1

ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ – ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (του Γιάννη Ζήση)

Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, ο Έλληνας της αρχαιότητας ήταν ιστορικά ο πρώτος που συνειδητοποίησε ότι εφόσον μπορεί να επαναθεσμίσει τον νόμο μπορεί να γίνει ο ίδιος ο νόμος. Η δυνατότητα βέβαια της θέσμισης αποτελεί ένα επιτυχημένο βήμα εκδημοκρατισμού του πολιτισμού στο οποίο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν ο Σόλωνας και ο Κλεισθένης. 
        Ο Έλληνας συνέλαβε έναν ιδιαίτερο ατομισμό ο οποίος σταδιακά διέσπασε τον κοινοτισμό της δημοκρατίας και της ελευθερίας και οδήγησε την ελευθερία και τον δημόσιο χαρακτήρα της -την δημοκρατία και τους δημόσιους πόρους της- σε ένα δρόμο διαφθοράς.

         Γνωρίζουμε ότι από την εποχή του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη –σύμφωνα με τους Παράλληλους Βίους του Πλούταρχου- υπήρξαν δύο χαρακτηριστικά διακριτές νοοτροπίες: 
1. η νοοτροπία του Αριστείδη ο οποίος που ήταν αδιάφθορος και πένης και 
2. η νοοτροπία του Θεμιστοκλή ο οποίος έκφραζε την «εύνοια» των οικείων μέσω της «αξιοποίησης» της «ισχύος» του κόμματος, στην λογική των «εργολαβιών».

         Ο Θεμιστοκλής έμεινε στην ιστορία λόγω της στρατηγικής του ιδιοφυΐας και της συνεισφοράς του στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Αριστείδης έμεινε στην ιστορία ως δίκαιος αλλά και ως εξοστρακισμένος δίκην μανίας -που προκαλούσε η συνεπής ηθική του ζωή- στην Αθηναϊκή Πολιτεία.

         Γνωρίζουμε ότι η δόμηση της Ακρόπολης, υπήρξε ένα μεγάλο έργο της εποχής, το οποίο συνδέθηκε με δίκες για θέματα διαφθοράς οι οποίες ενέπλεκαν ακόμη και τους μεγάλους καλλιτέχνες αυτού του μνημείου της ανθρωπότητας. Αυτό το αναφέρουμε, για να εντοπίσουμε τα διαχρονικά Ελληνικά χαρακτηριστικά έχοντας υπόψη και τα σημεία που παρατηρούν -αρκετά χρόνια αργότερα- οι Ρωμαίοι για τους Έλληνες. Οι Ρωμαίοι φυσικά είχαν τις δικές τους παθογένειες αλλά εντούτοις προσφυώς είχαν αντιληφθεί τις παθογένειες της Ελλάδας γύρω από τα θέματα της εντιμότητας και της διαφθοράς.

        Ο ατομικισμός αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στον Ελλαδικό χώρο. Εξάλλου αυτό φαίνεται και από τον χαρακτήρα των εσωτερικών διενέξεων. Ας πάμε όμως σε πιο νεωτερικά στοιχεία που συνθέτουν και δρομολογούν το σημερινό μας τοπίο και αποτελούν ένα διαχρονικό υπόβαθρο μιας εθνοτικής περιπέτειας. 
 

Για την αντιδραστικότητα στον κοινοτισμό 
        Η σύγχρονη Ελλάδα ως εθνότητα δεν λειτούργησε κοινοτικά παρά τον ισχυρό φονταμενταλισμό της που είχε καταβολές εξιδανίκευσης και εξωραϊσμού.  Ο φονταμενταλισμός, συνδέεται με το άλλοθι εκείνου του ανθρώπου που στο βάθος του αισθάνεται ενοχή και που εξιδανικεύεται και θωρακίζει τον εαυτό του ώστε να μην μπορεί να κατηγορηθεί από την ετερότητα, τον «άλλο», είτε αυτός είναι Έλληνας είτε όχι. Αυτό το σύνδρομο λειτουργεί σε όλες τις ιδεολογικές, πολιτισμικές και ανθρωπολογικές συλλογικότητες και άτομα.

        Η κοινοτική μας συνοχή λοιπόν δεν δούλεψε απαρχής στην Ελλάδα. Δούλεψε μόνο ως ηθική περιορισμένης ομαδικότητας ή συλλογικότητας σε προσωποποιημένες και περιορισμένες κοινωνικά ομάδες. Πράγματι η κοινοτική συνοχή στην Ελλάδα έφτασε στα ύψη της ηθικής της έκφρασης μέσα από προσωπικότητες όπως του ο Αριστείδη και του Κολοκοτρώνη.  Όμως την ίδια ώρα υπήρχε ένα ιδιαίτερα επιδέξιο αντίπαλο δέος στην διαχείριση της εξουσίας και του κοινού. Ο χαρακτηριστικός διαχρονικός θεμελιώδης πολυκατακερματισμός του εθνικού σώματος, είχε ως αποτέλεσμα να μην διαμορφωθεί τόσο η ηθική στο πλαίσιο της κοινότητας όσο και η κοινότητα στο πλαίσιο της ηθικής ή της δικαιοσύνης.

        Οι υπομνήσεις -του Κάλβου για τα έργα των ληστών και του Κοραή για την αναγκαιότητα της εγκατάλειψης της ληστρικής ή της πειρατικής συγκρότησης των ομάδων και των ατομικών συμπεριφορών- προέτρεπαν να προσχωρήσουμε σε ένα καθεστώς  ελευθερίας και δικαιοσύνης αλλά δεν έφεραν τους αναμενόμενους καρπούς. Αυτή την «δυσκολία» της σύγχρονης Ελλάδας να εδραιώσει ένα καθεστώς  ελευθερίας και δικαιοσύνης θα μπορούσε κανείς να την εικάσει από την εξέλιξη της πρώτης κρίσης στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Σε αυτήν την κρίση των δύο απανωτών εμφυλίων διενέξεων -αμέσως μετά από τις πρώτες νίκες του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα-  έφεραν σε αμηχανία το παγκόσμιο φιλελληνικό κίνημα και έδειξαν το πόσο αδυσώπητοι ήταν οι φορείς των διενέξεων απέναντι ακόμη και σε πρόσωπα όπως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και της οικογένειάς του. 

Για το ρόλο του κεφαλαίου στο προτεκτοράτο Ελλάδα 
        Ταυτόχρονα, υπήρξε ένας εξαθλιωτικός δανεισμός για τον οποίο ήταν συνυπεύθυνοι οι πολιτικοί παράγοντες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ο δανεισμός αυτός ήταν βέβαια μια στρατηγική μεθόδευση –δημιουργίας προτεκτοράτου- από πλευράς των ισχυρών αστών της Ευρώπης, των τριών δυνάμεων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Αυτές οι δυνάμεις έπαιξαν έναν καταλυτικό ρόλο στην τελευταία φάση των εξελίξεων στο στρατιωτικό πεδίο κάτι που δεν πρέπει να υποτιμάμε. Τον καταλυτικό ρόλο των μεγάλων δυνάμεων στην επιτυχή απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τους δυσμενείς όρους και τις ομηρίες της οικονομικής δανειοδότησης της χώρας μας που διήρκησαν σχεδόν δύο αιώνες στις συνέπειές τους, δηλαδή μέχρι σήμερα.

        Οι όροι λοιπόν αυτοί είχαν να κάνουν με ιδιωτικοοικονομικά διεθνή συμφέροντα απέναντι στην Ελλάδα και φάνηκαν ακόμη και στο σκάνδαλο Pacifico. Αυτοί οι όροι, οι νοοτροπίες και οι παράγοντες, μας υπονόμευσαν εξαθλιωτικά και άδικα. Θεωρητικά τέτοιοι όροι θα έπρεπε να περάσουν από ένα διεθνές οικονομικό δικαστήριο. Εξάλλου μια επαναδιαπραγμάτευση των όρων έγινε στην περίπτωση του Pacifico με την παρέμβαση άλλων μεγάλων δυνάμεων πλην της Αγγλίας, η οποία είχε ενεργήσει τότε με μείζονα αλαζονεία προφανώς κάτω από την «λογική» συγκεκριμένου επιχειρηματικού και κεφαλαιακού παράγοντα.  

        Λέμε ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισαν στα γεγονότα -οι ιδιωτικοί παράγοντες του κεφαλαίου- γιατί είναι ευρύτερα γνωστό το τι παιχνίδια έπαιξαν αυτοί ακόμη και στην ίδια την Μεγάλη Βρετανία στην μάχη του Βατερλό ή στην διαμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Γαλλίας, της Πρωσίας, της Αυστρίας, της Γερμανίας και μεταγενέστερα των ΗΠΑ. 
        Αυτή η παράξενη ισχύς μπορεί να ερμηνευτεί ως ο μαζοχισμός της πολιτικής απέναντι στον οικονομικό παράγοντα και στους οικονομικούς του συντελεστές. Ο μαζοχισμός ως  συνέπεια της λαγνείας για εξουσία πηγαίνει ακόμη πιο βαθιά από αυτούς τους παράγοντες που είναι γνωστοί ακόμη και με τα οικογενειακά τους ονόματα για να θυμίσουμε μερικούς από αυτούς, όπως τους Φούγγερ την εποχή του Καρόλου 5ου του Φραγκίσκου ή ακόμη και τους Μέδικους της Φλωρεντίας. 
        Η Ελλάδα λοιπόν έχασε εν τη γενέσει της, στην ελληνική επανάσταση -με έναν εμφύλιο και με έναν στρεβλό δανεισμό-  τόσο τον εθνοτικό της κοινοτισμό όσο και την ισορροπία πολιτικού και οικονομικού πεδίου. Σε αυτήν την επιβάρυνση προστέθηκε η στρέβλωση του Βαυαρικού προτύπου. Εδω θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι ίδιοι οι Έλληνες υπονόμευσαν το μέλλον τους δολοφονώντας τον Καποδίστρια, ένα μεγάλο πολιτικό ο οποίος μπορεί να έκανε λάθη αλλά ήταν ικανός, με πραγματικό όραμα και γνώση.

Για το έλλειμμα μορφωτικής συνοχής
        Υπάρχει ένα άλλο κρίσιμο θέμα, στην ιστορία της Ελλάδας, αυτό του ελλείμματος μορφωτικής συνοχής. Το έλλειμμα μορφωτικής συνοχής συνδέθηκε αφενός μεν με τον ατομικισμό αφετέρου με την κουλτούρα επιβίωσης που είχε καλλιεργηθεί στην περίοδο της Τουρκοκρατίας -και όχι μόνο- και το οποίο συνδεόταν με τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό της εκπαίδευσης. Έτσι χάσαμε το κύμα του Διαφωτισμού -όπως αυτό είχε ξεκινήσει από τον Κοραή και πριν από αυτόν μέχρι τον Καΐρη και μετά από αυτόν- για το ευρύτερο κοινό. Θα έλεγε κανείς ότι η Ελλάδα με αυτό τον τρόπο έχασε επίσης την ευκαιρία μετατόπισή της προς ένα προοδευτικό μέλλον, κάτω από την πίεση στοιχείων που είχαν για τα νέα δεδομένα αναχρονιστικό χαρακτήρα.

        Η εκπαίδευση δεν δούλεψε καλά στην Ελλάδα, παρά το πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα -του Κολοκοτρώνη- ενθάρρυνσης των νέων για τη μόρφωσή τους, στο τέλος της ζωής του. Αυτός ο μεγάλος ηγέτης και ο οικουμενικά ηθικός άνθρωπος, είχε την στρατηγική αντίληψη να δώσει έμφαση στην παιδεία, κάλεσε την χώρα σε ένα μορφωτικό εγχείρημα όντας ο ίδιος αμόρφωτος.

        Δυστυχώς χάθηκε από την μνήμη μας και η τεράστια σημασία των ατομικών συμβολικών και ψυχολογικών υπερβάσεων που έκανε ο ίδιος απέναντι στους δήμιούς του και στους διώκτες του – ένα εγχείρημα μεγαλοθυμίας. Έκτοτε η χώρα, αφού έχασε την ευκαιρία της συμφιλίωσης και της ενότητάς της μέσα στην ίδια την ελληνική επανάσταση, μπήκε με όποια προσχήματα σε αλλεπάλληλες διαιρέσεις.  

Για τη χαμένη ενότητα
        Η προοπτική να ανακτήσει η Ελλάδα την ενότητά της με το Συνταγματικό Κίνημα, χάθηκε χάρις στις πολιτικές που άσκησαν οι πολιτικοί, σε σχέση με τον παρεμβατικό χαρακτήρα των ανακτόρων και την εξωτερικότητα του βασιλικού οίκου. Είναι πλέον ιστορική επιστημονική αλήθεια ότι ο βασιλικός οίκος αποτελούσε έκφραση της επιρροής των μεγάλων «προστάτιδων» δυνάμεων του νεώτερου ελληνικού κράτους.

        Ακολούθησε η πτώχευση, ο ατυχής πόλεμος με την Τουρκία στο τέλος του 19ουαιώνα και το κίνημα στο Γουδί, το οποίο τόσοι πολλοί επικαλούνται σήμερα ξεχνώντας ότι όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα και αυτό είναι ένα μέγα λάθος όπως έδειξε και η χούντα του ’67. Ακολούθησε η έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου και ο διχασμός του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, που πήρε κατόπιν μια άλλη διάσταση μετά από την Μικρασιατική καταστροφή και με τις αλλεπάλληλες κινήσεις γύρω από τα θέματα του βασιλικού καθεστώτος, λες και είχαν λυθεί όλα τα άλλα σοβαρά προβλήματα επιβίωσης της  χώρας.
    
        Μετά προέκυψαν οι πολώσεις που προέκυψαν λόγω της δημιουργίας του σοσιαλιστικού και του εργατικού κινήματος, το οποίο επί χρόνια λειτούργησε ως η έκφραση της διεθνοποίησης του εργατικού κινήματος και του μαρξιστικού του χαρακτήρα ιδιαίτερα μάλιστα μετά από την σοβιετική εκδοχή του.  Ενάντιά του συμμετείχαμε εσφαλμένα -όπως αποδείχθηκε για την Μικρασιατική Καταστροφή- στο διεθνές εκστρατευτικό σώμα που στάλθηκε στην Ουκρανία, απέναντι στην τότε επαναστατική κυβέρνηση της Ρωσίας.

        Στην συνέχεια μπήκαμε στα ιδεολογικά ρεύματα του Μεσοπολέμου σε συνδυασμό με τα εσωτερικά μας -με το  αποτυχημένο Βενιζελικό κίνημα του στρατού και τις παλινωδίες προσωπικοτήτων όπως ο Κονδύλης- και φτάσαμε στην εθνική μας διαίρεση και στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής.

        Είχαμε, η αλήθεια είναι, μια ροπή προς τον διχασμό που εντάθηκε από τον παγκόσμιο διπολισμό χάνοντας ολοκληρωτικά την νηφαλιότητά μας κάτω από τα ζητήματα που έθεσε η διαφθορά και η προδοτική σύμπραξη με τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής αλλά και κάτω από την λογική που υπήρξε των δύο αναδυόμενων μεταπολεμικών μπλοκ. Το δυστύχημα είναι ότι σε αυτή την περίοδο δεν υπήρχε μια εθνική πολιτική τάξη η οποία να επιδιώκει την συνεννόηση όπως υπήρξε στην Ιταλία. Η Ιταλία είχε δοκιμαστεί πολύ σκληρά από τον φασισμό και είχε ένα ισχυρό σοσιαλιστικό κίνημα.  

        Η εθνική συνεννόηση ήταν το ζητούμενο και ο διχασμός η ευθύνη της δικής μας κουλτούρας.  Θα ‘λέγε κανείς ότι με τον εμφύλιο μετά την απελευθέρωση χάθηκε άλλη μια μεγάλη ευκαιρία καθώς ωθούσαμε τις πολιτικές εξελίξεις προς την ρήξη, πέρα και από τα όρια που ήθελαν οι Αμερικάνοι και οι Άγγλοι.  Στην μεταξύ μας διένεξη αφήναμε χώρο στην προβοκάτσια, και ασκήσαμε πολιτικές πέρα των ορίων που και η ίδια η Σταλινική ηγεσία ήθελε. Κυριάρχησαν τα κίνητρα των προσωπικών επιδιώξεων και από τις δύο πλευρές προσβλέποντας για τον εαυτό τους το ρόλο ενός διαδόχου της ακτινοβολίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, στο ρόλο ενός ηγέτη του λαϊκού κινήματος.

        Η έλλειψη εθνικής συνεννόησης φάνηκε ακόμη και στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου που παγιδεύτηκε σε εσφαλμένα χρονικά πλαίσια, με αντίστοιχους ρόλους και ηγετικούς ναρκισσισμούς, με μοιραίες επιπτώσεις και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και για την κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, την ελληνική παροικία, τον ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, αλλά πάνω από όλα με καταλυτικό ρόλο για το εσωτερικό γίγνεσθαι της χώρας.

Η πρόκληση της επιείκειας και της συμφιλίωσης
       Μια προσωπικότητα φάνηκε να ήτανε καθαρή και ελεύθερη από αυτό το νέφος της αγριότητας, της τυφλότητας και της αντιδικίας, ήταν ο Πλαστήρας. Έχει χαθεί το πνεύμα της συμφιλίωσης και το κάλεσμα για επιείκεια και καταλλαγή του Πλαστήρα. Χάθηκε με ευθύνη ακόμη και των ενδοπαραταξιακών του συμμάχων που τον υπονόμευαν με έναν καταλυτικό τρόπο. Δυστυχώς ο Πλαστήρας αναμενόταν και από πλευράς υγείας να αποχωρήσει από την πολιτική ζωή της χώρας.

        Από τότε η Ελλάδα έχασε τον προσανατολισμό συνεννόησης οριστικά. Το μέγεθος της απώλειας αυτού του προσανατολισμού μπορεί να εκτιμηθεί εάν αναλογισθούμε την ομαλή μεταπολεμική εξέλιξη της Ιταλίας και της Γαλλίας μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι γνωστό ότι και στις δύο χώρες υπήρχαν ισχυροί συσχετισμοί διπολικότητας, μεγάλα προβλήματα διαφθοράς. Στην Ελλάδα όμως, το πρόβλημα της διαίρεσης και της διαφθοράς ήταν ιδιαίτερα οξύ. Η Γαλλία πρόσθετα είχε να λύσει ζητήματα αποικιακά -αντίθετα με μας- η Ιταλία όμως δεν είχε να λύσει τέτοια ζητήματα. Η Γαλλία είχε το πρόβλημα της Αλγερίας το οποίο λειτούργησε πολιτικά απέναντι στον Ντε Γκόλ, μια προσωπικότητα ναι μεν συγκεντρωτική στην πολιτική αλλά αρκετά ώριμη για συμβιβασμούς. Πρόσθετα αποικιακά ζητήματα υπήρχαν στο Βιετνάμ, στην Ινδοκίνα. Σε αντίθεση με την Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία προχώρησε σε περισσότερο ουσιαστικούς δρόμους αλλαγής -παρά την ειδεχθή πολιτική της στην Μέση Ανατολή και μετέπειτα στο Σουέζ όπου συνέπραξε με την Γαλλία και μέρος της οποίας είναι και η υπόθεση της Κύπρου. 
        Η Ελλάδα μπορούσε να ανταποκριθεί θετικά στο κάλεσμα της επιείκειας, και της ειλικρινούς συνεννόησης, που θα θύμιζε το κάλεσμα του Μαντέλα μετά από το Απαρτχάιντ στην Νότιο Αφρική, με επώνυμο τρόπο και με βάθος.

Νεποτισμός και μονοκομματική πελατειακότητα  
        Το ρεαλιστικό μέτρο της πολιτικής το οποίο εισήγαγε στην συνέχεια ο Καραμανλής είχε προοδευτικά στοιχεία, πλην όμως είχε και ιστοροικονομικής διαφθοράς. Η Ελλάδα, από την αρχή δεν αξιοποίησε το σχέδιο Μάρσαλ και δεν λειτούργησε με την διαπραγματευτική ευκινησία που επέδειξαν οι Τούρκοι, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι -από την γένεση του νέου τουρκικού κράτους τους- τόσο από την διαπραγματευτική ευρύτητα που επέδειξε ο Ατατούρκ, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την στρατιωτική υπεροχή των Ελλήνων και από  στο στρατιωτικό μέτωπο όσο και του Ινονού.

        Το πρόβλημα της Ελλάδας συνδέεται πάντα με ένα νεποτισμό στην πολιτική ζωή της. Μερικοί βουλευτές και πολιτικοί είναι απόγονοι οικογενειών ακόμη και από την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, δείγμα μιας παθογένειας στο σύστημα. Εδώ δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αυτός ο νεποτισμός, τον έχουμε δει και στις αναπτυγμένες δήθεν δημοκρατικά χώρες και όπου λειτουργεί ως κωμικοτραγική επιδείνωση των αδυναμιών και της αλλοτρίωσης του κοινοβουλευτισμού στον σύγχρονο κόσμο. Παράλληλα με τον νεποτισμό, υπήρξε η διαφθορά και η παρασιτικότητα της οικονομικής τάξης. 
        Η συνεχής αντιδικία ώθησε τις δύο πλευρές εκτός ορίων της πολιτικής. Δημιούργησε αυτό που θα λέγαμε την μονοκομματική πελατειακότητα του συστήματος, που λειτούργησε την εναλλαγή της εξουσίας ως κατοπτρική δικαίωση ξεκινώντας από την εποχή της Πλατείας Κλαυθμώνος μέχρι και το 1981 όπου η πολιτική κομματική δημοκρατική σύνθεση του κράτους έπρεπε να αλλάξει όπως και ο συσχετισμός των επιχειρηματικών γκρουπ. 

        Αυτό το συστατικό υπήρξε και υπάρχει ακόμη και αυτή την στιγμή σε αναπτυγμένες οικονομικά και κοινωνικά χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία αλλά και όχι μόνο, είναι ακόμη ισχυρός ο θρησκευτικός παράγων. Όμως αυτός υπάρχει και σε άλλες χώρες και αυτό παρά τις αυστηρές θεσμικές διακρίσεις όπως στην Γαλλία και την Ιταλία που φτάσανε και σε καύση των βιβλίων στην Γαλλία μεταπολεμικά και σε δίωξη του Ντεγιάρ Ντε Ζαρντέν ενός ανθρώπου που τώρα θα ήθελαν να τον έχουν κάνει άγιο οι Καθολικοί εκ των υστέρων.

        Αλλά η Ελλάδα επειδή είναι μια μικρή χώρα δεν έχει τις εφεδρείες που θα της επιτρέψουν να συγκαλύψει τα προβλήματά της όπως κάνουν άλλες μεγάλες χώρες. Αυτό φαίνεται κυρίως σήμερα, σε αυτή τη φάση της οικονομικής κρίσης και της περιόδου ανταγωνιστικότητας στην άντληση και στην τιμολόγηση κεφαλαιουχικών μέσων όπως τα κρατικά και τα ιδιωτικά ομόλογα.

Σύνοψη
        
Έτσι θα μπορούσε να δει κανείς αναδρομικά την ιστορία των προβλημάτων της χώρας. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από α.ένα διαχρονικό έλλειμμα κοινοτικού πνεύματος και θεσμικής συνοχής – όπου ο θεσμός να δουλεύει και να μην χρειάζεται ο νόμος του Ροΐδη για να εφαρμοστεί- β.ένα έλλειμμα μορφωτικό – αξιακό, γ.με περιουσιακές-ταξικές ανισορροπίες στην κατανομή του πληθυσμού, των ιδιοκτησιών, των τίτλων, του πληθυσμού και του πλούτου.

 Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ Σόλων
ioanzisis@solon.org.gr

Διαβάστε επίσης: 
Κριτική, αυτοκριτική και ελληνική κρίση
Επιείκεια και θεσμική συνοχή – Το στρατηγικό έλλειμμα της Ελλάδας 
-Αυτοκαταστροφική κουλτούρα και Ελλάδα
-Hνωμένες Πολιτείες Βαλκανίων – Εγγύς Ανατολή και 1821
-H νεωτερική Ελλάδα και οι τραγωδίες της
 Στρέβλωση αγοράς: το ελληνικό και το γερμανικό παράδειγμα  
-Πλάγια σκέψη και ηθικός οικονομικός ρεαλισμός
Ελληνικός οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση

  Φωτό:Βικιπαίδεια 

19 Noεμβρίου 2010