ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ (του Γιάννη Ζήση)

pyramid 1076829 520 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

pyramid 1076829 520 - Σόλων ΜΚΟΣτο προηγούμενο άρθρο είδαμε εν τάχει ένα ενδεικτικό φάσμα οργανώσεων και προσώπων που εκπροσωπούνται από κουλτούρες, οι οποίες συνήθως αποκαλούνται «εναλλακτικές», «συγκριτικές» ή της «Νέας Εποχής». Όπως συμβαίνει σε κάθε ρεύμα σκέψης, έτσι και αυτό της Νέας Εποχής χρωματίστηκε αναπόφευκτα –στις περισσότερες περιπτώσεις– από την περιορισμένη φαντασία και τους ψυχολογικούς και μορφωτικούς περιορισμούς των ηγετών και των υποστηρικτών τους. Βασικό σημείο αποτελεί η περιορισμένη ερμηνεία για το τί είναι η πνευματικότητα και ποιό είναι το έργο του πνευματικού ανθρώπου. Το άρθρο αυτό επιχειρεί να συμβάλει σε μια συζήτηση γύρω από αυτούς τους περιορισμούς.

Ο περιορισμός της έννοιας της πνευματικότητας

Ένα ζήτημα που επιβαρύνθηκε από την ώρα που παρουσιάστηκε από προβολές του απωθημένου υλικού του ανθρώπινου ασυνειδήτου  αφορά την ερμηνεία που δόθηκε σχετικά με τη δοξασία των Διδασκάλων της Σοφίας ή της Πνευματικής Ιεραρχίας. Αποδόθηκε, λοιπόν, μια ερμηνεία η οποία χρησιμοποίσησε το θρησκευτικό μονοδιάστατο πρότυπο. Οι πνευματικά εξελιγμένοι άνθρωποι προσεγγίστηκαν  μονοδιάστατα ως προς τη φύση τους, τη λειτουργία τους και το έργο τους· ειδώθηκαν ως θαυματοποιοί και η ύπαρξή τους αυθαίρετα παρουσιάστηκε με όρους θρησκευτικής παράστασης, πράγμα ελάχιστα αληθινό, καθώς το πνεύμα πάντα υπηρετούσε τον εαυτό του στην ιστορία μέσα από όλες τις δράσεις του.

Πόσο πνευματικό είναι το έργο του Ερρίκου Ντυνάν; Πόσο πνευματικό είναι το έργο ενός φιλοσόφου, όπως ήταν ο Πλάτωνας, ή ενός επιστήμονα, όπως ο Αρχιμήδης; Η απάντηση είναι πως είναι αληθινά πνευματικό έργο. Είναι πνευματικό το έργο του καλλιτέχνη· είναι πνευματικό το έργο του ανθρώπου που μέσα από την οικονομική του δραστηριότητα λειτουργεί ανιδιοτελώς. Αυτή η όψη της πραγματικότητας, εντούτοις, αγνοήθηκε. Δεν κατανοήθηκε ότι οι πλείστοι από τους αναφερόμενους Δασκάλους θα μπορούσαν να είναι γνωστά ονόματα της ιστορίας που επιτέλεσαν το έργο τους στην πολιτική, την εκπαίδευση, τη φιλοσοφία, την τέχνη, τον πολιτισμό, την επιστήμη και, ενίοτε, και στη θρησκεία.

Αυτό συνέβη, γιατί κυριάρχησε ο κοσμοθεωρητικός ναρκισσισμός των «ημέτερων», των «περιούσιων», που αναγνωρίζονται μεταξύ τους, μεταχειριζόμενοι μια «θεσμική» και όχι απελευθερωτική αυθεντία πάνω από τους άλλους. Είναι το σύνδρομο του περιούσιου, του αυταπατημένου «μυημένου» που έχει ανάγκη από μια ιδιαίτερη δική του γλώσσα και ιδιαίτερα σημεία αναγνώρισης, τα οποία, σε τελική ανάλυση, είναι πάντα συμβολικά και αποτελούν εξωτερικές τελετουργίες μηδαμινής αξίας μπροστά στη βιωματική που αντιπροσωπεύουν.

Η ίδια παθογένεια που εμφανίστηκε συχνά στις εκκλησίες αναπαράχθηκε σταδιακά και στο πεδίο αυτών των οργανώσεων. Το διαμεσολαβητικό σώμα δεν είχε παρά ελάχιστα κοινά με τη συνήθη θρησκευτική και αποκρυφιστική παρωδία που τους αποδόθηκε.

Μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη σύμμειξη του ανθρώπινου με το θείο. Αυτό ήταν εγγενές στις ίδιες θρησκείες με όλη την εμφατικότητα του Χριστού και των Πατέρων της Εκκλησίας. Τελικά, ο μονοφυσιτισμός ή ο μονοθεϊτισμός παρέμεινε στο βάθος μας. Το ίδιο ισχύει και για πιο συλλογικά σώματα και για εξιδανικεύσεις του βίου και της ιστορίας.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πνευματική έκφραση και η πνευματική προσωπικότητα μετέχει στην ατέλεια. Αυτό δεν μας «νομιμοποιεί» να αισθανόμαστε εύκολα ανώτεροι από κάποιο σπουδαίο ηθικό πρόσωπο  της ιστορίας, μόλις εντοπίσουμε κάποιο ψυχολογικό στοιχείο μη κοινωνικά αρμόζον σε αυτούς, ούτε και να πιστεύουμε πως εμείς θα μπορούσαμε εύκολα να επιχειρήσουμε το έργο τους. Ποιός θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν,  να γίνει  ένας Αβραάμ Λίνκολν;

Σημειωτέον ότι ο Αβραάμ Λίνκολν πέρασε από μια προκλητική, ερειστική και επικριτική φάση στη ζωή του –σχεδόν ανόητα–  από την οποία κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του σε μονομαχία. Κι όμως το πνεύμα του Αβραάμ Λίνκολν είναι τόσο μεγάλο που κανείς δεν μπορεί να πει επιπόλαια ότι μπορεί να σταθεί στο ύψος του παραδείγματός του. Πρέπει κάποιος να μπορεί να αντέξει έναν συνδυασμό συγκυριακών παραγόντων για να φτάσει σε αυτή την θέση. Ακόμη και για τις ινκόγκνιτο πνευματικές παρουσίες –που δεν είναι λίγες– πάλι υπάρχουν οι βιωματικές ιδιαιτερότητες. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, αυτές ίσως να μην υπακούουν στην εξιλαστήρια διαμεσολαβητικότητα που απέδιδε στον Κάσπαρ Χάουζερ ο Ρούντολφ Στάϊνερ. Μπορεί αυτό να ήταν μια φαντασίωση του Στάϊνερ που, εντούτοις, υπακούει σε κανόνες μιας σιωπηλής πνευματικής παρουσίας.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι, αν απογύμνωνε κανείς τους Δασκάλους από αυτή την κατά φαντασίαν θεοτικότητά τους και από αυτό το πεδίο των ανεξάντλητων ψυχικών δυνάμεων, προφανέστατα θα αυξάνονταν κατά πολύ οι διεκδικητές του χαρακτηρισμού «Διδάσκαλος», λόγω του ισχυρού πνευματικού ναρκισσισμού των ανθρώπων. Δεν υπάρχει μέτρο στη βλακεία –όπως λέει και ο Βίνερ– που μπορεί να φτάσει κανείς όταν σκέφτεται για πολύ καιρό μόνος του.

Δεν υπάρχει διαφάνεια γύρω από τα θέματα της μεταβατικής και της διαχρονικής ταυτοποίησης των υποκειμένων στον χώρο του εσωτερισμού, ούτε η υπομονή, βέβαια, να ακούσουμε τη γραφική ιστορία του καθενός. Είμαστε, συνήθως, απορροφημένοι από τον εαυτό μας είτε κριτικά, είτε εξωραϊστικά, είτε ναρκισσιστικά, είτε κριτικά απέναντι στους άλλους. Γι’ αυτό, υπάρχουν και οι «κανόνες του δρόμου» που κάνουν λόγο για την αμοιβαιότητα στην αναγνώριση της ποταπότητας και για την ανάγκη λιτότητας μέσω της οποίας πρέπει να διανυθεί ο δρόμος, έτσι ώστε οι αναγνωρίσεις της ποταπότητας να μην αποκτήσουν έξεις και κυριαρχικότητες πάνω σε αυτούς που προβαίνουν σε αυτή την ψυχολογική-ψυχαναλυτική διαύγαση.

Η επίκληση του φυσικού ανθρώπου για την επίτευξη του απλού ανθρώπου από τον Χριστό στον Ουΐτμαν, τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ και τον Αβραάμ Λίνκολν είναι ένα σημαντικό ζήτημα επιστροφής στην αθωότητα και, εν τέλει, στη φυσικότητα – εκεί όπου παραιτείται κανείς από τους ναρκισσισμούς του μπροστά στην παιδικότητα που εμφανίζεται στο Ευαγγέλιο ως προνομιακή για την είσοδο στο Βασίλειο των Ουρανών.

Όλα όσα είπαμε δεν αποκλείουν τη σημαντικότητα της προσωπικότητας κάποιου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνεται αποδεκτό ένα θέατρο σεβασμού, εξουσίας και γοητείας. Το ζητούμενο, επίσης, δεν είναι να διακρίνει κανείς κατ’ ανάγκην τη σημαντικότητα μιας προσωπικότητας· το κύριο θέμα είναι να αναδειχθεί αυτή μέσω μιας συνεπούς –απέναντι σε αρχές– συστημικής θεώρησης και, τελικά, να αναδειχθεί το έργο τους ως αλληλέγγυο έργο αρωγής, που έχει ρυθμό απέναντι στην ανθρωπότητα, τη φύση και σε όλο το πλανητικό τοπίο.

Για το πεδίο του έργου του πνευματικού ανθρώπου

Εκτός από την εσφαλμένη θεώρηση της δοξασίας των Δασκάλων – που θα έλεγε κανείς ότι κόστισε αρκετά από πνευματικής σκοπιάς και που παραμένει ως πρόβλημα – υπάρχει και η εσφαλμένη θεώρηση για το πεδίο του έργου του πνευματικού ανθρώπου. Οι ζηλωτές της φιλολογίας του εσωτερισμού αυτοαπορροφώνται με έναν ιδιοτελή τρόπο και νομίζουν ότι το πεδίο της καθημερινής προσωπικής ζωής τους είναι και το πεδίο της κάλυψης της ανάγκης της ανθρωπότητας. Η προσοχή τους εστιάζεται υπερβολικά πάνω στην οικογένειά τους, στην εξασφάλιση αρμονικών σχέσεων με την παρέα ομοϊδεατών οπαδών, όπου συζητούν για εσωτερισμό, αποκρυφισμό, όπου διαλογίζονται και ούτω καθεξής.

Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να γραφτεί – με όρους διακριτικούς – το πού βρίσκεται το πεδίο της ανάγκης της εξέλιξης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παρεμβαίνει κανείς μηχανιστικά στις διαδικασίες της. Έτσι, παραγνωρίζεται το γεγονός ότι υπάρχει μια τεράστια ανάγκη για αναλύσεις του οικονομικού προτύπου του ανθρώπου και του συστήματος και ότι αυτό το εγχείρημα θα πρέπει να περάσει από μια διαδικασία στοχασμού. Όμως, ενώ ο στοχασμός είναι εύκολος όταν περιστρέφεται γύρω από την κριτική και παραμένει σχετικά εύκολος όταν αρκείται σε εξωραϊσμένες ουτοπικές λύσεις μικρής κλίμακας ή χαμηλής οικονομίας ( ή ήπιας οικονομίας), δεν συμβαίνει το ίδιο όταν καλείται να δώσει πρακτικές και βιώσιμες λύσεις. Προϋποθέτει μεγάλη σοφία η πρόταση οποιασδήποτε λύσης σε ένα αβυσσαλέο τοπίο χωριστικότητας, φόβου και επιθετικού ανταγωνισμού που εξακολουθεί να αποτελεί το ψυχολογικό υπόστρωμα του πολιτισμού μας .

Η μεγάλη δυσκολία και ανάγκη βρίσκεται στο πώς ο στοχασμός θα παρέμβει με έναν όρο ρεαλιστικό στο πεδίο της οργανωμένης ιδιοτέλειας.  Η πρόκληση για κάθε στοχασμό ουσιαστικής ιδέας γύρω από την αλλαγή του οικονομικού συστήματος εντοπίζεται:
1. στο πώς θα καταστήσει κοινωνούς αυτής της ουσιαστικής ιδέας τους παράγοντες των αποφάσεων και την κοινή γνώμη·
2. στο πως αυτή η ιδέα θα περάσει με επιτυχία την επιστημονική βάσανο, διαβούλευση και συγκριτική αξιολόγηση.

Υπάρχει –υποτίθεται– το εργατικό κίνημα, το οποίο, εάν αναγεννηθεί, θα μπορούσε να επιτελέσει έναν σπουδαίο πνευματικό ρόλο για τη μετάβαση του πολιτισμού στο επόμενό του βήμα. Ποιό είναι, όμως, η συμμετοχή των – υποτιθέμενων πνευματικά – σκεπτόμενων ατόμων σε αυτό το πεδίο; Πόσοι νομίζουν ότι πράττουν το καθήκον τους, μόνο και μόνο επειδή ενεργούν με τον ίδιο τρόπο που ενεργούν οι ομοϊδεάτες τους; Και, έτσι, πάει καλώς το πνευματικό franchising.

Υπάρχουν άλλα μείζονα προβλήματα τα οποία οι άνθρωποι του πνεύματος τα αγνοούν, γιατί, ακριβώς, δεν μελετούν. Απαιτείται εργώδης διανοητική προσέγγιση παράλληλα με την ανάπτυξη της ενόρασης. Εδώ, βέβαια, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα άλλο πρόβλημα: αυτό της θεμελιώδους σύγχυσης που επικρατεί γύρω από το τί είναι η ενόραση.

Υπάρχει μια φαντασίωση νοητικότητας και υπέρβασης των συναισθημάτων, επειδή υπάρχει «επάρκεια» καλής θέλησης, ευαισθησίας, αγάπης, υπαρξιακής βίωσης, ενδεούς ασάφειας και αισθησιακής απλοϊκότητας. Αυτή η φαντασίωση που μετέρχεται μεταφυσικών παραστάσεων εκλαμβάνεται εσφαλμένα ως ενόραση ή πνευματικότητα.
Δυστυχώς, πρέπει να πούμε ότι υπάρχει και η «φούσκα» της εσωτερικότητας και του εσωτερισμού.

Μεγάλες αυταπάτες και πλάνες που σχετίζονται με τον όρο «ενόραση» θα είχαν διασκορπιστεί εάν είχε μελετηθεί έστω και μικρό μέρος της εργασίας των φιλοσόφων Ανρί Μπεργκσόν και  Χούσσερλ.

Χρειάζεται, παράλληλα, να κατανοηθεί κάπως καλύτερα η κοινωνική και οικονομική θεωρία της διακυβέρνησης και του δικαίου. Εφόσον, θεωρητικά, οι ζηλωτές του πνεύματος επιδιώκουν κάτι για όλα, θα πρέπει να αποκτήσουν έναν βαθύ εγκυκλοπαιδισμό, με την έννοια της εγκυκλοπαίδειας του Διαφωτισμού και όχι με την έννοια της σημερινής παραθετικής λεξικολογικής αναφοράς.

Πρέπει να εξαγγείλουν νέα πράγματα με μια νέα, ανιδιοτελή μορφή προσευχής ή επίκλησης· να εξαγγείλουν τη διαχρονική παρουσία αυτών που προσδοκούν οι λαοί, δηλαδή των μεγάλων πνευματικών όντων του στίβου της ζωής. Πρέπει ακόμα να εξαγγείλουν  ένα Σχέδιο, ένα όραμα με βάση το οποίο να εργαστούν για την αντιμετώπιση του ολοκληρωτισμού. Και αυτό απαιτεί μια αφαιρετική σκέψη, μια κινητοποίηση της διαλεκτικής στον διάλογο, τη δημόσια επικοινωνία και τη βιωματική.

Ταυτόχρονα, πρέπει να εργαστούν σε ειδικά πεδία με βάθος, διεισδυτικότητα και αποτελεσματικότητα, δοκιμάζοντας τις συνθήκες στην πράξη. Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αυτό του Έρβιν Λάζλοου, με όρους διαψευσιμότητας των προσδοκιών. Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση της Αλίκης Μπέιλι. Ενώ το έργο της απαιτούσε μια συνθετική κοσμοθεώρηση, παρά την οριακή εξειδίκευση, ανοιγόταν, παράλληλα, μπροστά σε συστημικά πεδία του πολιτισμού και του ανθρώπου. Βέβαια, ακόμη και μια τέτοια στάση θα προκαλέσει επικρίσεις, αντιδράσεις, μεμονωμένες επιθετικότητες που αποσπούν και παραμορφώνουν κάποια στοιχεία μειωμένης αυτοθυσίας και παραδειγματικότητας

Το τελευταίο σημείο προβλήματος είναι ότι το χρήμα και η επωνυμία λειτουργούν με όρους μειωμένης αυτοθυσίας και παραδειγματικότητας. Σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να θεωρούνται ως πεδία ιδιοποίησης · πρέπει να αποδίδουν πλήρως στο κοινωνικό πεδίο και να έχουν πεδίο απόδοσης και ολοκλήρωσής τους τον εξελικτικό μερισμό.

Το πρόβλημα έχει ως εξής, όπως το έθεσε ο Πλάτωνας στον Μενέξενο: «παν πλήθος και πας πλούτος αρετήν υπείκει».  Και, όταν λέμε «πλούτο», εννούμε και  τον πλούτο συνείδησης για όλες τις στιγμές της συνειδητότητας, καθώς και όλον τον πλούτο τον κοινωνικό, τον οικονομικό και για όλους – και αυτό χωρίς να αναζητήσουμε ποιός θα είναι το κέντρο σε αυτό το δίκτυο αναγνώρισης και συνεργασίας-συνεισφοράς.   Ορισμένοι, όπως ο ψυχολόγος Assagioli ή ο φιλόσοφος Reiser, διέθεσαν το ακαδημαϊκό τους κύρος για να υπηρετήσουν αυτούς τους σκοπούς σε παγκόσμιο επίπεδο.  

Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο σύστημα απαιτεί μια εσωτερική βιωματική δημιουργικότητα και μια δυναμική, αντί να λειτουργεί με απλοϊκότητες που το υποβαθμίζουν έναντι της ποιότητας και της περιεκτικότητάς του. Αυτή η ανιδιοτελής στάση πρέπει να τίθεται όχι ως σημείο συνδιαλλαγής για μια ευτυχή διαβίωση, αλλά ως σημείο απάρνησης και αφθονίας διακονούσης την ανάγκη.

Σίγουρα, υπάρχουν πολύ περισσότερες «υβριδικές» προσωπικότητες  – όπως θα έλεγε και ο Άμλετ στον Οράτιο –  οι οποίες λειτουργούν ως όψεις του Ιανού σε αυτή την κινηματική και σε οποιαδήποτε άλλη κινηματική δυναμική. Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να επηρεαστούν από αυτό, παρά πρέπει να κοιτάξουν να περιορίσουν τον αρνητικό απόηχο τέτοιων στάσεων, την αποδομητική ισχύ της ασυνέπειας, αλλά, ταυτόχρονα, να αναδείξουν με καλή θέληση τη συνεργατικότητα και την εμπιστοσύνη, με διαφάνεια και με την εξυπηρέτηση της ανάγκης στην εποχή μας.

Ας μην ξεχνάμε ότι σε όλα αυτά η σχέση της εξέλιξης ή της μαθητείας είναι διαρκής και πως η σχέση με το υπερβατικό είναι οικεία και δεν εμφιλοχωρεί ο φόβος ή ο σεβασμός, αλλά η αγάπη – όπως έλεγε και ο Απόστολος Ιωάννης.

Συνοψίζοντας τη συνολική εικόνα

Για να απλοποιήσουμε, λοιπόν, την εικόνα, έχουμε:

1. το μεγάλο ρεύμα της επιστήμης – κυρίως ματεριαλιστικό, τεχνολογικό·

2. τις θρησκείες – κατά βάση φονταμενταλιστικές και εξουσιαστικές·

3. τη φιλοσοφία με έναν στοχασμό εξασθενημένο και περιορισμένο στα πλαίσια μιας ειδικής γνωσιολογίας και επιστημολογίας·

4. τις εναλλακτικές κουλτούρες και κοσμοθεωρίες και, τέλος,

5. το πολιτικο-οικονομικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί ως παράγοντας συνεκτικής εξουσίας συμφέροντος και γοητείας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι εναλλακτικές κουλτούρες ή κοσμοθεωρίες καλούνται να ισορροπήσουν εποικοδομητικά. Καλούνται να συνηγορήσουν με ό,τι καλύτερο από πλευράς της επιστήμης, να ανοίξουν νέους τομείς, συνεργώντας με τη φιλοσοφία, αφομοιώνοντας και αναγορεύοντας από το πεδίο των θρησκειών σημαντικές συνιστώσες αρχαίας σοφίας και εξελικτικής προοδευτικότητας και κατανοώντας –αναστοχαζόμενοι– το πολιτικο-οικονομικό σύστημα, ώστε αυτό να γίνει πιο δίκαιο, απελευθερωτικό, μερισματικό και αειφορικό στον κόσμο.  Καλούνται, ταυτόχρονα, να εξυπηρετήσουν την πνευματική ανάγκη που συνδέεται με τη συνολική πνευματικοποίηση της ανθρωπότητας, με την υπέρβαση του ατομισμού μέσω της ομαδικότητας –όχι μαζικότητας– με την υπέρβαση της διανοητικότητας μέσω της ενόρασης, με την πραγμάτωση, τέλος, της ατομικότητας και της εξελικτικής διανοητικότητας σε μια σχέση πιο γόνιμη, πιο εξελικτική μεταξύ νοόσφαιρας και βιόσφαιρας  η οποία να εναρμονίζεται με τη δικαιϊκή ενάργεια και τη θετικότητα του λόγου.

Στον δρόμο αυτό, οι ζηλωτές του πνεύματος καλούνται να μην είναι παθητικοί και ανώνυμοι καταναλωτές των ιδεών, αλλά δραστικά ενεργοί, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες στην επικοινωνία και τη συνεργασία. Όσον αφορά την προσφορά εκ μέρους των υπηρετητών του κοινού καλού, αυτή πρέπει να προσφέρεται χωρίς προσδοκίες για οφέλη πέραν του ανθρώπινου μέσο όρου στην προσωπική τους ζωή, ούτε σε σχέση με το μήκος ζωής ή περισσότερες ευκαιρίες αναγνωρισιμότητας ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά η προσφορά τους πρέπει να συνδέεται, παράλληλα, με την αναζήτηση δρόμων εξέλιξης του πνεύματος.

Συνοπτικά, η στάση που καλούνται οι ζηλωτές του πνεύματος να εκφράσουν είναι να ενεργούν χωρίς ιδιοτελή προσδοκία, αλλά με ζωηρότητα πνευματική, μέχρι τελευταίας στιγμής.

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

10 Δεκεμβρίου 2010

(solon.org.gr)

Διαβάστε επίσης:
1. ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ 
Για τη θεμελιώδη σύγχυση γύρω από την έννοια της παλιάς και της νέας εποχής. 
2. ΠΟΛΙΤΗΣ ‘Η ΓΙΟΓΚΙ;
3. Η ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΝ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΟΥΝ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
A. Κουλτούρες και ρεύματα της Νέας Εποχής
B. Πνευματικότητα και εναλλακτικές κουλτούρες