1

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ (του Γιάννη Ζήση)

Κρίνοντας κανείς έναν λαό, ένα έθνος, μια κοινωνία ή ένα κράτος μπορεί πολύ εύκολα να σφάλλει. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ένα κριτήριο που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του είναι το κατά πόσον τοποθετείται στα γεγονότα σαν τρίτος ή εκ των ένδον.
         Κρίνοντας ως τρίτος μπορεί εύκολα να σφάλλει εάν παρασυρθεί από την επικαιρότητα, την συγκυριακότητα και τις γενικότερες συνθήκες πόλωσης ή όχι – που μπορεί να διαμορφώνουν μια ψυχολογική πίεση για εχθρότητα ή ουδετερότητα.  

          Και η ουδετερότητα φυσικά μπορεί να σφάλλει υπό την έννοια της αποδοχής ενός ψυχισμού αποξένωσης και αδιαφορίας, που δεν επιτρέπει στην συνείδηση να διεισδύσει σε μια δυναμική στάσης ή κατάστασης. Από την άλλη, η κριτική εχθρότητα μπορεί να προκύπτει αδικαιολόγητα μέσα από μια έλλειψη αίσθησης αναλογίας, ομοιότητας ή αίσθησης αιτιολογικής κατανόησης. Πολύ συχνά, ενώ κρίνουμε «ως τρίτοι» μια διαμάχη  -λόγω της έλλειψης αυτογνωσίας- δεν αναγνωρίζουμε την δική μας συμμετοχή τη – άμεση ή έμμεση – στην δημιουργία μιας προβληματικής κατάστασης σε άλλους έστω και αν αυτοί είναι καθ’ ολοκληρίαν υπεύθυνοι για αυτή την κατάσταση. ή Η ευθύνη είναι αδιαίρετη, διάχυτη και γενικευμένη και έτσι μας αφορά όλους.

Η υποκειμενικότητα των Γερμανών 
       
Υπό αυτή την έννοια υφίσταται και το πρόβλημα του πώς για παράδειγμα μπορούν να μας βλέπουν οι Γερμανοί αυτήν την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Μας βλέπουν ως τουρίστες που μας επισκέπτονται με βάση τα γενικότερα ή ειδικότερα ελκυστικά ή τα απωθητικά χαρακτηριστικά τούτης της χώρας; Μας βλέπουν ως καταναλωτές των προϊόντων τους ή μας βλέπουν ως τον «αδύναμο κρίκο» που υποχρεούνται να τον χρηματοδοτήσουν για να μην κινδυνεύσει η οικονομία τους; Μας βλέπουν υπό το βάρος της ιστορικής μας πορείας ή μας βλέπουν αποκλειστικά στο άμεσο παρόν; Μας βλέπουν υπό την έννοια ενός κατασκευασμένου άλλοθι εσωτερικών καταστάσεων; Γνωρίζουν αμερόληπτα και πόσο τις πολιτικές της Siemensή άλλων εταιριών της και τον ρόλο τους στην στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς ή στην μεγιστοποίηση της διαφθοράς του συστήματός μας; Γνωρίζουν ότι ένα μέρος της ευημερίας τους βασίζεται τόσο σε αυτές τις πρακτικές όσο και στον ελληνικό καταναλωτισμό; Γνωρίζουν ή όχι το εάν έχουν αναλάβει πλήρως τις ευθύνες τους για τις συνέπειες της κατοχής – στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – της Ελλάδας; 

       Υπάρχει λοιπόν μια σειρά ερωτημάτων. Από την άλλη μεριά σίγουρα η Γερμανία είναι μια χώρα που έχει αναπτυγμένα κοινωνικά κινήματα, ευαισθητοποιημένους ανθρώπους που έχουν συνδράμει πολλές φορές και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του κόσμου. Ανέπτυξαν έναν προχωρημένο νομικό πολιτισμό μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω και της εμπειρίας τους. Ήταν μια από τις πρώτες χώρες που ανέπτυξαν το περιβαλλοντικό κίνημα. Μέσα από την ίδια την Γερμανία ακούγονται κριτικές για το πώς χρησιμοποίησαν το σκληρό ευρώ ή ακόμη το πώς κερδίζουν από το υποτιμημένο ευρώ και πώς η εξαγωγική ανταγωνιστικότητα την οποία έχουν αναπτύξει βασίζεται στην -δική μας ή άλλων αντίστοιχων χωρών- καταναλωτικότητα και ότι σε ένα βαθμό είναι συνυπεύθυνοι και για τα προβλήματά μας. 

        Η εξαγωγή απροκατάληπτων συμπερασμάτων αποτελεί ένα πολυσύνθετο ζήτημα. Πολλοί Γερμανοί στοχαστές -χαρακτηριστική περίπτωση ένας εκ των μεγίστων της ο Γκαίτε- ήταν αυτοκριτικοί για τους ίδιους τους Γερμανούς ως λαό. Πολλοί από αυτούς μάλιστα ανέδειξαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την αρχαία ελληνική σκέψη, με έναν ιδιαίτερο σεβασμό όπως την μεγαλοσύνη ενός Μπετόβεν. 

        Έτσι λοιπόν πρέπει να καταλάβουμε την σχετικότητα του προβλήματος. Αυτή η σχετικότητα αναδεικνύει και την Γερμανία, καθώς οι επιχειρηματίες της χώρας του κανόνα και της υπακοής αναζητούν τους φορολογικούς παραδείσους, και το κράτος δυσκολεύεται στο κυνήγι των φοροφυγάδων του υψηλού κεφαλαίου. Ενώ ήτανε μια χώρα στην οποία λειτουργούσε τίμια η βάση του λαϊκού καπιταλισμού και δεν επεδίωκε να επενδύσει κερδοσκοπικά σε άλλη χρηματιστηριακή οικονομία, οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματά της λειτουργούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.

       Μ’ όλα αυτά, κρίνοντας λοιπόν και την Γερμανία, μπορεί να πει κανείς ότι και αυτή βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο γιατί η ανάπτυξή της δεν μπορεί να βασιστεί περαιτέρω στην εσωτερική ζήτηση. Προκειμένου   να είναι βιώσιμη και ανταγωνιστική, για να καλύψει τις εσωτερικές της ανάγκες προσπαθεί να συμπιέζει τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρώπης από κάθε άποψη και θεσμικά. Τέτοιες εσωτερικές ανάγκες αποτελούν μεταξύ άλλων η γήρανση του πληθυσμού, η δημογραφική επιδείνωση της κοινωνικής σύνθεσης ή το ταχέως διογκούμενο κόστος της κοινωνικής ασφάλισης που προκύπτει από την δημογραφική γήρανση.

Είναι η Ελλάδα μοναδική στην διαφθορά;
         
Είναι επίσης πολύ εύκολο να σφάλλει κανείς επικρίνοντας την χώρα του, αν και φυσικά η ωραιοποίησή της είναι πολύ πιο σύνηθες, εύκολο, πιο τραγικό και αρνητικό σε αποτελέσματα. 

          Μπορεί να πει πάντως κανείς ως εισαγωγική γενική παρατήρηση, ότι η Ελλάδα βρέθηκε σε αυτή την τραγική θέση που είναι σήμερα με την συνενοχή και την συμμετοχή σχεδόν όλων όπως θα δούμε, αλλά κυρίως ότι δεν είναι η μόνη. Βρέθηκε όμως πολύ περισσότερο εκτεθειμένη, σε αυτή την κρίση, γιατί δεν είχε εφεδρείες, δεν είχε στην ιστορία της αυτό που θα λέγαμε το «ιστορικό βάθος της νεωτερικότητας» που θα της επέτρεπε να έχει διασφαλίσει ένα μέγιστο πλαίσιο πλούτου και κοινωνικού εισοδήματος ή εργασιακών αμοιβών, καθώς από την δική της μεριά είναι ένα κράτος νεωτερικότητας -όχι όμως μακράς διάρκειας- αλλά πάνω από όλα ένα κράτος νεωτερικότητας που δεν έχει βασιστεί σε υγιείς δομές για διάφορους λόγους.

           Έτσι υπήρχαν κοινωνικές εφεδρείες στην ανάπτυξή της ώστε να συγκαλύπτονται τα μεγάλα ζητήματα των «ατιμώρητων» από τον νόμο φαινομένων αδικίας ή διαφθοράς. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι οι αμοιβές των Ελλήνων πολιτικών -πέρα από τις «αμοιβές» που προκύπτουν από την διαφθορά και την διαπλοκή- δεν είναι ακριβώς οι μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Έχουν μια δυσαναλογία προς τα κάτω, είναι κάτω από τον μέσο όρο, και αυτό από μόνο του είναι ενδεικτικό ότι οι άλλες χώρες έχουν αποδεχτεί την πολιτική ως ένα προσοδοφόρο επάγγελμαΗ διαφθορά των πολιτικών υπάρχει και εκεί.

           Για παράδειγμα, η διαφθορά των μεγάλων γερμανικών εταιριών αποκαλύφθηκε -μέσα από ανταγωνισμούς που υπήρχαν με άλλες εταιρίες άλλων χωρών και με συμφέροντα άλλων κρατών και ιδιαίτερα από τον χώρο των αρμοδιοτήτων στον οποίον εισήλθαν αυτές οι εταιρίες- όταν εισήχθηκαν στην αμερικάνικη κεφαλαιαγορά, και στο αμερικάνικο χρηματιστήριο. Παράλληλα λειτούργησε πιο καταλυτικά και ο διεθνής ανταγωνισμός και έφερε σε λειτουργία κανόνες δικαίου και συνθήκες νομιμότητας μεταξύ μεγάλων ισχυρών παικτών, γιατί οπωσδήποτε οι κανόνες δικαίου -το βλέπουμε αυτό- δεν λειτουργούν ούτε στις χώρες μικρότερης και μεγαλύτερης κλίμακας παικτών.

          Είδαμε πρόσφατα επίσης ακόμη και την αυτοταπεινωτική απόφαση της δίκης για το ατύχημα του Μποπάλ και μέσα στην ίδια την Ινδία. Είδαμε επίσης τα ζητήματα που αφορούν την διαπλοκή μεταξύ Γαλλίας και Πακιστάν όπως αναφέρεται σε δημοσιεύματα τα οποία θα έλεγε κανείς μοιάζουν με μια τραγική φαρσοκωμωδία.

Συμπέρασμα 
          Άρα μπορεί να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν είναι μια μοναδική περίπτωση από πλευράς διαφθοράς ή από πλευράς μη παραγωγικότητας. Εξάλλου και οι χώρες με πολύ υψηλό «λούστρο» -όπως η Ιρλανδία- ή φουτουριστικές περιοχές άγριας ανάπτυξης όπως το Ντουμπάι βρέθηκαν σε σημείο κατάρρευσης. 

          Υπό αυτή την έννοια, μιας συγκριτικής παρουσίασης, μπορούμε να στραφούμε στον εαυτό μας από κάθε άποψη. Δεν είμαστε μοναδικοί στην αυτοπροδοτικότητα, στην διαφθορά και στην αλληλοεξόντωση στο εσωτερικό μας. Δεν έχουμε ακριβώς ιδιαίτερα προνόμια. Αυτό που μας φέρνει στην επιφάνεια μέσα από την κρίση, την τραγικότητα, είναι ότι δεν έχουμε εφεδρείες για να μπορέσουμε να σηκώσουμε την πίεση αυτών των δύσκολων καιρών. Σε αυτήν την εποχή τώρα πια που είναι ανταγωνιστικές οι αγορές των κρατικών ομολόγων, που ακριβαίνει το χρήμα, που μεγαλώνουν τα επιτόκια, σε μας θα εμφανιστούν πιο έντονα τα προβλήματά μας.

          Το πρόβλημά μας είναι να μην υπερβάλλουμε στην αυτοκριτική μας αλλά και να μην χάσουμε την αυτοκριτική μας και προβάλουμε «εικόνες εχθρού» την ώρα που μερικά πράγματα έχουν μια φυσιολογική εξήγηση έστω και αν μια φυσιολογική εξήγηση αποκαλύπτει μια παραπλάνηση ενός λαού ή άλλων παραγόντων.  
          Σίγουρα ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος επίσης δημιουργείται από την ίδια την διεθνή οικονομική κερδοσκοπική διαφθορά και το αντίστοιχο των στρατηγικών της, όπου βέβαια για μερικούς η Ελλάδα είναι απλώς ένα επεισόδιο σε ένα ευρύτερο πόλεμο συμφερόντων

Διαβάστε επίσης:
-Ελλάδα, ένα πλεόνασμα και τέσσερα ελλείμματα
-Επιείκεια και θεσμική συνοχή – Το στρατηγικό έλλειμμα της Ελλάδας 
-Αυτοκαταστροφική κουλτούρα και Ελλάδα
-Hνωμένες Πολιτείες Βαλκανίων – Εγγύς Ανατολή και 1821
-H νεωτερική Ελλάδα και οι τραγωδίες της

-Στρέβλωση αγοράς: το ελληνικό και το γερμανικό παράδειγμα 
-Πλάγια σκέψη και ηθικός οικονομικός ρεαλισμός
-Ελληνικός οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας,

Μέλος της γραμμάτειας της ΜΚΟ Σόλων
ioanzisis@solon.org.gr 

Φωτό:Wikimedia

16 Noεμβρίου 2010