ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ JURGEN HUBERMAS ΣΤΟΝ STUART JEFFRIES

JuergenHabermas - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print

JuergenHabermas - Σόλων ΜΚΟ

   Σε μια σπάνια συνέντευξη, o Jurgen Habermas, ο πιο φημισμένος εν ζωή στοχαστής της Γερμανίας, μιλάει στον Stuart Jeffries για τη δημοκρατία, το δημόσιο διάλογο και μας εξηγεί πώς χάθηκε το Ευρωπαϊκό όνειρο.

-Το 2008 δημοσιεύσατε ένα βιβλίο που έφερε τον τίτλο Ach, Europa (το οποίο δημοσιεύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τίτλο Ευρώπη: Το Παραπαίον Σχέδιο). 
Πώς μπορεί η κρίση του χρέους της Ελλάδας να εμβάθυνε τις ανησυχίες που εκφράσατε εκεί για το μέλλον του Ευρωπαϊκού σχεδίου;

Η κρίση του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας είχε μια ανέλπιστη πολιτική παρενέργεια την οποία πρέπει να καλωσορίσουμε. Σε μια εκ των πλέον αδύναμων στιγμών της, η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε το μεγάλο διάβημα να ανοίξει διάλογο αναφορικά με την μελλοντική της εξέλιξη.

 Η κρίση μετατοπίζει το επίκεντρο της δημόσιας διαβούλευσης – και όχι μόνο στις επιχειρηματικές στήλες των εφημερίδων μας – σε ένα ζήτημα το οποίο πολλοί θεωρούν ως το γενεσιουργό αίτιο μιας ατελούς πολιτικής ένωσης σε στασιμότητα. Μια κοινή αγορά με ένα εν μέρει κοινό νόμισμα αναπτύχθηκε μέσα σε μια οικονομική ζώνη ηπειρωτικής διάστασης με τεράστιο πληθυσμό. Όμως, δεν δημιουργήθηκαν θεσμοί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ικανοί να διασφαλίσουν, σε ικανοποιητικό βαθμό, την αποτελεσματική συνεργασία των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών. 
Το γεγονός ότι η κρίση χρέους της Ελλάδας και η αστάθεια του ευρώ τουλάχιστον θέτουν το καίριο ερώτημα θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει μια ένδειξη της πανουργίας του λόγου: Μπορεί ένα διάτρητο σύμφωνο σταθερότητας να αντι- σταθμίσει τις απρόσμενες συνέπειες της ασυμμετρίας μεταξύ της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης;

Η ύφεση στην Ισπανική αγορά ακινήτων δείχνει ότι το πρόβλημα υπερβαίνει κατά πολύ την απάτη των Ελλήνων. Ο επίτροπος για τις νομισματικές υποθέσεις, Olli Rehn, είχε καλούς λόγους να απαιτήσει δικαιώματα προσφυγής και παρέμβασης για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σχεδιασμό του προϋπολογισμού σε εθνικό επίπεδο.

-Ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Wolfgang Schauble, συνέστησε την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου το οποίο θα μπορούσε να παρέχει βοήθεια σε μελλοντικές κρίσεις. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό ή μήπως είναι επιθυμητό; Μπορεί η Ευρώπη να αντισταθεί αποτελεσματικά στη λεηλασία του κερδοσκοπικού καπιταλισμού που απειλεί να οδηγήσει σε πτώχευση την Ελλάδα και να καταστρέψει την ευρωζώνη;

-Η σημερινή απειλή ρίχνει φως σε ένα θεμελιώδες πρόβλημα επειδή θέτει το ζήτημα της βαθύτερης διαμάχης μέσα στην Ευρωζώνη, ανάμεσα στους υπέρμαχους της ολοκλήρωσης και τουςαποκαλούμενους ως Ευρωπαίους των αγορών (market Europeans). Στην τελευταία του συνεδρίαση το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συγκρότησε μια ομάδα εργασίας υπό την ηγεσία του Προέδρου του Herman Van Rompuy, που αναμένεται να διατυπώσει προτάσεις αναφορικά με την αποφυγή της χρεοκοπίας των κρατών στο μέλλον. 
Το σχέδιο του Schauble για το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή, όπως επίσης και η επιμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αυξήσει την επιρ- ροή της στο σχεδιασμό του προϋπολογισμού των κρατών-μελών. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε την αντίφαση των δυο πρωτοβουλιών. Σε κάθε περίπτωση η δεδηλωμένη πρόθεση είναι μόνο η δημιουργία θεσμών εντός του πλαισίου των συμφωνιών για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότερης συμμόρφωσης προς το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Από την άλλη πλευρά, ο αυξημένος έλεγχος και ο έλεγχος των δικαιωμάτων που είτε θα αποτελέσουν κομμάτι της συμφωνίας για το δανεισμό είτε θα ασκηθούν από την Επιτροπή προσωρινά, μπορούν επίσης να γίνουν αντιληπτά ως ένα φάρμακο για την ανάπτυξη μιας οικονομικής διακυβέρνησης, τουλάχιστον στην ευρωζώνη. 
Ο Επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήθελε να εξετάζει τα προσχέδια των προϋπολογισμών των εθνικών κυβερνήσεων προτού ακόμη υποβληθούν στα εθνικά κοινοβούλια. Καθώς ο νόμος περί προϋπολογισμού αποτελεί τη θεμέλια λίθο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ένα τέτοιο πρωταρχικό δικαίωμα εξέτασης της Επιτροπής δεν θα είναι καθόλου ακίνδυνο και προϋποθέτει μια ευρύτερη μετατόπιση αρμοδιοτήτων έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

-Η Angela Merkel δήλωσε στην Άνω Βουλή (Bundestag) ότι οι ισχύοντες κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν αρκετά ισχυροί για την περίπτωση της κρίσης που πυροδοτήθηκε από την Ελλάδα και ότι υπό τέτοιες συνθήκες μπορεί να είναι απαραίτητη η αποπομπή ενός κράτους από την ευρωζώνη. Είναι σωστό αυτό; Και ποιες θα ήταν οι συνέπειες για το Ευρωπαϊκό σχέδιο;

-Μια τέτοια έλλειψη αλληλεγγύης σίγουρα θα οδηγούσε σε αποτυχία το όλο σχέδιο. Φυσικά, η δήλωση της Merkel τότε προοριζόταν για εσωτερική κατανάλωση στη διαμάχη των σημαντικών τοπικών εκλογών στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρχει καλύτερη απεικόνιση της νέας αδιαφορίας της Νέας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας από την έλλειψη ευαισθησίας της στην καταστροφική απήχηση των δηλώσεών της προς άλλα κράτη-μέλη. Η Merkel αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του φαινομένου ότι οι «θαρραλέοι πολιτικοί που ήταν έτοιμοι να πάρουν πολιτικά ρίσκα στο εσωτερικό για την Ευρώπη δεν υπάρχουν πια».

Αυτή είναι μια δήλωση του Jean-Claude Juncker, ενός από τους τελευταίους υπέρμαχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομολογουμένως, η Angela Merkel μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία και ο Rhinelander Jurgen Ruttgers (ένας άλλος πολιτικός του CDU) δεν θα μιλούσε όπως εκείνη.

Όμως, η γερμανική αδιαλλαξία έχει βαθύτερες ρίζες. Εκτός από τον Joschka Fischer, ο οποίος εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα, η γενιά των ηγετών στη Γερμανία από τον καγκελάριο Gerhard Schroder κι έπειτα, ακολούθησε μια εσωστρεφή εθνική πολιτική. Δεν θέλω να υπερεκτιμήσω το ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη. Όμως η αλλαγή στη νοοτροπία που επικράτησε μετά τον Helmut Kohl είναι κρίσιμης σημασίας για την Ευρώπη.

Στον αστερισμό που ακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συνετή επιδίωξη της Ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτέλεσε βασικό ενδιαφέρον της χώρας επειδή επιθυμούσε να επιστρέψει στην ομάδα των πολιτισμένων εθνών ως επακόλουθο του Ολοκαυτώματος.

Φαινόταν σαν να έπρεπε οι Δυτικο-Γερμανοί να συμβιβαστούν με τη διχοτόμηση της χώρας τους με κάθε θυσία. Έχοντας επίγνωση των συνεπειών των προηγούμενων εθνικιστικών τους υπερβολών, δεν είχαν καμία δυσκολία να δεσμευτούν να εκχωρήσουν την ανάκαμψη των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και αν ήταν απαραίτητο, να κάνουν παραχωρήσεις που σε κάθε περίπτωση θα αποτελούσαν ανταλλάγματα για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Η θεώρηση αυτή άλλαξε μετά την επανένωση της Γερμανίας. Οι Γερμανικές ελίτ φαίνονται να απολαμβάνουν τις ανέσεις που συνεπάγεται η αυτοϊκανοποιούμενη εθνική “κανονικότητα”: «Μπορούμε να είμαστε σαν τους άλλους από εδώ και στο εξής!». Δεν συμμερίζομαι τον αλλοτινό φόβο της Margaret Thatcher ότι η «κανονικότητα» της λαϊκής συνείδησης κληροδοτεί παλιούς κινδύνους. 
Ωστόσο, μια ολοσχερής ήττα σε συνδυασμό με μια αφάνταστη ηθική διαφθορά δημιούργησε ακόμη μια ευκαιρία για την επόμενη γενιά να μάθει πιο γρήγορα. Για τη σημερινή πολιτική μας ελίτ, έχει κλείσει αυτό το παράθυρο ευκαιρίας. Η ναρκισσιστική νοοτροπία ενός αυτάρεσκου κολοσσού στο μέσο της Ευρώπης δεν αποτελεί πλέον εγγύηση για τη μελλοντική διατήρηση του ασταθούς status quo στην Ευρωπαϊκή  Ένωση.


-Για ποιο λόγο η διατήρηση της ευρωζώνης είναι σημαντική για το μέλλον της Ευρώπης ως πολιτικού σχεδίου;

-Η οικονομική ενοποίηση αποτελεί τον πυρήνα της πολιτικής ένωσης. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, το βιώσαμε αυτό κατά τη διάρκεια των διαδικασιών της εθνικής ενοποίησης του 19ου αιώνα. Παρόλα αυτά, σήμερα, εντελώς αντίθετα με ότι συνέβη τότε, η Ευρωπαϊκή ενοποίηση παραμένει ένα σχέδιο των ελίτ (ή της άρχουσας τάξης). 
Ακόμη, θα βιώσουμε μια ευρωπαϊκή εκλογή της οποίας η έκβαση θέτει σε λειτουργία οτιδήποτε, πέραν των εθνικών ζητημάτων και εισιτηρίων. Μέχρι τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η διαδικασία της ενοποίησης καθοδηγείτο επίσης, αν όχι πρωταρχικά, από οικονομικά συμφέροντα. Εφόσον τα συμφέροντα των Ευρωπαίων υπέρμαχων των αγορών ικανοποιήθηκαν τότε, οι οικονομικές «ωθήσεις» οι οποίες οδηγούσαν σε μια ευρύτερη διεύρυνση τους θεσμούς, έχασαν το δυναμισμό τους. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς Ανατολάς ήταν ένα ιστορικό κατόρθωμα. Όμως οι επώδυνες μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στη Συνθήκη της Λισαβόνας αποκαλύπτουν τα όρια μιας ελιτίστικης προσέγγισης σε ζητήματα πολιτικής ολοκλήρωσης επί εθνικών πληθυσμών. 
Η οικονομική κρίση ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον εθνικό εγωισμό αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, δεν κλόνισε τις νέο-φιλελεύθερες πεποιθήσεις των κύριων δρώντων. Σήμερα, για πρώτη φορά, το Ευρωπαϊκό σχέδιο οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Φανταστείτε το απίθανο σενάριο του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών της ευρωζώνης ο οποίος θα οδηγούσε και στην ολοκλήρωση των πολιτικών σε άλλους τομείς. Αυτό που μέχρι τώρα έτεινε να είναι ένα διοικητικά καθοδηγούμενο σχέδιο θα ρίζωνε επίσης στις καρδιές και στο νου των λαών.

Η συμβολική ισχύς μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής σίγουρα θα προήγαγε μια διασυνοριακή συνείδηση ενός κοινού πολιτικού πεπρωμένου και θα ενθάρρυνε τον ευρύτερο εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


-Τι είναι εκείνο το οποίο αποστρέφεστε στην προοπτική ενός νέο-φιλελεύθερου δικτύου Ευρωπαϊκών κρατών, καθένα από τα οποία θα συμπεριφέρεται σαν ένας ιδιοτελής παίκτης σε έναν καπιταλιστικό κόσμο;

-Δεν είμαι ειδικός στο ζήτημα των οικονομικών αντιφάσεων του δόγματος της Σχολής του Σικάγο. Εκείνο, όμως, που με ενοχλεί – πέραν της αδιαφορίας της νέο-φιλελεύθερης πολιτικής για τις συνέπειες των κοινωνικών ανακατατάξεων τις οποίες με αναλγησία εκλαμβάνει ως δεδομένες – είναι η έλλειψη ιστορικής αντίληψης των αλλαγών στη σχέση των αγορών με την πολιτική εξουσία. Περισσότερο από μισό αιώνα πριν, ο Karl Polanyi περιέγραψε την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ένα λειτουργικά επιβεβλημένο άνοιγμα της κοινωνίας το οποίο συνοδεύτηκε σε κάθε περίπτωση από μια κατάληξη ολοκλήρωσης σε ένα υψηλότερο επίπεδο.

Από την απαρχή της σύγχρονης εποχής, η διεύρυνση των αγορών και των δικτύων επικοινωνίας είχε μια εκρηκτική δυναμική, με τα φαινόμενα του ατομικισμού και της απελευθέρωσης να επηρεάζουν τους πολίτες έναν προς έναν. Όμως, κάθε τέτοιο άνοιγμα ακολούθησε μια αναδιοργάνωση των παραδοσιακών σχέσεων αλληλεγγύης μέσα σε ένα διευρυμένο θεσμικό πλαίσιο.

Κατ’ επανάληψη, επιτυγχανόταν μια ισορροπία αγοράς –πολιτικής προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στους πολίτες μιας πολιτικής κοινότητας δεν επλήγη ανεπανόρθωτα. Με αυτούς τους ρυθμούς, η τρέχουσα περίοδος της καθοδηγούμενης από τις αγορές παγκοσμιοποίησης θα έπρεπε να συνοδευτεί από μια ενίσχυση όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της διεθνούς κοινότητας.
Σήμερα, χρειαζόμαστε θεσμούς ικανούς να δρουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρατηρούμε ότι τα μεγαλεπήβολα ψηφίσματα της συνόδου κορυφής των κρατών της ομάδας G20 (των 20 πλουσιότερων κρατών του κόσμου) στο Λονδίνο αναφορικά με την εποπτεία των χρηματιστηρίων και τη ρύθμιση των χρηματοοικονομικών αγορών παραμένουν ανεφάρμοστα χωρίς τον παγκόσμιο πολιτικό συντονισμό. Τα προληπτικά μέτρα που εισήγαγαν μεμονωμένες εθνικές κυβερνήσεις στον τομέα αυτό είναι καταδικασμένα να αποτύχουν για προφανείς λόγους».

Βιογραφία του Jurgen Habermas
Ο Jurgen Habermas γεννήθηκε το 1929 στο Ντύσσελντορφ. Σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία, ψυχολογία, γερμανική φιλολογία και οικονομικά.
Το 1954 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας στη Βόννη. Από το 1956 ως το 1959 εργάσθηκε ως βοηθός- ερευνητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας της υπό τη διεύθυνση του Max Hockheimer και του Th. W. Adorno. Δίδαξε φιλοσοφία στη Χαιδελβέργη(1961) και αργότερα Φιλοσοφία και Κοινωνιολο-γία στην Φρανκφούρτη(1964).
Εκεί γίνεται ευρύτερα γνωστός ως εκπρόσωπος της δεύτερης γενιάς της Κριτικής Θεωρίας. Τα τελευταία χρόνια, τόσο με τα βιβλία όσο και με τα άρθρα του, ασχολείται με τη σχέση μεταξύ της οικουμενικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολυπολιτισμικότητας, με την κρίση του κράτους-έθνους, την παγκοσμιοποίηση, καθώς και με τα προβλήματα της βιοηθικής, του ρατσισμού, της μετανάστευσης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

(Πηγή: IΣTAME)

19 Οκτωβρίου 2010

Σχετικά άρθρα