακας ΙΙΙ), από τον ερχόμενο Απρίλιο. «Εμείς κάνουμε σωστά τη δουλειά μας» ανακοίνωσε επίσημα, «Η Ευρωζώνη είναι αυτή που δεν λειτουργεί ως οφείλει, με στόχο την υπεράσπιση του κοινού νομίσματος».

         Όπως είναι γνωστό, ο συγκεκριμένος υπουργός ήταν ένας από τους πρώτους, ο οποίος αναφέρθηκε στην πιθανότητα διάλυσης της Ευρωζώνης – λέγοντας ότι οι «αγορές» θα μπορούσαν να εξαναγκάσουν τη χώρα του να προτιμήσει την έξοδο από τη ζώνη του Ευρώ, «εκβιάζοντας» την με την υπερβολική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της. Με το επιτόκιο ύψους 6,7% στο οποίο υποχρεώθηκε το κράτος του για τα 1,25 δις € που έλαβε (ένα ελάχιστο ουσιαστικά ποσόν, αφού δεν είναι μεγαλύτερο από αυτό που δανείζονται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις), τόσο το δημόσιο χρέος, όσο και η ανταγωνιστικότητα της Πορτογαλίας επιδεινώνονται σε βαθμό που μάλλον δεν θα είναι δυνατόν να ανταπεξέλθει μελλοντικά – οπότε η αποχώρηση της από την Ευρωζώνη θα ήταν αναγκαστική.

        Εν τούτοις, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας φαίνεται να προτίμησε την προσφυγή της στις αγορές, την «επίθεση» δηλαδή, παρά τα υψηλά επιτόκια, από την «υπαγωγή» της στο μηχανισμό στήριξης – ο οποίος θεωρεί ότι «καταλύει» την εθνική της κυριαρχία. Επίσης, να αναλάβει πλήρως το ρίσκο, χωρίς να εξαντλήσει τις εναλλακτικές δυνατότητες της – για παράδειγμα, το δανεισμό της από ένα «κονσόρτσιουμ» ιδιωτικών τραπεζών, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να της προσφέρουν ένα τέτοιο δάνειο.

        Ο δρόμος που επέλεξε η χώρα είναι άξιος θαυμασμού, ιδίως επειδή της ασκήθηκαν «πιέσεις» από όλους (κυρίως από Γερμανούς και Γάλλους), με στόχο την υπαγωγή της στο μηχανισμό στήριξης (των τραπεζών), με την (προφανώς έωλη) αιτιολογία της προστασίας της Ευρωζώνης συνολικά, από τις επιθέσεις των κερδοσκόπων – ειδικά της γειτονικής Ισπανίας, επειδή τα χρέη της θα ήταν μάλλον αδύνατον να χρηματοδοτηθούν από τον υφιστάμενο «μηχανισμό».

        Εν τούτοις, η Πορτογαλία αντιστάθηκε σθεναρά, έχοντας, εκτός από την πρόσφατη Ελληνική και Ιρλανδική «τραγωδία» που παρακολούθησε, την άκρως οδυνηρή εμπειρία της «βοήθειας» του ΔΝΤ – στα «νύχια» του οποίου βρέθηκε το 1977 και το 1983. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι τελικά θα καταφέρει να αποφύγει το «μοιραίο», όταν αναγκασθεί να καταφύγει στις αγορές για τις πραγματικές ανάγκες της (τον Απρίλιο). Όμως, προσπάθησε και προσπαθεί, χωρίς να συνθηκολογήσει πριν ακόμη ο πανίσχυρος εχθρός πλησιάσει τα τείχη της – όπως συνέβη με την Ελλάδα.

        Όσον αφορά τώρα αυτούς οι οποίοι θεωρούν επιτυχία το δανεισμό μίας χώρας της Ευρωζώνης με επιτόκια της τάξης του 7%, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, με τέτοιες υπερβολικές «αποδόσεις», τα ομόλογα του δημοσίου είναι κατάλληλα ακόμη και για τους πλέον συντηρητικούς επενδυτές. Δηλαδή, ακόμη και αν θεωρούσε κανείς πιθανή μία ενδεχόμενη «διαγραφή» τους (hair cut) στο 30% της ονομαστικής τους αξίας, οι επενδυτές θα κέρδιζαν τελικά περισσότερα, από αυτά που θα τους προσέφερε μία αντίστοιχη τοποθέτηση τους σε γερμανικά ομόλογα.

        Ακριβώς για το λόγο αυτό, η ζήτηση των πορτογαλικών ομολόγων (όπως επίσης των ισπανικών και των ιταλικών την επόμενη ημέρα) ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά – γεγονός που θα έπρεπε σίγουρα να προβληματίσει την Ελληνική κυβέρνηση, σε σχέση με τον «εσφαλμένο» δρόμο της υποτέλειας, τον οποίο επέλεξε δυστυχώς το Μάιο να ακολουθήσει (υποθέτοντας πάντα ότι, οι προθέσεις της ήταν καλοπροαίρετες – αν και, όπως λέγεται, «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις»).


Το Πρόγραμμα 16 Συν

        Οι ηγετικές δυνάμεις της Ευρωζώνης, στα πλαίσια του προγράμματος με την ονομασία «Project 16 plus», επεξεργάζονται από καιρό τώρα διάφορα σενάρια – με κέντρο βάρους την οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ. Δυστυχώς, κάτω από την ίδια περιγραφή, τόσο η Γερμανία, όσο και η Γαλλία, κατανοούν εντελώς διαφορετικά πράγματα – με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει το πρόγραμμα (αν και πρόσφατα, μετά από τις θαρραλέες κινήσεις της Πορτογαλίας δηλαδή και υπό το φόβο διάλυσης της Ευρωζώνης, οι απόψεις τους φαίνεται να συγκλίνουν – προς την πλευρά της Γαλλίας).

        Ουσιαστικά λοιπόν, η Γερμανία επιδιώκει την αντικατάσταση του σημερινού μηχανισμού στήριξης (το 2013), από έναν μηχανισμό ευρωπαϊκής σταθερότητας (ενδεχομένως με πολύ υψηλότερα «κεφάλαια», από τα μέχρι σήμερα 750 δις € – μάλλον τα διπλάσια, αν όχι απεριόριστα), ο οποίος θα βοηθάει τις υπερχρεωμένες χώρες στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων τους, επιβάλλοντας τους ταυτόχρονα, με την περαιτέρω συμμετοχή του ΔΝΤ,  αυστηρά μέτρα λιτότητας – ακόμη και την υποχρεωτική θεσμοθέτηση ενός ανωτάτου ορίου δημοσίων χρεών, κατά το αμερικανικό, ελβετικό ή γερμανικό πρότυπο (οι Η.Π.Α. έχουν επεκτείνει βέβαια τα όρια δανεισμού τους τουλάχιστον πέντε φορές μέχρι σήμερα – ενώ ήδη πλησιάζουν το όριο των 14,3 τρις $, το οποίο είχαν λίγα χρόνια πριν εγκρίνει).

        Ο νέος μηχανισμός (εκδίδοντας ενδεχομένως ευρωομόλογα), σε αντίθεση με το σημερινό, θα επιτρέπεται να αγοράζει ομόλογα του δημοσίου των υπερχρεωμένων μελών της Ευρωζώνης, έτσι ώστε η ΕΚΤ, η οποία σήμερα ενεργοποιείται στη συγκεκριμένη κατεύθυνση, να πάψει να το κάνει – επικεντρωνόμενη στην πολιτική χρήματος, καθώς επίσης στην επίβλεψη των τραπεζών. Οι αποφάσεις παροχής δανείων εκ μέρους του νέου μηχανισμού θα πρέπει να είναι ομόφωνες από όλα τα κράτη-μέλη, ενώ το κάθε ένα θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει «βέτο». Ίσως είναι σκόπιμο να αναφέρουμε εδώ τις προβλέψεις για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, για το έλλειμμα του 2010:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙV: Ελλείμματα προϋπολογισμών, σε ποσοστά επί του ΑΕΠ

        Σε σχέση με τον Πίνακα ΙV οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, η Κύπρος δεν δέχθηκε τη «σύσταση» της ΕΕ για μείωση των ελλειμμάτων της αρνούμενη να υιοθετήσει  μία πολιτική λιτότητας, παρά το ότι οι τράπεζες της θεωρούνται επικίνδυνες – αντιτείνοντας ότι, μία σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν μπορεί να λειτουργεί με νεοφιλελεύθερα κριτήρια. 
        Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε τους κινδύνους για το Βέλγιο (δημόσιο χρέος περί το 100% του ΑΕΠ, πολύ μεγάλο συνολικό χρέος, ακυβερνησία), για την Αυστρία (μεγάλη έκθεση των τραπεζών της στην Α. Ευρώπη) και για την Ολλανδία(μεγάλο συνολικό χρέος). Για πολλές από τις υπόλοιπες επικίνδυνες χώρες, έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στο παρελθόν.

        Ολοκληρώνοντας, από την άλλη πλευρά η Γαλλία, η πρόταση της οποίας φαίνεται παραδόξως να υπερισχύει, επιδιώκει τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, η οποία θα αποφασίζει για το σύνολο της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών (εμπορικά ισοζύγια, μισθοί, φορολόγηση κλπ). Για παράδειγμα, εάν κάποια χώρα επιθυμεί, σχεδιάζει καλύτερα να αυξήσει τις εξαγωγές της, θα πρέπει προηγουμένως να έχει τη σύμφωνη γνώμη της ευρωπαϊκής κυβέρνησης – η οποία θα αποτελείται από τους πρωθυπουργούς των επί μέρους κρατών (αν και πολύ φοβόμαστε ότι, όπως συμβαίνει σήμερα, αυτοί που θα αποφασίζουν θα είναι οι Γερμανοί περισσότερο και λιγότερο οι Γάλλοι – κανένας άλλος).

        Κατά την άποψη μας, την οποία έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο κείμενο μας (άρθρο) η διέξοδος, η λύση της Ευρώπης δηλαδή, δεν είναι άλλη από τη «συμμετρική» εξέλιξη, από την «ταιριαστή», την αρμονική ανάπτυξη καλύτερα των κρατών-μελών της όπου, οι μέχρι σήμερα πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, θα αποδεχθούν μεγαλύτερα ελλείμματα – έτσι ώστε οι «ελλειμματικές» χώρες, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, να μπορούν να μειώσουν τα δικά τους (σε συνδυασμό με τη διαγραφή των επαχθών χρεών).

        Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν υπάρχει η βούληση για συμμετρική εξέλιξη, για μία αρμονική ανάπτυξη, η οποία θα οδηγούσε σταδιακά στην πολιτική ένωση της Ευρώπης, χωρίς «ηγεμόνες» (εάν βέβαια κάτι τέτοιο θεωρηθεί εφικτό), είναι καλύτερα να διασπασθεί άμεσα η Ευρωζώνη, με δική της πρωτοβουλία – «υποχωρώντας» ίσως στην προηγούμενη της κατάσταση (ΕΟΚ), με την υιοθέτηση των εθνικών νομισμάτων εκ μέρους όλων των μελών της, τα οποία πλέον θα συνιστούν μία απλή ζώνη ελευθέρου εμπορίου (μαζί με τη Ρωσία, την Ελβετία και την Τουρκία).

Τα σενάρια της Ευρωζώνης
        Μέχρι να ληφθούν σοβαρές, «συλλογικές», ανιδιοτελείς αποφάσεις, πόσο μάλλον μέχρι να εφαρμοστούν, η ζώνη του Ευρώ θα συνεχίσει να δέχεται επιθέσεις – ιδιαίτερα από το στενό χώρο του δολαρίου, από τις Η.Π.Α. δηλαδή (εταιρείες αξιολόγησης, αμερικανοί οικονομολόγοι, επενδυτικές τράπεζες κλπ), οι οποίες φυσικά δεν έχουν πάψει να κινδυνεύουν (από την ύφεση ή τον υπερπληθωρισμό). Εκτός αυτού, όλα τα σενάρια «αναδιαμόρφωσης» της θα παραμένουν ανοιχτά, με κυριότερα τα εξής:

         (α) Καμία καινούργια εξέλιξη: Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, δεν θα υπάρξει ουσιαστική διαφοροποίηση – ενώ η Ευρώπη πάντοτε, έστω και την τελευταία στιγμή, θα βρίσκει κάποια λύση (μας θυμίζει το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» – μία συλλογική πεποίθηση, μία βαθειά ριζωμένη «ουτοπία» καλύτερα των Πολιτών, αλλά και των κυβερνήσεων της χώρας μας, η οποία μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας).

        Ειδικότερα, η σημερινή κατάσταση της Ευρωζώνης έγινε αντιληπτή από τα κράτη-μέλη της, όταν στην Ελλάδα ξέσπασε η κρίση των κρίσεων (στα πλαίσια του 1ου παγκοσμίου οικονομικού πολέμου). Παρά τη διασπορά ψευδών ελπίδων εκ μέρους της κυβέρνησης μας, η χώρα μας βρέθηκε πρώτη στο μάτι του κυκλώνα, οδηγώντας ουσιαστικά τις εξελίξεις. Αν και λήφθηκαν έκτοτε πάρα πολλά μέτρα εκ μέρους της Ευρώπης, η οποία συνεχίζει να ακολουθεί τις αγορές, αντί να προηγείται, τα προβλήματα συνεχώς αυξάνονται – ενώ δεν πρόκειται να επιλυθούν ριζικά, όσο η ΕΕ παραμένει ένας μη άριστος νομισματικός χώρος (άρθρο μας).

        Οι αγορές λοιπόν, «ωθούμενες» από τις Η.Π.Α., θα συνεχίσουν να αναρωτούνται μέχρι ποιο ύψος μπορεί να φθάσει το δημόσιο χρέος μίας χώρας (της Ευρωζώνης ως σύνολο επίσης), με αποτέλεσμα να κλιμακώνουν τα «στοιχήματα» τους – αποκομίζοντας φυσικά τεράστια κέρδη. Κατά την άποψη μας, το σενάριο αυτό, εάν δεν αλλάξει, θα διαρκέσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία κάποια χώρα-μέλος θα αναγκασθεί να καταφύγει στη στάση πληρωμών – το αργότερο λοιπόν μέχρι το τέλος του 2013, όπου τουλάχιστον τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ιρλανδία, δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους (οπότε θα ακολουθήσει η ανεξέλεγκτη διάλυση της Ευρωζώνης – το 3ο σενάριο).

        (β) Διαχωρισμός σε δύο ζώνες: Οι βόρειες χώρες της Ευρώπης θα σχηματίσουν μία δική τους νομισματική ένωση, παράλληλα με αυτές του νότου. Πρόκειται χωρίς καμία αμφιβολία για ένα μη πραγματοποιήσιμο σενάριο, για μία ουτοπία καλύτερα η οποία, εκτός των άλλων, δεν είναι τεχνικά εφικτή – πόσο μάλλον αφού το ισχυρό ευρώ των βορείων θα ήταν καταστροφικό τόσο για τις εξαγωγές, όσο και για τις απαιτήσεις τους (δάνεια) από τις χώρες του νότου.

        Κατά την επικρατούσα άποψη, ένας τέτοιος διαχωρισμός του ευρώ θα σήμαινε το τέλος του – ενώ θα καταστρεφόταν ολόκληρος ο χρηματοπιστωτικός κλάδος της Ευρώπης, αφού θα ακολουθούσε σίγουρα μία άνευ προηγουμένου τραπεζική επιδρομή (Bank run) στις χώρες του νότου. Η δομή της ζώνης του ευρώ είναι «αλληλοεξαρτούμενη» (συγκοινωνούντα δοχεία), οπότε θα ήταν αδύνατον να ανταπεξέλθει με έναν τέτοιο διαχωρισμό. Τα χρηματιστήρια θα κατέρρεαν, η ύφεση (αποπληθωρισμός) θα έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις, τα επιτόκια στις χώρες του νότου θα έφθαναν στα ύψη, ενώ ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε νομισματική ένωση αδύναμων χωρών.

        (γ)  Διάλυση της Ευρωζώνης: Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, όλες μαζί οι χώρες της ζώνης θα επέστρεφαν «ανεξέλεγκτα» στα εθνικά τους νομίσματα, αμέσως μετά την «άτακτη» χρεοκοπία ενός κράτους – κάτι που πιθανότητα θα δημιουργούσε ένα τεράστιο χάος σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αν και δεν θα ήταν υποχρεωτικό να υπάρξουν σταθερές ισοτιμίες, αφού το νόμισμα αναφοράς θα ήταν για όλους το ευρώ (για παράδειγμα, το γερμανικό μάρκο θα ανταλλασσόταν με αναλογία 1:1, ενώ στη συνέχεια θα ανατιμιόταν), απλά και μόνο η υποψία ενός τέτοιου ενδεχομένου εκ μέρους των «αγορών», θα τις οδηγούσε να αποσύρουν μαζικά τα χρήματα τους από ολόκληρη την Ευρώπη – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οι ξαφνικές απώλειες σε αρκετά χαρτοφυλάκια, να καταλήξουν στην χρεοκοπία πολλών τραπεζών. Φυσικά θα μεσολαβούσε μία μεγάλη έλλειψη μετρητών χρημάτων, αφού τόσο η εκτύπωση χαρτονομισμάτων, όσο και απλών νομισμάτων, ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν από την επίσημη αρχή της Ευρωζώνης.

        Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία λοιπόν, η ΕΕ θα ήταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «εκτός λειτουργίας» – σε μία «φάση» δηλαδή όπου, καμία χώρα δεν θα είχε τη συνολική επίβλεψη των οικονομικών της. 
        Η Γερμανία θα αντιμετωπιζόταν ξανά εχθρικά από όλα τα υπόλοιπα κράτη, σαν η απειλητικά πανίσχυρη δύναμη της ΕΕ, οι μνήμες του 2ου παγκοσμίου πολέμου (εγκλήματα των ναζί) θα επέστρεφαν ενδυναμωμένες, ο ρατσιστικός (φυλετικός) εθνικισμός θα αναζωπυρωνόταν, η Ευρώπη θα έχανε εντελώς την επιρροή της στον υπόλοιπο πλανήτη, ενώ δεν θα ακολουθούσαν μόνο οικονομικές εντάσεις αλλά, πιθανότατα, πολιτικές και κοινωνικές (προφανώς η Γερμανία το γνωρίζει, έχοντας επιλέξει την «ήπια αναπροσαρμογή» στην εξωτερική πολιτική της).

        (δ) Οικονομική ένωση της Ευρωζώνης: Πρόκειται για την εξέλιξη της σε μία δημοσιονομική ένωση όπου, τόσο η κατάρτιση των προϋπολογισμών, όσο και η φορολογική πολιτική, δεν θα ήταν πλέον αντικείμενο των εθνικών κυβερνήσεων. Οι υπερχρεωμένες χώρες θα στηρίζονταν από το νέο μηχανισμό σταθερότητας, ενώ θα υποχρεούταν σε αντίστοιχες με τις σημερινές ΔΝΤ-πολιτικές λιτότητας. Ενδεχομένως θα μπορούσε η Ευρωζώνη να υιοθετήσει τότε τη γαλλική πρόταση, συστήνοντας ένα κοινό υπουργείο οικονομικών, με έδρα τις Βρυξέλες και στόχο τη δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».

        Θεωρούμε ότι, η λύση αυτή θα ήταν πραγματικά βιώσιμη μακροπρόθεσμα, μόνο υπό την προϋπόθεση της «μεταφοράς» χρημάτων από τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές χώρες (Transfer Union) – όπως συμβαίνει στην ομοσπονδιακή Γερμανία, όπου το ένα κρατίδιο ενισχύει το άλλο. Φυσικά υπάρχουν διάφοροι τρόποι χειρισμού της συγκεκριμένης «εξομάλυνσης» των ανισορροπιών, τους οποίους έχουμε ήδη αναλύσει σε ένα παλαιότερο κείμενο μας (Ευρωπαϊκή Συνοχή). Πιθανολογούμε όμως ότι πολύ δύσκολα θα συμφωνούσαν με κάτι τέτοιο οι Πολίτες των ισχυρότερων οικονομιών της Ευρωζώνης επειδή, σε αντίθεση με τα εθνικά κράτη, μάλλον δεν υφίσταται μία τέτοιας έκτασης αλληλεγγύη σε «ομοσπονδίες» διαφορετικών εθνικοτήτων (η Δυτική Γερμανία, λίγα χρόνια πριν, ήταν αντίθετη ακόμη και με τη μεταφορά πόσων προς την Ανατολική, μετά την επανένωση της).   

         Επί πλέον θεωρούμε ότι, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε σε άλλου είδους προβλήματα, αφού τόσο η Γερμανία, όσο και η Γαλλία, από κοινού ή χωριστά, θα διεκδικούσαν την ηγεσία της – κάτι που πολύ δύσκολα θα αποδεχόντουσαν όλοι οι υπόλοιποι (κυρίως η Ιταλία, ενδεχομένως και η Ισπανία). Εκτός αυτού, «παρακάμπτοντας» αυθαίρετα τα «ανθρωπολογικά» προβλήματα που σίγουρα θα προέκυπταν (λαοί με διαφορετική ιστορία, συνήθειες και χαρακτηριστικά), θα ήταν δεδομένη η αντίθεση των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη (Η.Π.Α., Κίνα, Ρωσία) – με αποτελέσματα που πολύ δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν.

         (ε) Υποχώρηση στο στάδιο της ΕΟΚ : Αναφερόμαστε σε μία προγραμματισμένη, μεθοδική, σταδιακή και προσεκτική έξοδο των κρατών-μελών από την Ευρωζώνη, με την επαναφορά των εθνικών τους νομισμάτων (μάρκο, δραχμή κλπ), αλλά με την διατήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα επρόκειτο ουσιαστικά για τη δημιουργία μίας «ελεύθερης ζώνης εμπορίου», πολύ πιο ολοκληρωμένης από τις ήδη υπάρχουσες (NAFTA, CAFTA), καθώς επίσης με ιδανικότερες προοπτικές – ενώ  θα μπορούσε να λειτουργήσει, εάν καμία επί μέρους χώρα δεν προέβαλλε τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα και δεν διεκδικούσε την ηγεμονία.

         Οι ενδοευρωπαϊκές ανισορροπίες (πλεονασματικές – ελλειμματικές οικονομίες) θα μπορούσαν τότε να καταπολεμηθούν «μονεταριστικά», αφού η άνοδος των ισχυρών κρατών θα προκαλούσε την άνοδο των νομισμάτων τους (το αντίθετο θα συνέβαινε στα αδύναμα κράτη), με αποτέλεσμα να ομαλοποιούνται τα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών τους. Από την άλλη πλευρά, η στενότερη συνεργασία μεταξύ τους (όπως σήμερα συμβαίνει στην ΕΕ), ενδεχομένως με τη δημιουργία

(1) μίας «εποπτικής κεντρικής τράπεζας» των κεντρικών τραπεζών τους – αλλά και των υπολοίπων συμμετεχόντων στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα χρηματιστήρια,

(2)  μίας «εποπτικής κεντρικής διοίκησης», η οποία θα επέβλεπε/κατεύθυνε τις επί μέρους οικονομικές πολιτικές, ιδρύοντας παράλληλα μία ευρωπαϊκή εταιρεία αξιολόγησης καθώς επίσης

(3)  με τη δημιουργία ενός «κοινού αποθεματικού νομίσματος», προφανώς του Ευρώ, συνδεδεμένου με ένα καλάθι ισχυρών ευρωπαϊκών νομισμάτων (σταθερή «σύνδεση» όλων των εθνικών νομισμάτων με το Ευρώ, με διακύμανση +- 15%) για τις εντός Ευρώπης, αλλά και τις διεθνείς συναλλαγές (στα πρότυπα του SDR, της ειδικής δηλαδή μονάδας μέτρησης, που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ – άρθρο μας), θα εξασφάλιζε την επιτυχή αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης. Η διεύρυνση δε της Ευρωπαϊκής αυτής Ένωσης, με τη συμμετοχή της Ελβετίας, της Ρωσίας και της Τουρκίας, θα μπορούσε να την ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό. Ο Πίνακας V που ακολουθεί, αναφέρει τα μεγέθη των τριών παραπάνω χωρών:

         Όπως φαίνεται από τον Πίνακα V, αλλά και από τη «συγκεντρωτική» εικόνα της σημερινής Ένωσης των 27, συμπληρωμένης με τις τρείς παραπάνω χώρες, θα δημιουργούνταν μία ισχυρότατη ζώνη ελευθέρου εμπορίου των 750 εκ. ατόμων, ικανή να ανταπεξέλθει με τις απαιτήσεις της παγκοσμιοποίησης – κυρίως, με τον ανερχόμενο ασιατικό ανταγωνισμό, καθώς επίσης με την επιθετικότητα των Η.Π.Α., η οποία μάλλον θα «κλιμακωθεί», «συνοδεύοντας» την παρακμιακή πορεία της.

Το παγκόσμιο σενάριο
        Κατά την άποψη μας όλα τα σενάρια για την Ευρώπη είναι «ανοιχτά», ενώ φυσικά δεν είναι μόνη της στον πλανήτη. 
        Ακριβώς για το λόγο αυτό θα έπρεπε πριν ακόμη επιλεγεί (ή προκύψει από μόνο του) κάποιο συγκεκριμένο, να έχει κανείς μία εικόνα του μέλλοντος – έστω «γραμμική», παρά το ότι αυτού του είδους οι προβλέψεις σπάνια επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα. Ο Πίνακας VI που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:
 

         Όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα VI, τόσο οι αλλαγές που έχουν προκύψει σήμερα, σε σχέση με το 2000, όσο και αυτές που λογικά θα συμβούν το 2020, είναι αρκετά σημαντικές. Η Ολλανδία, η Ισπανία και η Αυστραλία φεύγουν από την κατάταξη, ενώ η Ρωσία, η Ινδονησία και η Τουρκία εμφανίζονται σταδιακά – με την Κίνα να αντικαθιστά τις Η.Π.Α. στην κορυφή το 2020, καθώς επίσης με την Ινδία και τη Βραζιλία σε περίοπτες θέσεις.

        Προφανώς λοιπόν η χρηματοπιστωτική κρίση λειτούργησε (θα συνεχίσει να λειτουργεί) προς όφελος των αναπτυσσομένων οικονομιών, η Ασία διαδέχεται τη «δύση» και η Ευρώπη, εάν θέλει να διαδραματίζει κάποιο ρόλο στο παγκόσμιο στερέωμα, θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να επιλύσει ριζικά, από κοινού φυσικά και με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον, όλα της τα προβλήματα.

Το δίλημμα της Ελλάδας
        Στην εισαγωγή του κειμένου μας αναφέραμε τον τρόπο, με τον οποίο μπορεί να υπάρξει πρόοδος σε μία χώρα – σύμφωνα τόσο με το ΔΝΤ, όσο και με όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά, από την οικονομική επιστήμη. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για όποιο σενάριο επικρατήσει τελικά στην Ευρώπη, παραμένοντας ισότιμο κράτος-μέλος της με κάθε θυσία. Επομένως, οφείλει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη, χωρίς καμία αργοπορία.

        Εάν όμως αδυνατεί να επιτύχει κάτι τέτοιο, εμποδιζόμενη από την καταστροφικά «υφεσιακή» οικονομική πολιτική του ΔΝΤ, θα πρέπει να επιλέξει την ελεγχόμενη στάση πληρωμών – πριν ακόμη υποχρεωθεί από τις συνθήκες σε μία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Υπενθυμίζουμε ότι, μόνο τα τοκοχρεολύσια για το 2011 είναι περίπου 63 δις €, έναντι εσόδων που δεν θα υπερβούν τα 52 δις € – ενώ μία ενδεχόμενη «τραπεζική επίθεση» (Bank run), έστω περιορισμένης έκτασης, ή μία πτώχευση κάποιας Ελληνικής τράπεζας (πιθανόν σαν αποτέλεσμα μίας ακόμη υποτίμησης της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας – κάτι που μόλις αποφύγαμε την Παρασκευή), θα έφθανε για να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση.

        Ανάπτυξη ή χρεοκοπία λοιπόν είναι το μεγάλο δίλημμα, με το οποίο ευρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα μας, ενώ δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, χωρίς τουλάχιστον τη διαγραφή μέρους των δημοσίων χρεών μας – των επαχθών δηλαδή (περί το 40%), έτσι όπως προβλέπεται από τις διεθνείς πρακτικές. Όσον αφορά δε το εάν είναι έντιμη ή όχι μία τέτοια ενέργεια εκ μέρους της Ελλάδας, ίσως οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στη «φύσει και θέσει» ανεντιμότητα των «αγορών» – για τις οποίες η μοναδική ηθική είναι η επίτευξη κερδών, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον.

        Το παράδειγμα άλλωστε του Ισημερινού (όπου επιλέχθηκε εν πρώτοις η στάση πληρωμών, ενώ αγοράσθηκαν στη συνέχεια τα ομόλογα του δημοσίου του από τους επενδυτές, οι οποίοι τα πούλησαν στο κράτος με έκπτωση 80%), μάλλον τεκμηριώνει την ύπαρξη διαφόρων εναλλακτικών λύσεων – έστω όχι τόσο ανώδυνων ή ηθικών, αλλά τουλάχιστον μη καταστροφικών. Ειδικά όσον αφορά την πολυσυζητημένη, απλή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δημοσίων χρεών μας (αναδιάρθρωση), έστω με χαμηλότερα επιτόκια, δεν λύνει σε καμία περίπτωση το πρόβλημα της Ελλάδας – απλά το αναβάλλει, εάν δεν συνδυάζεται ταυτόχρονα με την προαναφερόμενη διαγραφή.

        Επομένως, αυτό που πρέπει να κάνει άμεσα η πολιτική μας ηγεσία, είναι η σωστή διαπραγμάτευση – με στόχο τη διαγραφή μέρους των δημοσίων χρεών μας (από τις «αγορές», αφού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιβαρυνθούν οι Πολίτες άλλων χωρών με τα δικά μας προβλήματα), την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων, με χαμηλά επιτόκια, την απόκτηση επαρκούς ρευστότητας, για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας μας, καθώς επίσης την εξασφάλιση χρόνου – για την ανάπτυξη μας, μέσα από τις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές, σε συνδυασμό με την ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης των Ελλήνων Πολιτών (αφού τότε μόνο θα δανεισθεί ο υγιέστατος ιδιωτικός μας τομέας, επενδύοντας και μειώνοντας το δημόσιο χρέος).

Κλείνοντας, μεταφορικά δεν επιτρέπεται καθόλου, είναι παράλογο καλύτερα να προσπαθούμε να κάνουμε οικονομία στο ηλεκτρικό ρεύμα, καταναλώνοντας εκεί τις περιορισμένες δυνάμεις μας, όταν η τράπεζα απειλεί με πλειστηριασμό το υπερχρεωμένο σπίτι μας. Οφείλουμε λοιπόν πρώτα να σώσουμε το σπίτι μας και στη συνέχεια να ασχοληθούμε σοβαρά με τη μείωση των δαπανών μας – σε καμία περίπτωση το αντίθετο, όπως δυστυχώς σήμερα συμβαίνει.

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
viliardos@kbanalysis.com

  Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, 
με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Ευχαριστούμε τον ίδιο, για την άδεια παραχώρησης του άρθρου, προς αναδημοσίευση.


(Φωτό: wikimedia)

 19 Ιανουαρίου 2011 
 

Σχετικά άρθρα