1

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ Η.Π.Α ΚΑΙ ΚΙΝΑΣ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξοδεύουν έξι φορές περισσότερα χρήματα σε στρατιωτικές δαπάνες από την Κίνα, την ώρα που με δυσκολία πλησιάζουν το μισό των κινέζικων κεφαλαίων που προορίζονται για το περιβάλλον
Το αμερικανικό think-tank Institute for Policy Studies (IPS)υπολόγισε την αναλογία στρατιωτικών και περιβαλλοντικών και συνέκρινε τις δαπάνες Η.Π.Α. και Κίνας. Τα συμπεράσματα για την Ουάσινγκτον είναι απογοητευτικά.

Σύμφωνα με την έρευνα που εκπόνησε το IPS και έχει τίτλο “Military Vs. Climate Security”(«Στρατιωτική εναντίον Κλιματικής Ασφάλειας») εκτιμάται ότι το 2011 η Ουάσινγκτον, για κάθε ένα δολάριο που προορίζεται για το περιβάλλον, θα ξοδεύει άλλα 41 για στρατιωτικές δαπάνες. Η αναλογία αυτή μάλιστα είναι εξαιρετικά καλύτερη σε σχέση με πολύ πρόσφατες χρονιές, όπως για παράδειγμα το 2008, όταν η αναλογία στρατιωτικών-περιβαλλοντικών δαπανών ανερχόταν στο 94:1. Τα μεγέθη αυτά χαρακτηρίζονται «απαράδεκτα» από τους εισηγητές της έρευνας Μίριαμ Πέμπερτον και Τζόναθαν Γκλιν. 
Ακόμα όμως και με την αναλογία 41:1 που αναμένεται για το 2011, δεδομένο που εξηγείται από μια αύξηση 146% στις περιβαλλοντικές δαπάνες εντός τριών ετών οι Η.Π.Α. έχουν να διανύσουν μια χαοτική απόσταση για να πλησιάσουν τις κινέζικες δαπάνες για το περιβάλλον, για τις οποίες το ποσοστό τους επί των στρατιωτικών είναι 2,5:1.

Η έρευνα του Institute for Policy Studies αποτυπώνει την ανησυχία που εδώ και αρκετούς μήνες εκφράζεται δημοσίως στις Η.Π.Α. σχετικά με το πόσο έχει αρχίσει να υπολείπεται η Ουάσινγκτον του Πεκίνου σε ζητήματα περιβαλλοντικής διακυβέρνησης και προώθησης τεχνολογιών καθαρών μορφών ενέργειας και πράσινης ανάπτυξης. Η Κίνα –η οποία ας μην ξεχνάμε ότι κατηγορείται σε κάθε ευκαιρία από την Ουάσινγκτον ως «ο μεγαλύτερος πλέον ρυπαντής του πλανήτη»– έχει επιδοθεί σε ένα πραγματικό αγώνα δρόμου στον παγκόσμιο «στίβο» της πράσινης ανάπτυξης, η οποία βεβαίως, τείνει να αποτελέσει ένα νέο “παιχνίδι” του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Την ίδια στιγμή που τα δυτικά μέσα ενημέρωσης όμως, παρουσιάζουν το Πεκίνο ως την ανερχόμενη στρατιωτική δύναμη που θα αποτελέσει τη νέα παγκόσμια απειλή μέσω τεράστιων εξοπλιστικών προγραμμάτων, (βλ. πρόσφατη επίσκεψη Αμερικανού υπουργού άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς στο Πεκίνο), η έρευνα του IPS αναφέρει ότι το 2009, η Κίνα δαπάνησε διπλάσια κεφάλαια για την ανάπτυξη καθαρών μορφών ενέργειας σε σχέση με την Ουάσινγκτον, ξοδεύοντας μόλις το 1/6 των στρατιωτικών δαπανών της Ουάσινγκτον
Έτσι, επωφελούμενο και της οικονομικής ανάπτυξής του, το Πεκίνο από ουραγός στις περιβαλλοντικές δαπάνες βρίσκεται σε θέση οδηγού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η Κίνα εμπλέκεται στο 50% της παγκόσμιας αγοράς ηλιακής ενέργειας, όταν πριν από μερικά χρόνια το αντίστοιχο ποσοστό του στην αγορά δεν ξεπερνούσε το 3%. Εκμεταλλευόμενο και την παγκόσμια οικονομική κρίση το Πεκίνο έχει πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση-κατοχή πολύτιμων πρώτων υλών σε ολόκληρο τον πλανήτη και πρωτοπορεί σε ζητήματα πράσινης ανάπτυξης, έρευνας και καινοτομίας.

Η Ουάσινγκτον, η οποία παραμένει σταθερά ο μεγαλύτερος παραγωγός, πωλητής αλλά και αγοραστής όπλων στον κόσμο, με τεράστια διαφορά από οποιοδήποτε άλλο κράτος συνεχίζει να αυξάνει κάθε χρόνο τις αμυντικές τις δαπάνες, φτάνοντας όπως εκτιμάται τα 739 δις δολάρια το 2011[1]. Έτσι με έναν συνολικό υπολογισμό των στρατιωτικών και περιβαλλοντικών δαπανών σε ποσοστό επί τοις εκατό, το 2011 οι Η.Π.Α. θα ξοδέψουν το 97,6% για εξοπλισμούς και μόλις 2,4% για το περιβάλλον, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στην Κίνα εκτιμάται ότι θα είναι 72 και 28%.

Παρόλα αυτά δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή σκέψη για μείωση των εξοπλιστικών δαπανών στην Ουάσινγκτον. Οι δείκτες της αμερικανικής οικονομίας εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις βιομηχανίες όπλων, οι οποίες «πιέζουν» με διάφορους τρόπους την αμερικανική πολιτική σκηνή.  Όπως είχε αποκαλυφθεί από κινεζικά μέσα ενημέρωσης  το 2008 το ίδρυμα RAND είχε –μέσω πανίσχυρων λόμπι- πιέσει και προειδοποιήσει τον Λευκό Οίκο για την ανάγκη δημιουργίας ενός πολέμου, προκειμένου να ανακάμψει η αμερικανική οικονομία. Το σχέδιο που πρότεινε το συντηρητικό ίδρυμα (αρκετά μέλη του οποίου είναι πρώην στρατιωτικοί και μέτοχοι σε οπλοβιομηχανίες) ήταν η δημιουργία κρίσης και η εμπλοκή σε πολεμική σύρραξη με μία μεγάλη περιφερειακή δύναμη[2]. Πρόσφατα μάλιστα ο γερουσιαστής Ρον Πολ, σε εκπομπή του δημοσιογράφου Άλεξ Τζόουνς δεν απέκλεισε το σενάριο, η πρόσφατη κρίση μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας να ήταν υποκινούμενη από την Ουάσινγκτον για λόγους που σχετίζονται με τα συμφέρονται της αμυντικής βιομηχανίας των Η.Π.Α[3].

Οι «παράπλευρες» απώλειες της αμερικανικής καθυστέρησης είναι τεράστιες όσον αφορά ζητήματα οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας πράσινων θέσεων εργασίας. Για παράδειγμα, οι Η.Π.Α. είναι πολύ πίσω σε τεχνολογίες ηλιακής ενέργειας από τη Γερμανία ή την Ιαπωνία, ή σε φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα, όπως π.χ. μπαταρίες σε σχέση με τη Νότια Κορέα.  Έρευνα του Ινστιτούτου Political Economy Research Institute του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης το 2009, υπολόγιζε ότι μια επένδυση ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων στον τομέα των καθαρών μορφών ενέργειας θα δημιουργούσε 17.100 υψηλόμισθες θέσεις εργασίας, αντί 11.600 στη στρατιωτική τεχνολογία. 
Χαρακτηριστικό της δύναμης όμως των πιέσεων που ασκούνται στο πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α. είναι ότι εξετάζονται «πράσινες λύσεις» στα πλαίσια των πολεμικών εξοπλισμών (π.χ. ηλεκτροκίνητα στρατιωτικά οχήματα), αντί της μεταφοράς κονδυλίων από τις πολεμικές δαπάνες στο περιβάλλον.

Δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που μία έρευνα προερχόμενη από το εσωτερικό των Η.Π.Α. θα καταδεικνύει τη χαοτική διαφορά –σε κοινωνικό αλλά τελικά και επιχειρηματικό επίπεδο- των περιβαλλοντικών δαπανών έναντι των στρατιωτικών. Όσο όμως η αμερικανική οικονομία θα εξαρτάται από τους δείκτες μεγάλων οπλοβιομηχανιών και όσο οι περισσότεροι πολιτικοίτων δύο μεγάλων κομμάτων, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, παραμένουν οικονομικά ή/και ιδεολογικά δέσμιοι πολυεθνικών εταιριών και επιχειρηματικών συμφερόντων, η Ουάσινγκτον θα βλέπει το Πεκίνο και πολλά άλλα κράτη να κάνουν μεγάλα άλματα προς τα εμπρός, ενώ η ίδια θα παραμένει ουραγός.
Ως ειρωνεία της τύχης μάλιστα και σε αντίθεση με τα οικονομικά συμφέροντα που διαιωνίζουν την υπάρχουσα κατάσταση, ο Αμερικανικός Στρατός είναι ο πρώτος στον κόσμο που έχει προχωρήσει σε λεπτομερέστατες έρευνες για τα μελλοντικά ζητήματα ασφαλείας και τις κρίσεις που θα προκύψουν από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας αλλαγής. 
 


[1] Σύμφωνα με άρθρο του James Ledbetter στους New York Times (13/12/2010) οι στρατιωτικές δαπάνες της Ουάσινγκτον ξεπερνούν τις συνολικές στρατιωτικές δαπάνες των επόμενων 15 χωρών, ενώ ο αμερικανικός στρατός είναι ο πλέον ρυπογόνος οργανισμός του πλανήτη, πάνω από οποιαδήποτε άλλη εταιρία, φορέα, κλπ. Στο άρθρο του ο κ. Ledbetter αναφέρεται στον αποχαιρετιστήριο λόγο του Προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ προς τους πολίτες της χώρας το 1961, στον οποίο προειδοποιεί για την ήδη υπάρχουσα τότε πολύ στενή σχέση μεταξύ βιομηχανίας και στρατού/οπλοβιομηχανιών. 
“What Ike Got Right”
, James Ledbetter, New York Times, 13 Δεκεμβρίου 2010, 
[2] “RAND Lobbies Pentagon: Start War To Save U.S. Economy”, PrisonPlanet, Paul Joseph Watson & Yihan Dai, 30 Οκτωβρίου 2008,
[3] “Ron Paul: Korea Conflict May Be Orchestrated Crisis To Boost Dollar”, Paul Joseph Watson, Infowars.com, 23 Νοεμβρίου 2010

(
Πηγές“Military v climate spending: How China outguns the US on clean energy”, The Guardian – SolveClimate http://solveclimatenews.com , Elizabeth McGowan, 12 Ιανουαρίου 2011, Institute For Policy Studies, http://www.ips-dc.org, The Brookings Institution http://www.brookings.edu)

(Φωτό:Wikimedia)

Άρης Καπαράκης,
Συνεργάτης της ΜΚΟ Σόλων
aris@solon.org.gr

13 Ιανουαρίου 2011