1

Ποίημα: “Σεισάχθεια” (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Από την ποιητική συλλογή «Ψυχές της Ίστορίας»
 Μορφές του παρελθόντος μελλοντικές σαρώσανε τον κόσμο όλο,
μα οι σφραγίδες τους δεν διαβάστηκαν,
χαθήκανε στης λήθης την ανομία,
σαν λέξεις δίχως το νόημά τους
που βυθίζονταν αργά στο βούρκο του τίποτα. 
Το μέλλον πάντα ψιθύριζε
χαράς τραγούδια για το παρόν
κι ο κόσμος μισούσε και θαύμαζε μαζί,
γιατί δεν ήξερε το μεγάλο του πεπρωμένο
και το σκοτάδι πυράκτωνε τις αισθήσεις
σε όργιο φαντασμάτων
ντυμένων με ρούχα κατακόκκινα σαν την οργή
και το βλέμμα μονάχα άφηνε
ξεχασμένες σπίθες αγνότητας
να σβήνουν τις φλόγες.

Ο Σόλωνας,
μορφή στα βάθη του χρόνου
που η ματιά του άντεξε
εκείνη τη ροή απ’ αστραπές του απείρου,
που χώραγαν όνειρα
αγέννητα στο φώς της ιστορίας,
όπου η δύναμη έσμιξε μ’ εκείνη τη συμπόνια,
για της φτώχειας τα βάρη που τη ζωή τσάκιζαν,
σε μια σπονδή ομορφιάς
που «σεισάχθεια» ονοματίστηκε
και μετά ξεχάστηκε,
μα που κάρφωσε ορμητικά
στο γεμάτο κουφάρια πεδίο της μνήμης
εκείνο το βέλος του αγαθού,
που γέννησε της δικαιοσύνης τον ήλιο.
Κι ο ήλιος εκείνος φώτισε
το μέλλον του κόσμου τούτου,
γιατί το φως του μπήχτηκε αόρατα
σε μυστικό μέρος της καρδιάς
και στάθηκε παρηγοριάς παράθυρο
στα όνειρα των αδύναμων.
Μα η δόξα του θ’ αστράψει τότε αληθινά
που παρηγοριά θα γίνει απρόσμενη
στων δυνατών τα όνειρα για λεφτεριά
από της εξουσίας τα δεσμά της θλίψης.

Ο κόσμος δεν ήταν πλούσιος σε όνειρα,
ένα σκοτάδι κρύφτηκε στο μέρος της καρδιάς
κι η δύναμη αφάνιζε το μικρό
μες στη δική της ασημαντότητα
ξεχνώντας τη φτώχεια της θνητότητας
που έκαιγε με λέξεις του χρόνου μαγικές
μικρά και μεγάλα
σε μια ανάγκη ταπεινότητας
μπροστά στο Είναι.

Τι έβλεπε ο Σόλωνας πίσω απ’ τη φτώχεια
και εκείνη την ασχήμια της ζωής
που βυθίζει σε βούρκους ανυπαρξίας τα όνειρα
και μάταιη δείχνει την ανάσα μιας ταυτότητας
σερνάμενης στη σκληρότητα του τίποτε;

Στρατιές οι άνθρωποι που άμοιροι γυρνούσαν
μες στη ζωή σα δούλοι ξέπνοοι,
στερημένοι απ’ του όντος τη ματιά εκείνη
που να ‘δειχνε πως άξιζαν της ύπαρξης το νόημα∙
ψυχές, παράξενα πυρπολημένες
απ’ τη σφραγίδα του κενού,
που ψάχνουν τις σταγόνες της ζωής
με τη μνήμη της αθανασίας
και της ομορφιάς του Παντού
και πορεύονται στους βωμούς της θυσίας
με σκεπασμένα τα μάτια από κατάλευκο φως,
γιατί το τέρμα ξεκουράζεται στα πόδια της Ύπαρξης.
Μα η ντροπή παράξενα εσφράγιζε
τους κτήτορες του κόσμου
που ζύγισαν την ύπαρξη
και βρήκανε πως βάρυνε ο πλούτος παραπάνω,
γιατί αυτός δεν πέθαινε κι ανίκητος φαινόταν.
Και τα μεγάλα της γης,
στης ορυκτότητας την έμπιστη ακινησία δουλωμένα,
ασήμαντα φαινόντουσαν στου χρόνου τα περάσματα∙
μονάχα οι άνθρωποι στήνανε τρελό χορό
γύρω από τα κούφια ομοιώματα της επιθυμίας,
για να ξεχνάνε τον Άγγελο του Θανάτου
που ήρεμος περίμενε στο χρόνο
για να κλείσει το θέατρο της ασχήμιας
με μια ριπή απ’ τ’ άγνωστο.
Αυτό το άγνωστο τόσο κοινό φαινόταν,
πίσω από τους ζοφερούς μόχθους και τις σκοτεινές χαρές
να σεργιανάει αμέριμνα μέσα απ’ τις ψυχές
και τις αλυσίδες να σπάει συνεχώς
καλώντας σε μιαν άγνωστη χαρά
που όμως δε χώραγε στης απληστίας τα χέρια.
Κλείσαν τα χρέη
και ελευθερίας ανάσα γέμισε
της δουλείας τα φουντωμένα σκοτάδια.
Μα δεν ήταν χάρη γι’ αδικημένους μοναχά∙
πιο πολύ χάρη ήτανε γι’ αυτούς
που την ψυχή τους σκότωναν
στις φυλακές που έφτιαχναν για άλλους.
Κι οι αλυσίδες της σκλαβιάς
πλούτου σημάδια ήτανε γι’ αυτούς,
του πλούτου του δικού τους.
Μα τον λαιμό τους σφίγγαν στα κρυφά
και πνίγανε αόρατα
με του πεπρωμένου τις άηχες λέξεις
τα βλέμματα της απληστίας.
Κι έτσι ο Σόλωνας έξω από την παροδικότητα στάθηκε
σα φως που χάραζε το δρόμο
για το κάστρο της Αδελφοσύνης∙
μέσα στην ένδεια την ανθρώπινη, τη σφύζουσα στους βούρκους,
σαν βέλος η ματιά του ατένισε εκείνη την αλήθεια
που πίσω απ’ τη δύναμη στεκόταν ορθωμένη
σαν ομορφιάς τραγούδι
για εκείνη την ενότητα που θώπευε τους κόσμους
σε μια ελευθερία απρόσμενη,
όπου ο εαυτός ακέραιος αντίκρυζε
τα ίχνη της Ολότητας
να  μαίνονται στον κόσμο της ανάγκης.
Κι αν οι μορφές αδύναμες φαινόντουσαν
με ξέμακρη την ομορφιά που πόθησαν τα όντα,
εκείνη η σιγή του μέλλοντος πανίσχυρη ακουγόταν
να ‘χει από τα πριν τους δρόμους της φτιαγμένους,
της ομορφιάς και της στοργής
που αιώνιες στέκουν μες στου σκοπού το βλέμμα
που τα όντα σμιλεύει στου χρόνου τα παράξενα ταξίδια.