1

ΜΟΝΤΕΛΑ ΑΝΑΔΥΣΗΣ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ (του Γιάννη Ζήση)

Στην ανάδυση της ισχύος –υπό την έννοια, έστω, και των νέων ποιοτήτων ή των ιδιοτήτων ακόμη και στον πολιτισμό– υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα:
1. Το μοντέλο της επαναλαμβανόμενης κίνησης, στο οποίο θεωρείται αδύνατη η επανάληψη της ίδιας στρατηγικής από μέρους του ίδιου παίκτη. Συχνά, προεξοφλείται ότι ο αντίπαλος θα έχει προνοήσει τα σωστά αντίμετρα σε όλες τις στρατηγικές που έχουν επιχειρηθεί στο παρελθόν και έχουν, συνεπώς, συμπεριληφθεί στη στρατηγική του πρόνοια οι εμπειρίες από τις αστοχίες του παρελθόντος. Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντοτε και έτσι, όταν επαναλαμβάνεται μια στρατηγική κίνηση του παρελθόντος και ο αντίπαλος έχει προεξοφλήσει τη μη επανάληψή της, αιφνιδιάζεται.
2. Το μοντέλο της καινοτομίας. Η καινοτομία έγκειται, ως επί το πλείστον, στην παραλλαγή από μία λίστα βασικών διατάξεων και κινήσεων σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα του πεδίου μάχης και των όπλων. Ωστόσο, και η επανάληψη, υπό μία έννοια, όταν λειτουργεί απροσδόκητα, είναι τελικά μια καινοτομική πρακτική της στρατηγικής ισχύος.

Η επανάληψη της πολιτισμικής στρατηγικής, για παράδειγμα, στον τομέα των θρησκειών είναι διαρκές φαινόμενο τόσο των νέων θρησκειών, όσο και των προγενέστερων. Χαρακτηριστικό τους είναι η κατ’ επανάληψιν  επιλογή της κατάχρησης της δύναμης κυριαρχίας που άσκησαν και ασκούν. Αυτό είναι ένα σταθερό φαινόμενο που παρατηρείται σε σχέση με τη θρησκεία, στον πολιτιστικό τομέα.  Σε άλλους τομείς, υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία στη δυναμική ανάδυση των ιστορικών φαινομένων. 

Στον στρατιωτικό τομέα, αναδεικνύεται πιο εύκολα η ευρύτητα και ο πλουραλισμός των στρατηγικών της επανάληψης, παρά την αδρότητα της μορφής της στρατιωτικής ισχύος. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν ένας από τους δύο –αυτός που μακροχρονίως λειτουργεί ως ηττημένος– εκλαμβάνει την εξέλιξη ως αναζήτηση του διαφορετικού, επειδή ακριβώς αρνείται να αποδεχτεί το ανόητο της προγενέστερης πρακτικής που τον οδήγησε στην ήττα.

Η Γαλλία επλήγη τρεις φορές από την Γερμανία, με παραπλήσια στρατηγική, αλλά και με μία τέταρτη, αυτήν της αντεπίθεσης των Γερμανών στις Αρδέννες το 1944.  Από τις τρεις, μόνο στη μία διασώθηκε και αυτή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έτσι, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Γαλλίας σε σχέση με τη  στρατηγική που ανέπτυξε η Πρωσσία στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο υπό τον στρατηγό Μόλτκε στην πορεία μέχρι την ήττα στο Σεντάν (1870). Η ίδια στρατηγική εκπονήθηκε, υπό μία έννοια, ως ένα μελλοντικό σενάριο –υπό συναφείς ενδιάμεσες παραμέτρους όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα– ως «Σχέδιο Σλίφεν». Όμως, το σχέδιο Σλίφεν δεν εφαρμόστηκε πλήρως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς υποβαθμίστηκε λόγω επιφυλακτικότητας από τον Μόλτκε τον νεώτερο.  Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου επιβραδύνθηκε και κατακερματίστηκε, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί ένα από τα πιο αιμοβόρα μέτωπα σύγκρουσης στην παγκόσμια ιστορία στα Γαλλογερμανικά σύνορα, στη μάχη του Βερντέν, με 250.000 νεκρούς και 500.000 τραυματίες, χωρίς καμμία από τις δύο πλευρές, παρά τις τρομερές τους απώλειες, να κατορθώσει να επιτύχει τους σκοπούς της.

Το ενδιαφέρον, λοιπόν, είναι ότι στην ουσία το «Σχέδιο Σλίφεν» επικαιροποιείται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την αιφνιδιαστική επίθεση των Γερμανών στη Γαλλία μέσω των Αρδεννών, παρακάμπτοντας την τεράστια υποδομή των οχυρών, γνωστή ως γραμμή Μαζινό. Αυτή η επικαιροποίηση του σχεδίου και ο αιφνιδιασμός που επέφερε στις Συμμαχικές Δυνάμεις αποτέλεσε τη βάση της στρατηγικής επιτυχίας της Γερμανίας το 1940, σε συνάρτηση με τους νέους τεχνολογικούς συντελεστές που ήταν η ταχύτητα κίνησης, η συνδυασμένη δύναμη πυρός των τεθωρακισμένων και της αεροπορίας και η μαζική τους χρήση. 

Η Γαλλία, παραδόξως θα έλεγε κανείς, ανέπτυξε δύο φορές μια ανόητη στρατηγική βασισμένη στην έπαρση: την πρώτη φορά με τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη και τη δεύτερη ως επανάληψη του προτύπου των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πολιτικό πεδίο, επανέλαβε τη στάση των νικητών Πρώσσων με την συνθήκη των Βερσαλλιών, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για έναν μελλοντικό ρεβανσισμό. Ενδεικτικό της στενόμυαλης στάσης των πολιτικών της εποχής αποτελούν οι μη ρεαλιστικοί όροι που επιβλήθηκαν στην Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την οποία ο Κέυνς εξέφρασε, πρώτος, τις αντιρρήσεις του γράφοντας αγανακτισμένος το βιβλίο «Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης»  στο οποίο, μεταξύ άλλων, σημείωνε: «είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι τα θεμελιώδη προβλήματα μιας Ευρώπης που λιμοκτονούσε και διαλυόταν μπροστά στα μάτια τους ήταν το μόνο ζήτημα που δεν ήταν ικανό να διεγείρει το ενδιαφέρον των Τεσσάρων» (Συμμάχων νικητών). [1]

Χαρακτήρισε  την «ειρήνη» ως «παράλογη και ανεφάρμοστη και ως μία που δεν θα φέρει παρά δυστυχία», κάνοντας ακόμη λόγο για μια «απερίσκεπτη διευθέτηση πολιτικών μνησικακιών». Και η Γερμανία, επίσης, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λειτούργησε με το σύνδρομο του νικητή  – κατοπτρικά όμως, με μία στρατηγική επιφυλακτικότητας στο Δυτικό Μέτωπο, σε αντίθεση με την στρατηγική που ακολούθησε στο Ανατολικό Μέτωπο. Φαίνεται πως αντέδρασε όπως ακριβώς ενήργησε ο Ναπολέων στο Ρώσικο Μέτωπο στη, μάχη του Μποροντίνο, [2] στην οποία έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο.

Μια πιο συνολικοποιημένη όψη, αν και διαφοροποιημένη από το σύνδρομο της κατοπτρικότητας της στρατηγικής, τη συναντάμε ως λανθάνουσα βάση της πολυπαραγοντικής ήττας της Γερμανίας στο Ρωσικό Μέτωπο. Η κατοπτρική άμβλυνση, ή το ναρκισσιστικό κατοπτρικό σύνδρομο, της ισχύος αναδεικνύεται ως αποτέλεσμα της υπερβολής της κυριαρχίας, που μεταφέρει τόσο μια απληστία κυριαρχίας, όσο και μιά αίσθηση άνεσης χρόνου. 

Από την υπερβολή της κυριαρχίας ή της αρχικής επικράτησης στο Ρωσικό Μέτωπο –όπως, σε μικρογραφία, συνέβη και στην κατάρρευση της Γαλλίας και τη στρατηγική αμηχανία στη Δουνκέρκη και την αντιμετώπιση, μετά, της Μεγ. Βρετανίας– προέκυψε ένας αλγόριθμος στρατηγικής άμβλυνσης και ύφεσης με δύο άξονες: τον άξονα γοήτρου και της πληθωριστικής κίνησης και κατανομής των στρατιωτικών δυνάμεων. Ο άξονας του γοήτρου συνδέθηκε, άλλοτε ορθά και άλλοτε εσφαλμένα, με τρεις πόλεις – σύμβολα, το Λένινγκραντ, τη Μόσχα και το Στάλινγκραντ. Στην τελευταία περίπτωση, συνέπιπτε και η στρατηγική αξιολόγηση.

Όμως, ο άξονας του γοήτρου παγίδευε τη στρατηγική χωρίς ανασύνταξη ή ευελιξία των δυνάμεων. Υπήρχε, δηλαδή, ταυτόχρονα ένας καθηλωτικός, άκαμπτος προσδιορισμός στόχου, όσο και ένας άκαμπτος «οδικός χάρτης» που απέκλειε την αμυντική ή, ακόμη, και την επιθετική κίνηση αναδιάρθρωσης, ανασύνταξης των δυνάμεων. Δεν υπήρχε, δηλαδή, συμμετρία αμυντικής στρατηγικής. 

Ο πληθωριστικός άξονας στρατηγικής κάμψης και έλλειψης διορατικότητας φάνηκε κυρίως στον νότιο τομέα με την επιχειρησιακή διασπορά και την απώλεια χρόνου που παρατηρήθηκε μέχρι την έναρξη των επιχειρήσεων στο Στάλινγκραντ. 

Έτσι, διαμορφώθηκε ένα σημείο καμπής και δυνητικής αλγοριθμικής ανατροπής, με μιά άμεση απώλεια του πεδίου υψηλής ή έμμεσης στρατηγικής κυριαρχίας που απέβη, εν μέρει, καθοριστική για την έκβαση, συνολικά, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τα μοντέλα της στρατηγικής

Οι πρακτικές και τακτικές της ισχύος μπορούν, εν γένει, να προσεγγιστούν και υπό μια άλλη δυαδικότητα.

1. Στη μία προσέγγιση, υπάρχει η πρακτική του υπολογισμού όλων των συντελεστών της ποσοτικής, ποιοτικής, λεπτομερειακής και διεξοδικής διοικητικής μέριμνας.

2. Στην άλλη, υπάρχει η ριψοκίνδυνη και η αιφνιδιαστική τακτική.

Για τον υπολογισμό όλων των παραμέτρων παίζουν καθοριστικό ρόλο κατέχουν:

α) ο υπολογισμός της ισχύος του αντιπάλου·

β) η στρατηγική εικόνα των αντιπάλων·

γ) ο πραγματικός συσχετισμός ισχύος, ανεξάρτητα από τις υπολογιστικές υποθέσεις. 

Όταν έχουμε μια ασυμμετρία ισχύος, τότε αλλάζουν τα επιλεγμένα μοντέλα εφαρμογής, όπως συνέβη, λόγου χάριν, στον Μαραθώνα και στα Γαυγάμηλα, όπου εφαρμόζονται δύο τελείως διαφοροποιημένα μεταξύ τους μοντέλα:

1) το κτύπημα, το αδυνάτισμα και η κατάρρευση του κέντρου εφαρμόσθηκε στα Γαυγάμηλα, ενώ
2) η πλευρική κατάρρευση στον Μαραθώνα.

Και στις δυο περιπτώσεις, η αριθμητική μειονεξία χρησιμοποιείται ως παράγοντας επινόησης ενός στρατηγικού αιφνιδιασμού και ως διαμορφωτής του ειδικού επιχειρησιακού μοντέλου.

Όπως είπαμε προηγουμένως, υπάρχουν δύο ολότελα διαφορετικά μοντέλα στρατηγικής. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτών των μοντέλων στρατηγικής θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι εξής:

α) το μοντέλο που εφάρμοσε στη μάχη της Άγκυρας (1402) [3]  απέναντι στον Βαγιαζήτ Α΄ ο Ταμερλάνος ή, αντίστοιχα, ο Αέτιος Φλάβιος απέναντι στον Αττίλα στα Καταλανικά πεδία (451 μ.Χ.). [4] Ένα αντίστοιχο μοντέλο εφάρμοζε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο στρατηγός Μοντγκόμερι στο Ελ Αλαμέιν, [5] οικοδομώντας προσεκτικά τον ποσοτικό και τον ποιοτικό συσχετισμό, την δυναμική της εφεδρείας και την επιχειρησιακή της αμεσότητα.

β) Στον αντίποδα κινείται η στρατηγική του Γιαπωνέζου στρατηγού Γιαμασίτα [6] στη μάχη της Σιγκαπούρης (1942), για παράδειγμα, που αντιπαραβάλλεται από τη στατική στρατηγική των Βρετανών η οποία τους οδηγεί σε δριμεία ήττα.

Τα επιτελικά μοντέλα διαχείρισης ισχύος

Παράλληλα, και τα επιτελικά μοντέλα, ή τα μοντέλα οργάνωσης και χρήσης επιτελείων και μονάδων, είναι διαφορετικά:

1. από την μία, υπάρχει το συγκεντρωτικό μοντέλο·

2. από την άλλη, το ομαδικό μοντέλο, και αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται και στο πεδίο των μονάδων.

Το ομαδικό μοντέλο συνδέεται πρωταρχικά με την ομαδικότητα της επιτελικής λειτουργίας, την οποία βλέπουμε, παραδείγματος χάριν, έξοχα στη λειτουργία και την επιτελική συγκρότηση του στρατού του Όλιβερ Κρόμγουελ, [7] στη μάχη του Ντάνμπαρ (1650), με την ομαδική διαβούλευση των στρατιωτικών επιτελών για την αξιοποίηση της αβλεψίας των Σκωτσέζων στη διαμόρφωση στρατηγικών θέσεων και κινήσεων μάχης.

Αντίστοιχα, καταστάσεις αποκεντρωμένης πρωτοβουλιακότητας παρατηρούμε και στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, όπως στη μάχη στο Γκέτυσμπεργκ, όπου καθοριστικό ρόλο έπαιξε η διορατικότητα και στρατηγική τοποθέτηση μεμονωμένων αξιωματικών. Η δυναμική του ομαδικού μοντέλου έχει, επίσης, χρησιμοποιηθεί διττά τόσο στην τακτική της περιοδικής εναλλαγής των επιτελείων που εφάρμοσε ο ναύαρχος Νίμιτς, όσο και στην εναλλαγή των μονάδων στο πεδίο μάχης που εφάρμοσε ο στρατηγός Μακ Άρθουρ.

Το συγκεντρωτικό μοντέλο. Η διαφοροποίηση στο συγκεντρωτικό μοντέλο της διοίκησης και το μοντέλο που συνδέεται συνήθως με τις συμπαγείς ή τις ιδιαίτερα γυμνασμένες μονάδες, όπως, για παράδειγμα, ο Ιερός Λόχος των Θηβών, η αυτοκρατορική φρουρά του Ναπολέοντα, όπου λειτουργεί ως ένα κύριο σώμα δύναμης και το σύνταγμα των  «Ερυθροχιτώνων» υπό τον Κρόμγουελ στις μάχες, όπως στο Νέισμπυ. 

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκαν πολλαπλότητες ισχυρών σωμάτων όπως ο συνδυασμός από πλευράς του Μεγάλου Αλεξάνδρου του ιππικού και της Μακεδονικής φάλαγγας και, μεταγενέστερα, ο συνδυασμός του ιππικού με το σώμα των πολύ έμπειρων στον πόλεμο στρατιωτών, τους επονομαζόμενους «Αργυράσπιδες». Σε επιτελικό επίπεδο, αντίστοιχη είναι η συγκεντρωτικότητα των επιτελείων ή της διοίκησης όπως στην περίπτωση του Ναπολέοντα που λειτουργούσε συγκεντρωτικά, παρά την ικανότητα της υφιστάμενης στρατιωτικής ηγεσίας.


Αναφορές:
[1] Heilbrroner, Robert L., “Οι Φιλόσοφοι του Οικονομικού Κόσμου”, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ, σελ 354.
[2]  Μάχη του Μποροντίνο (1812)
Ο τσάρος Αλέξανδρος δεν συναίνεσε στον αποκλεισμό των αγγλικών προϊόντων. Ο Ναπολέοντας εκστράτευσε εναντίον του. Με στρατό 450.000 ανδρών ξεκίνησε εναντίον της Ρωσίας τον Ιούνιο του 1812. Ακολουθήθηκε η τακτική της «καμένης γης» από τον στρατηγό των Ρώσων Κουτούζοφ. Η μάχη κράτησε 3 ημέρες και έληξε στις 7 Σεπτέμβρη. Νίκησαν οι Γάλλοι με βαριές απώλειες, el.wikipedia.org
[3] Μάχη της Άγκυρας, Η μάχη της Άγκυρας έλαβε χώρα το 1402 ανάμεσα στους Μογγόλους του Ταμερλάνου και τους Οθωμανούς Τούρκους και τους Σέρβους του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ στην Άγκυρα κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του Ταμερλάνου, el.wikipedia.org
[4] Αττίλας, el.wikipedia.org
[5] Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, el.wikipedia.org
[6] «Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σιγκαπούρη ήταν η κυριότερη στρατιωτική βάση των Βρετανών στη Νοτιοανατολική Ασία. Ο αυτοκρατορικός Ιαπωνικός στρατός εισέβαλε στη Μαλαισία και συνέχεια στη Σιγκαπούρη, καταλήγοντας στην επονομαζόμενη Μάχη της Σιγκαπούρης. Οι ελλιπώς προετοιμασμένοι Βρετανοί ηττήθηκαν σε έξι μέρες και παραδόθηκαν στο στρατηγό Γιαμασίτα (Tomoyuki Yamashita) στις 15 Φεβρουαρίου 1942, γεγονός που σήμερα χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη στρατιωτική ήττα στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γιαπωνέζοι μετονόμασαν τη Σιγκαπούρη «Σονάντο», που σημαίνει «νότιο νησί που αποκτήθηκε στην εποχή του Σόβα», και την κατείχαν μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1945, έναν μήνα μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, οπότε και ξαναπέρασε στην κυριαρχία των Βρετανών», el.wikipedia.org
[7] Όλιβερ Κρόμβελ, LivePedia.gr

Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος του δοκιμίου: “Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ”.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 8/11/2010

Φωτογραφία: el.wikipedia.org

(solon.org.gr)