1

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟ ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ

Ο άνθρωπος οικοδόμησε τις έννοιες του οικονομικού γίγνεσθαι σύμφωνα με την εμπειρία του.  Οι επιστήμες του ανθρώπουαναδεικνύουν ως υπέρτατη αρχή και πηγή γνώσης τους τον κόσμο της εμπειρίας και τα ιστορικά σημεία κρίσης, σε αντίθεση με τις σχολαστικιστικές προσεγγίσεις και επιδιώξεις.

Θα σταθούμε ιδιαίτερα στον σχολαστικισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της αγοράς ή, κατά άλλους, στον φονταμενταλισμό, τον σχολαστικισμό της ιδιωτικότητας και της ιδιωτικοποίησης στο πλαίσιο της αγοράς, ώστε να μπορέσουμε εκ νέου να προσεγγίσουμε, θεσμικά και ακαδημαϊκά, τις έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν ως αδιαπραγμάτευτα και αξιωματικά εμπόδια σε κάθε απόπειρα αναστοχαστικής εναλλακτικότητας και επαναρρύθμισης της οικονομίας.

Η διαλεκτική μεταξύ ελεύθερης αγοράς και των άπληστων συντελεστών της
Απαρχής της οικονομικής επιστήμης, με τους Φρανσουά Κενέ και τον κόμη του Μιραμπό, βλέπουμε έναν δυισμό μεταξύ της παραγωγής και της κυκλοφορίας του προϊόντος, από την μία, και του εμπορίου και του κέρδους, από την άλλη.

Αυτόν τον δυισμό προσπάθησε να επιλύσει ο Άνταμ Σμιθ – ένας άνθρωπος χωρίς εμπειρία από τον χώρο της οικονομίας, αλλά με πλούσια εμπειρία ηθικού, φιλοσοφικού και ερευνητικού στοχασμού. 

Εκείνο που επιχείρησε να κάνει ο Άνταμ Σμιθ ήταν να δείξει ότι σε μια ελεύθερη οικονομία δημιουργείται ένας μηχανισμός που λειτουργεί ρυθμιστικά, εξομαλύνοντας τις διαφορές, και επ’ αγαθώ του συνόλου. Ο μηχανισμός αυτός δημιουργείται στο πεδίο της οικονομίας, στην προσφορά και τη ζήτηση και είναι αποτέλεσμα της έμφυτης -στον άνθρωπο- δυναμικής της ανταγωνιστικότητας, της ιδιοτέλειας και της χωριστικότητας. Τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού την αποκάλεσε ως το «Αόρατο Χέρι» της αγοράς και τη συνόψισε στη φράση «δεν θα εξασφαλίσουμε το βραδινό μας από την φιλανθρωπία του φούρναρη, αλλά από την έγνοια που έχει αυτός για το (άπληστο) συμφέρον του». [1]

Για τον Φρανσουά Κενέ, τον «πατέρα της πολιτικής οικονομίας», όπως τον αποκαλούσε ο Καρλ Μαρξ,[2] πηγή της έμπνευσής του ήταν το κυκλοφορικό σύστημα του οργανισμού. Την περιγραφή ενός υγιούς οικονομικού συστήματος με όρους κυκλοφορικού συστήματος ανάπτυξε στο ιστορικής σημασίας έργο του «Οικονομικοί πίνακες», το οποίο εξέδωσε το 1758 και στο οποίο διαπίστωσε πως «στην οικονομία κυριαρχούν φυσικοί νόμοι». Τόσο ο Κενέ όσο και ο Μιραμπό ήταν εναντίον της εμποροκρατίας.

Σε αντίστοιχη κατεύθυνση κινήθηκε και ο στοχασμός των φιλοσόφων του Διαφωτισμού γύρω από την ανθρώπινη φύση στο πολιτικό πεδίο. Τους απασχόλησε η διαλεκτική της οριοθέτησης των μεμονωμένων παικτών στη βάση κανόνων μέσα σε ένα πλαίσιο παιχνιδιού που να οδηγεί τόσο στη μεγιστοποίηση της κοινής ωφέλειας όσο και στη δημοκρατική οργάνωση. Τους απασχόλησε, ακόμα, το γεγονός ότι, ενώ η δημοκρατική οργάνωση θεμελιώνεται πάνω στην ελευθερία, αυτή πρέπει να εκλαμβάνεται εκ των πραγμάτων οικονομικά, πολιτικά και  ψυχολογικά ως ιδιοτελής.

Ο Διαφωτισμός επιχείρησε να λύσει το ανθρωπολογικό πρόβλημα με έναν λειτουργικό και διαχειριστικό τρόπο, μέσω της δημιουργίας ενός συστήματος οργάνωσης, ενός φαινομένου κλίμακας και θεσμικών κανόνων. Το εγχείρημα της «νεωτερικότητας» δεν αποδείχθηκε αρκετό για να μετασχηματίσει «το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας», [3] όπως το αποκαλούσε ο Καντ, κάτι που μαρτυρούν –μεταξύ άλλων– τα φαινόμενα της αποικιοκρατίας, του ολοκληρωτισμού, των δύο παγκόσμιων πολέμων, του Ψυχρού Πολέμου και της επανεμφάνισης του οικονομικού ολοκληρωτισμού. 
Τις «συνέπειες της νεωτερικότητας» ανέλυσε ο διευθυντής σπουδών του London School of Economics, Άντονι Γκίντενς, στο ομώνυμο βιβλίο του, [4] μιλώντας για εκείνον τον «ουτοπικό ρεαλισμό» και τις «ουτοπικές προσδοκίες ή σχέδια που θέτουν τη βάση για μελλοντικές καταστάσεις πραγμάτων που περιορίζουν τον αέναο χαρακτήρα της νεωτερικότητας». Η αδυναμία παρέμεινε στο πολιτισμικό, οικονομικό, πολιτικό, θεσμικό και κοινωνικό πεδίο και γι’ αυτό εξακολουθούν μέχρι τις μέρες μας οι ακρότητες, οι διακλαδώσεις και τα σενάρια εκτροπής και ενέλιξης, τα οποία παρατηρούνται από τους συστημικούς αναλυτές και στοχαστές, όπως τον καθηγητή φιλοσοφίας, συστημικής επιστήμης και μελλοντολογικών σπουδών, Ervin Laszlo. [5]

Ποιος ακρωτηρίασε το «Αόρατο χέρι» της οικονομίας;
Το πρόβλημά μας είναι να δούμε εάν, γιατί και πότε – δεν «δουλεύει» καλά το «Αόρατο Χέρι». Κανείς δεν μπορεί να πει ότι παρήχθη «κοινή ωφέλεια» το έτος 1929, το έτος στο οποίο σημειώθηκε το μεγάλο κραχ των χρηματιστηρίων. Κανείς δεν μπορεί να δει την κοινή ωφέλεια σε όλη την εξέλιξη του «μεγάλου μετασχηματισμού», όπως τον αναλύει ο Κάρλ Πολάνι. [6] Κανείς δεν μπορεί να διακρίνει την κοινή ωφέλεια στην πολύπλευρη παγκόσμια κρίση των τελευταίων ετών.

Γιατί, άραγε, πολλές φορές δεν λειτουργεί η κοινή ωφέλεια στη συνεχή καθημερινότητα; Η κοινή ωφέλεια της αγοράς πού χάνεται; Θεωρητικά, το σχήμα είναι εύκολο: η ανταγωνιστικότητα κατεβάζει τις τιμές, αυξάνει την παραγωγικότητα και τη μόχλευση των πόρων, οδηγεί στην καινοτομία και εξυπηρετεί τον καταναλωτή.

Τον εκπολιτισμό της οικονομίας και της παραγωγικής ισχύος προς τον καταναλωτή είχε διαγνώσει και δεν τον είχε αμφισβήτησει ούτε ο Μαρξ [7] και, επίσης,  τον βλέπουμε ακόμη και σε ανθρωπιστικές μορφές. Υπήρξαν στο παρελθόν κορυφαία παραδείγματα αυτού του εκπολιτισμού με μείζονες προσωπικότητες της επιχειρηματικότητας, όπως ο Κάρνεγκι, ο οποίος εργάστηκε και πολιτικά ενάντια στην αποικιοκρατία. Πρόσθετα παραδείγματα αποτελούν οι χορηγοί προγραμμάτων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και οι πρωτοπόροι της κουλτούρας του ελέγχου της ζήτησης.

Εδώ, ασφαλώς, παίζεται ένα στρατηγικό παιχνίδι ισχύος και επικράτησης που θυμίζει, καθ’ όλα, τις τεχνικές της πολιτικής:  δηλαδή, του θεάτρου, της επικοινωνίας και τα παιχνίδια των δημοσίων σχέσεων και της «δημιουργίας συναίνεσης» του Έντουαρντ Μπερναίηζ. Αυτό το παιχνίδι ισχύος κορυφώθηκε, μέχρι ενός ποταπού σημείου, στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης και οδήγησε στις υποσχεσιολογικές ουτοπίες τύπου «Φουτουράμα», ενός σχεδίου εμπνευσμένου από τον Μπερναίηζ και υλοποιούμενου από την General Motors.[8] Σύμφωνα με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ, αυτό το παιχνίδι ισχύος δεν είναι παρά μια πανουργία του πλούτου απέναντι σε μια λαιμαργία απατηλού ή ψευδεπίγραφου καλού.

Επανεξετάζοντας το δόγμα της αυτορρύθμισης της ιδιωτικότητας
Το ίδιο παιχνίδι ισχύος παίζεται και στη δημοκρατία. Και εδώ, πάλι, πρέπει να κατανοήσουμε το γιατί δεν «δουλεύει» η πολιτική, η επικοινωνιακή, όπως και η πολιτισμική αγορά, στην κοινωνία του θεάματος.

Έχουμε σε όλους αυτούς τους τομείς σταθεί, επίμονα, στην αναγκαιότητα δικτύωσης και συνδρομής ανθρώπων απαλλαγμένων από μηχανισμούς αυτοπαγίδευσης ή θεατρικής παγίδευσης και υποστασιοποίησης. Αυτό συνιστά και το βασικό θέμα της αλλοτρίωσης, ένα θέμα που, ναι μεν, θίγουν οι θρησκείες και οι φιλοσοφίες, σε περιορισμένο ή ευρύτερο, βαθύτερο ή ρηχότερο φάσμα, αλλά το πρόβλημα, στην περίπτωσή μας, είναι να δούμε λειτουργικά το πού αστοχεί το ακαδημαϊκό δόγμα, η ακαδημαϊκή σχολή της ιδιωτικότητας.  

Την ανεπάρκεια του δημόσιου τομέα μπορούμε ευκρινώς να δούμε στις ακραίες της εκδοχές μέσα από τις κριτικές που ασκήθηκαν από στοχαστές, όπως ο Τρότσκι και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, και που έφτασαν στην έννοια του ολοκληρωτισμού επί της δικτατορίας του προλεταριάτου ή επί της εξουσίας του λαού. Μίλησαν για την γραφειοκρατικοποίηση, τους ναρκισσισμούς και τη διαδικασία της λειτουργίας της εξουσίας, της πολιτικής υπεραξίας και του πολιτικού φαινομένου.  

Στην περίπτωση της οικονομίας, το πρόβλημά μας είναι να απαντήσουμε στη θεμελιώδη καινοτομία της σκέψης του Άνταμ Σμιθ που περιγράφει το πώς λειτουργεί η ανταγωνιστικότητα, η αγορά, η προσφορά και η ζήτηση μέσα από την ιδιωτικότητα ως το «Αόρατο Χέρι». Η καινοτομία αυτή είχε αρκετές επιτυχίες υπό την έννοια, όμως, ενός τεχνολογικού μερίσματος ή μιας εργαλειακής προσφοράς της γνώσης και της συνείδησης στην οικονομία. Ο Άνταμ Σμιθ παρουσίασε την ανταγωνιστικότητα ως έναν  ολιστικό μηχανισμό που προσαρμόζει την οικονομία και την κάνει να λειτουργεί ως αγορά για την κοινή ωφέλεια.   

Σημεία τα οποία αναμένουν τη συστημική ενσωμάτωσή τους στην οικονομική θεωρία  
1. Αποτελεί θεμελιώδη πλέον αναγνώριση ότι στην παραγωγή, την επικοινωνία και στα σήματα της αγοράς υπάρχουν μηχανισμοί και οικονομίες κλίμακας που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και την ομαλή λειτουργία του Αόρατου Χεριού – κάτι που δεν έχει αναλυθεί. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στο επίπεδο λειτουργίας και ανάλυσης του χρηματιστηριακού κύκλου. Η σημερινή μικροοικονομική ανάλυση και θεωρία έχει περιοριστεί σε απλοϊκές και «αντι-ακαδημαϊκές» αξιωματικές βάσεις, στην προσπάθειά της να περιγράψει το πώς μπορεί να λειτουργεί σωστά η αγορά γύρω από τα ζητήματα της γνώσης και της πληροφορίας. Εξ ου και αναδεικνύεται η τεράστια σημασία της διαφάνειας.

2. Άλλος ένας παράγοντας που, πολλές φορές, απορρυθμίζει τη λειτουργία του «Αόρατου Χεριού» είναι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί. Αυτοί οι μηχανισμοί μπορούν να πάρουν πολλές μορφές και να κορυφωθούν –όσον αφορά τους καταναλωτές– στο σύνδρομο των«οργισμένων αγαλμάτων». 

Αναφερόμαστε στην αδυναμία των καταναλωτών να λειτουργήσουν ως ενεργητικοί παράγοντες της οικονομίας, ακριβώς επειδή είναι καθηλωμένοι στις παραστάσεις και τους πατερναλισμούς που μοχλεύονται από την επιθυμία τους, από τη ζήτησή τους. Οι καταναλωτές δυσκολεύονται να συγκροτήσουν επικοινωνιακές οικονομίες κλίμακας με στόχο να λειτουργήσουν εξισορροπητικά στις οικονομίες κλίμακας των παραγωγών και, ιδιαίτερα, των παραγωγών μεγάλης κλίμακας. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο σε ορισμένες οριακές περιπτώσεις.

Οι μονοπωλιακές ή οι ολιγοπωλιακές εκτροπές δεν είναι ζήτημα μόνο μηχανιστικής, λειτουργικής κατανόησης. Η ολιγοπωλιακή δυναμική στη λειτουργία του συστήματος της αγοράς ενυπάρχει στους περισσότερους παίκτες ως γραμμή ελάχιστης αντίστασης. Αποτελεί άλλο ένα σημαντικό ανθρωπολογικό στοιχείο που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «στραβόξυλο της ανθρωπότητας» και που μας επαναφέρει στον αρχικό προβληματισμό των Διαφωτιστών και στην αναζήτηση μιας απάντησης που να μην περιορίζεται στην επινόηση θεσμών. 

Οι άνθρωποι κινούνται πρωταρχικά προς την κατεύθυνση της παραγωγής, γιατί από αυτή προσδοκούν –ως επιχειρηματίες, ως ιδιοκτήτες και ως εργαζόμενοι– τη μέγιστη θωράκισή τους. Στην πραγματικότητα, όμως, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, χάνουν την ευκαιρία να ενεργήσουν ως καταναλωτές πραγματικά εξισσοροπιστικά και εξυγιαντικά στην αγορά. Ένας τομέας της οικονομίας στον οποίο μπορεί πολύ εύκολα να φανεί αυτός ο διχασμός του υποκειμένου είναι αυτός της υγείας. 

Τί συμβαίνει στην αγορά και, παρά τις προβλέψεις της οικονομικής επιστήμης και την εξασφάλιση ενός πλαισίου λειτουργίας πολλών παικτών στην αγορά, η φυσική τάση είναι η ακρίβεια, η μεγιστοποίηση των τιμών και η μεγιστοποίηση του κέρδους; Τί είναι «σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας», της ιδιωτικότητας, του ναρκισσισμού και της αγοράς; 

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «Αόρατο Χέρι» διαρκώς νοσεί. Νοσεί από μια ευρύτερη γκάμα σωματικών ασθενειών.

Όταν η προσφορά πατρονάρει τη ζήτηση
Λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε με αφορμή τα «τοξικά» ομόλογα, έχουμε συνειδητοποιήσει τη «νοσηρότητα του Αόρατου Χεριού» στην άυλη οικονομία και στο φαντασιακό μέρος των οικονομιών κλίμακας του μέσου.  Αυτή όμως η νοσηρή δυναμική ενυπάρχει και στην εμπράγματη οικονομία. Στο σημείο αυτό, πρέπει να δικαιολογήσουμε πια την κριτική απέναντι στην εμποροκρατία, συνειδητοποιώντας ότι υπάρχει ένα βαθύτερο πρόβλημα, το οποίο τα διάφορα κύματα ακαδημαϊκής σκέψης και ανάλυσης δεν κατάφεραν να λύσουν, παρά μόνο προσπαθώντας να διαχειριστούν τις παρενέργειές τους, και εδώ συμπεριλαμβάνουμε και τον Κέυνς.

Ο Κέυνς δεν οδήγησε την οικονομική σκέψη σε έναν θεμελιώδη αναστοχασμό, αναζητώντας λύση για το οικονομικό αδιέξοδο, αλλά την οδήγησε σε μια συμπληρωματική μεταρρυθμιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των παρενεργειών. Δεν λειτούργησε στο πεδίο των αιτιών. Από την άλλη, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι προτάσεις του για επιτροπές τιμών, εισοδημάτων κ.λπ. απέβλεπαν σε έναν μηχανισμό παρέμβασης και πρόνοιας, τη θεσμική αποτελεσματικότητα της οποίας συναντάμε, ακόμη και σήμερα, και η οποία λειτουργεί πολλές φορές αποτρεπτικά σε καταχρηστικά φαινόμενα.

Μολοντούτο, αυτός ο μηχανισμός δεν μπορεί να παρέμβει ουσιαστικά σε μεγάλο μήκος χρόνου, καθώς η δυναμική της ζήτησης ενσωματώνεται στον ηγετικό ρόλο της προσφοράς ως πατερναλισμός και ως υπεραξία στη δυναμική της παραγωγής,  και καλό θα ήταν αυτό να συνειδητοποιηθεί από όλους μας. 

Σε αυτό το σημείο, ο Μαρξ είχε ένα θεμελιώδες δίκιο όταν μιλούσε για τον καθοριστικό ρόλο της συσσώρευσης του κεφαλαίου, στην κυκλικότητα των κρίσεων που αυτή τελικά προκαλεί. Ουσιαστικά, το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι υπάρχει μια επικοινωνιακή μετατόπιση της θεσμικής και της λειτουργικής δυναμικής και υπεραξίας από τη ζήτηση στην παραγωγή και το εμπόριο.

Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο διχασμού της κοινωνίας, διχασμού του οικονομικού και κοινωνικού υποκειμένου, του παραγωγικού και του καταναλωτικού υποκειμένου∙ και αυτό είναι που πρέπει να επιλυθεί στο θεμελιώδες βάθος του και σε όλο το εύρος του φάσματός του και όχι σε μια ενδιάμεση κλίμακα. Δεν μπορεί να επιλυθεί με όρους απαγορευτικούς ή με όρους εξουσίας, οι οποίοι τείνουν, αργά ή γρήγορα, είτε να αμβλυνθούν είτε να γίνουν ολοκληρωτικοί.

Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι οι κανόνες και τα όρια είναι απαραίτητα μεν, εξελίσσονται όμως ιστορικά προς δύο κατευθύνσεις: είτε του ολοκληρωτισμού και της γραφειοκρατικοποίησης –αποτελεσματικής ή μη– είτε της άμβλυνσης και της εξαΰλωσης.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει η αδυναμία στην επόπτευση και στην επιτήρηση, στην αξιόπιστη παρακολούθηση και στην χαρτογράφηση των σημάτων της αγοράς και της οικονομίας. Αυτό συμβαίνει γιατί η μεγάλη κρίση γίνεται στο επίπεδο των σημάτων και των ερμηνειών τους και αυτό καθιστά το οικονομικό πρόβλημα πολύ πιο σύνθετο για το σημερινό επίπεδο των επιστημών του ανθρώπου.

Παράλληλα, υπάρχει το κρίσιμο ζήτημα του πώς ελέγχονται οι συνθήκες μονοπωλίου που δημιουργούν οι οικονομίες κλίμακας των μεγάλων παραγωγών και οι οποίες, συνήθως, λειτουργούν ως μηχανές άπληστου οικονομικού συμφέροντος.

Παρατηρήσαμε, προηγουμένως, ότι η κρίση της κερδοσκοπίας και της ακρίβειας δεν εντοπίζεται μόνο στο επίπεδο της άυλης οικονομίας, αλλά και στο επίπεδο του εμπράγματου εμπορίου και της εμπράγματης σχέσης παραγωγής-κατανάλωσης και αγοράς. Αυτό μας ωθεί να αναζητούμε συνεχώς νέες οικονομίες κλίμακας, οι οποίες τελικά στρεβλώνουν την ανταγωνιστικότητα και την αγορά και διαμορφώνουν έναν –στρατηγικά και τακτικά μεθοδευόμενο από τους παίκτες– εγγενή πατερναλιστικό μηχανισμό .

Η πρόκληση της γεφύρωσης της πολιτικής, της ψυχολογικής και της οικονομικής σκέψης
Όλη αυτή η κρίση που έχει ενσκήψει τελευταία, είναι κρίση και της εμπράγματης οικονομίας, με στοιχεία και ανάγκες ελέγχου της ζήτησης και των καταναλωτικών διαθεσίμων. Από την άλλη μεριά, επίσης, είναι κρίση ελέγχου της κερδοσκοπίαςτης δημοσιονομικής ισορροπίας και της αναπτυξιακής υπερχρέωσής του ελέγχου της ύφεσης που μας έφερε μπροστά σε κάποιες έννοιες, που πρέπει να τις δούμε όπως αυτές είναι ελεύθερες από τη σημερινή μορφή της θεσμικής περιβολής αυτού του ελέγχου και τη δογματική θεωρητική ερμηνεία του.  Τοποθετήσαμε τις έννοιες της ιδιωτικότητας της επένδυσης, της αγοράς και του ανταγωνισμού σε ένα βάθρο μηχανικιστικής αυθεντίας και θέσμισης, αφήνοντας τον νοητικό πυρήνα τους χωρίς ερωτήματα. Έτσι εξηγείται  γιατί οι ακαδημαϊκοί και οι πολιτικοί δεν θέτουν το ερώτημα : «γιατί δεν λειτουργεί η αγορά υπέρ του καταναλωτή;»

Παρά τις όποιες επιτυχίες της αγοράς που υπάρχουν, έχουμε παραγνωρίσει τον ρόλο του τεχνολογικού μερίσματος στην αύξηση του πλούτου και στον μερισμό του. Επιπλέον, έχουμε αποδώσει όλο το όφελος στην αγορά, τις επενδύσεις και την ιδιωτικότητα. Στην πραγματικότητα, είναι σαν να ψάχνουμε –πολύ εσφαλμένα– όπως οι κοσμολόγοι, μέσα σε ένα κοσμολογικό πρότυπο, αγνοώντας την ακτινοβολία του υποβάθρου. Υπάρχει μια ακτινοβολία υποβάθρου στην οικονομία και στην οικονομική οργάνωση την οποία πρέπει να διαγνώσουμε. Η αναγνώριση αυτού του υποβάθρου αποτελεί για όλους μας μια πρόκληση, καθώς καλούμαστε να εργαστούμε εξαντλητικά στον νου, χωρίς απλοϊκότητες, χωρίς εχθρότητα και σχολαστικιστικούς αρνητισμούς, χωρίς αυθεντίες και αδιαπραγμάτευτα θεσμικά ζητήματα.

Η δυσκολία έγκειται στο ότι καλούμαστε να γεφυρώσουμε τα πολιτικά, τα ψυχολογικά  και τα τεχνο-οικονομικά μέρη αναστοχαστικά, κριτικά και σχεδιαστικά, χωρίς να υποκύψουμε στους πειρασμούς του ολοκληρωτισμού.  

Αναφορές:
[1] Cohen, Daniel “Η Ευημερία του Κακού – μια Ανήσυχη Εισαγωγή στην Οικονομία”, εκδ. Πόλις, σελ. 100.
[2] Φρανσουά Κενέ  «Ο Φρανσουά Κενέ (François Quesnay) ήταν Γάλλος οικονομολόγος και γιατρός, ιδρυτής της σχολής των φυσιοκρατών και θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας».
[3] Berlin, Isaiah, “Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας”, εκδ. Κριτική, σελ. 7.  
«Από τόσο στραβό ξύλο, όπως είναι εκείνο από το οποίο έχει γίνει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κατασκευαστεί τίποτα εντελώς ίσιο» (φράση του Καντ).
[4] Giddens, Antony, “Οι Συνέπειες της Νεωτερικότητας”, εκδ. Κριτική, 2001, σελ. 213.
[5] Laszlo Ervin, “Κοσμική Αλλαγή 2012”, εκδ. Έσοπτρον, 2010.
[6] Polanyi, Karl, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, εκδόσεις Νησίδες, 2001, βλ. επίσης Πανταζής Απόστολος, O “IΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ” ΤΟΥ ΚΑRL POLANYI.
[7]  Marx, Karl, “Grundrisse”, εκδ. Α/συνέχεια, 2009.
[8] Ζήσης, Γιάννης, Η Πλάνη του οικονομικού ανθρώπου -Homo Economicus- και η ανασυγκρότηση του εργατικού και πολιτισμικού κινήματος, solon.org.gr.

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
1. Αναζητώντας τον δήμιο του αόρατου χεριού
2. Οικονομική κρίση: αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού 

Πρώτη δημοσίευση: 18 Οκτωβρίου 2010