1

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (‘Δ Μέρος) – Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ” ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Εύλογα πρέπει να ερωτάται σε σχέση με αυτή την ελευθερία:
(α) Αποσκοπεί στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών προς όφελος όλων ή κυρίως στην ελευθερία της κερδοσκοπίας των εμπόρων; Αυτά είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, αν και μπορεί να συντρέξουν συμπτωματικά, αλλά παροδικά, στη δεύτερη περίπτωση. 
(β) Το όφελος εν προκειμένω τι περιεχόμενο έχει, οικονομικό, πολιτισμικό ή άλλο; Ή ποια είναι τα διακινούμενα αγαθά; 
(γ) Η ελεύθερη διακίνηση αγαθών τι επιπτώσεις επιφέρει στον πλανήτη;

Αυτά τα ερωτήματα πρέπει οπωσδήποτε να απαντηθούν από όλους, αν πρόκειται να γίνει κατανοητή η κατάσταση και τα αίτιά της. Επειδή ανάλογα με το περιεχόμενο του επιθυμητού οφέλους θα είναι και τα αποτελέσματα. Φυσικά, η ελευθερία της οικονομίας σε καμμία περίπτωση δεν είναι η ελευθερία στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, επειδή δεν είναι μέρος του συστημικού τριπτύχου Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφοσύνη που διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της ατομικότητας με την ελευθερία της και την κοινωνία με τις υποχρεώσεις και επειδή όλες οι μεγάλες Ιδέες έχουν οντολογική σημασία και δεν μπορούμε προχείρως να τις χρησιμοποιούμε για τέτοιους σκοπούς. 

Ωστόσο οι απομιμήσεις ή ιζηματοποιήσεις των μεγάλων Ιδεών στο πεδίο της πράξης είναι συμβατές με την εξέλιξη στο βαθμό που την διευκολύνουν, όχι όμως όταν επιφέρουν ενέλιξη ή διαστρέβλωση.

Για να μη νομισθεί ότι η ενασχόληση με τις ιδέες είναι άπραγες και άχρηστες θεωρίες που δεν έχουν σχέση με την πράξη –άποψη που είναι και η μόνιμη θλιβερή επωδός των όποιων κομματικών ή άλλων κοινών συζητήσεων που συνήθως αποφεύγουν την ουσία- θα παρουσιάσουμε εδώ την άποψη του νομπελίστα νεοφιλελεύθερου Χάγιεκ «ότι η μάχη των ιδεών ήταν το κλειδί και ότι θα χρειαζόταν πιθανώς μια γενιά για να κερδηθεί αυτή η μάχη, όχι μόνον εναντίον του μαρξισμού, αλλά και του σοσιαλισμού, του κρατικού σχεδιασμού και του κεϋνσιανού παρεμβατισμού».[1] 

Μόνον που στην περίπτωση αυτή οι ιδέες δεν προκάλεσαν δυσφορία, γιατί δεν παρουσιάστηκαν με σοβαρότητα σαν ιδέες, αλλά στην κυριολεξία σαν διαφήμιση για την ελευθερία του ανθρώπου αορίστως και άφηναν τον καθένα να φαντασιώνεται ό,τι επιθυμούσε. Πρέπει να το κατανοήσουμε τελικά ότι πίσω από καθετί υπάρχει μία ιδέα, έστω ασυνείδητη. 

Οι ορθές όμως ερμηνείες των ιδεών δεν μπορούν να παρουσιαστούν σαν διαφήμιση ούτε έχουν με το μέρος τους τη δύναμη των παραγόντων της εξουσίας αλλά ούτε και το ανθρώπινο υποσυνείδητο που χειραγωγείται εύκολα, επομένως ο καθένας πρέπει να καταβάλει προσπάθεια για να τις κατανοήσει και κυρίως να τις βιώσει. Αλλά για να το κάνει πρέπει να αισθανθεί, μαζί με την ελευθερία, και την ευθύνη του απέναντι στο σύνολο. Η ελευθερία που υποσχέθηκαν ήταν απολύτως ατομιστική και επομένως ανταγωνιστική και όχι για όλους. Η Θάτσερ ως υπέρμαχος του φιλελευθερισμού είχε πει ότι «δεν υπήρχε κοινωνία, παρά μόνον άτομα»!!![2] Πάντοτε οι ακρότητες είναι εύκολες και πονηρές στη λειτουργία τους.

Τελικά όμως δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς ευθύνη. Βέβαια οι πλούσιοι είναι «ελεύθεροι» να κάνουν ό,τι θέλουν.  Αλλά αυτή η ελευθερία είναι μια αυταπάτη –είναι ουσιαστικά άνεση να κάνουν ό,τι επιθυμούν, πράγμα που δεν έχει σχέση με την ελευθερία. Αν όμως παρουσιάζοντας τον νεοφιλελευθερισμό έλεγαν τη σωστή λέξη, δηλαδή να έχουμε «άνεση» για να κάνουμε ό,τι θέλουμε, πόσοι θα τους ακολουθούσαν ενσυνείδητα; Θα είχαν τα ίδια συναισθήματα ευφορίας και συγκίνησης με τη σκέψη της ελευθερίας; Δεν θα τα είχαν, γιατί οι άνθρωποι θέλουν να αισθάνονται εξασφαλισμένοι ότι κάποιος είναι ανιδιοτελής. Αλλά το παράξενο είναι ότι ζουν σε έναν δραματικό διχασμό: εμπνέονται μεν από το ιδεώδες, αλλά στην πράξη άγονται και φέρονται από  τα κακέκτυπά του, γι’ αυτό θέλουν κυριολεκτικά να παραπλανώνται, ώστε να μην έχουν ενοχές

Για αυτό το λόγο και οι πολιτικοί και οι μάνατζερ παρουσιάζουν τόσο εύκολα με λέξεις τα ιδανικά για να κρύψουν το πραγματικό. Γι’ αυτό ο παραπλανητής θα χρησιμοποιήσει αορίστως τη μεγάλη ιδέα για να συγκινήσει, αλλά τόσο αυτός όσο και ο κοινός άνθρωπος στην πράξη θα επιχειρήσουν το αντίθετο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη σχέση των δύο φύλων: μιλάνε εύκολα  για αγάπη, αλλά αυτό που θέλουν είναι σωματική και ψυχολογική άνεση και τίποτε περισσότερο, την οποία όμως αν ομολογούσαν, η σχέση θα έχανε τη γοητεία της.

Ένα παράδειγμα διχασμού είναι οι ΗΠΑ με την ελευθερία χωρίς κοινωνία και η πρώην ΕΣΣΔ με την κοινωνία χωρίς ελευθερία. Και όπως λέει ο Ντ. Χάρβεϊ «Τα αριστερά κινήματα δεν κατόρθωσαν να αναγνωρίσουν ή να αντιμετωπίσουν, πολλώ δε μάλλον να υπερβούν, την εγγενή ένταση ανάμεσα στην αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης»[3]. Επίσης «…μέσα στην αμερικάνικη αριστερά αποδείχθηκε, εδώ και πολύ καιρό, εξαιρετικά δύσκολη η σφυρηλάτηση της συλλογικής πειθαρχίας που είναι αναγκαία για να επιτύχει η πολιτική δράση την κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς να θίγεται η επιθυμία των πολιτικών δρώντων για ατομική ελευθερία και πλήρη αναγνώριση και έκφραση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων»[4].

Και όπως καταλαβαίνουμε το πρόβλημα του κόσμου δεν είναι ούτε η αριστερά ούτε η δεξιά ούτε τα ιδεολογήματα, αλλά ότι για τον κάθε άνθρωπο οι ιδέες εμφανίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια στη σύνθεσή τους. Αυτό οφείλεται στη λανθασμένη ερμηνεία τους και την ψυχολογικά λανθασμένη αντιμετώπισή τους. Η ισότητα συνήθως βασίζεται στο φθόνο, η ελευθερία στην αλαζονεία, η ενότητα σε αβάσιμο συναισθηματισμό και τάσεις ιδιοτελούς ασφάλειας. Αυτά είναι τα βασικά προβλήματα του ανθρώπου επάνω στα οποία σωρεύονται τα πρακτικά προβλήματα της οικονομίας, του πολιτισμού, των διεθνών σχέσεων κ.ο.κ.

Πάντως πρέπει να παραδεχθούμε ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τους άλλους ανθρώπους οπουδήποτε στον κόσμο, πράγμα που ήταν αδιανόητο στο παρελθόν, αλλά δεν είναι επαρκώς δυνατή μειονότητα.

1. Είναι λοιπόν αυτή η ελευθερία προς όφελος όλων ή μόνον λίγων; 
Ο σκοπός μιας άποψης διαφαίνεται συνήθως από τα αποτελέσματά της, στο βαθμό βέβαια που αυτά γίνονται αντιληπτά, γιατί για ένα μήκος χρόνου θα μπορούσαν να είναι αφανή ή σκοπίμως κρυμμένα.  Για παράδειγμα, η επίμονη επιδίωξη της ιδιωτικοποίησης των πάντων, αφαιρώντας από τον τομέα της κρατικής πρόνοιας δημόσια αγαθά όπως η υγεία και το νερό, γνωρίζοντας ότι ο ιδιωτικός τομέας αποσκοπεί μόνον στο κέρδος χωρίς υποχρέωση για δωρεάν παροχές, δείχνει ότι ο σκοπός δεν είναι η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών προς όφελος όλων, αλλά η ελεύθερη οικονομική ανάπτυξη με το μέγιστο δυνατό κέρδος «όσων μπορούν» να την πετύχουν μέσω της διακίνησης των αγαθών. 

Αυτό είναι λογικό συμπέρασμα, επειδή τα βασικά αγαθά όντας απρόσιτα οικονομικά δεν θα αγοράζονται από τους πτωχούς και επομένως η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών θα ενισχύει μόνον την άνεση αυτών που θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν και θα υποβαθμίζει πολιτισμικά τη ζωή των υπολοίπων, αφού αυτοί θα διαθέτουν περισσότερο εισόδημα για τα βασικά αγαθά, χωρίς να απομένει τίποτε για την ποιότητα της ζωής τους.

Αυτό, για παράδειγμα, θα μπορεί άνετα να συμβαίνει με τα ιδιωτικοποιημένα νερά φτωχών χωρών, που οι εταιρείες μπορούν να τα πωλούν έξω από τη χώρα προέλευσής τους, επειδή κάποιες άλλες χώρες θα έχουν χρήματα ή έστω περισσότερα χρήματα να πληρώσουν. Ή θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο με τα προϊόντα των τεράστιων εκτάσεων που αγοράζουν πλούσιοι ιδιώτες της Δύσης, αλλά και άλλων χωρών, σε Ν. Αμερική και Αφρική και να αποξενώνουν έτσι τους ντόπιους από την πατρίδα τους και θα τους οδηγούν σε δουλεία. Βεβαίως, όπως έλεγε και ο Πλάτωνας, ήδη από την εποχή του υποστηριζόταν ότι ο φυσικός νόμος υπαγορεύει το δίκαιο του ισχυρότερου, αλλά ο ίδιος υποστήριζε ότι οι νόμοι δεν είναι δίκαιοι «όσοι δεν εθεσπίσθηκαν εκ μέρους ολοκλήρου της πολιτείας χάριν του κοινού καλού»[5].

Αυτή η ελεύθερη διακίνηση δεν θα είναι ποτέ πραγματικά ελεύθερη προς όφελος όλων παγκόσμια, όσο υπάρχει τεράστια διαφορά οικονομικής δύναμης μεταξύ των διαφόρων χωρών, ή εθνικά μεταξύ των ελίτ και των υπολοίπων πολιτών. Απλά θα ισχύει το δίκαιο του δυνατού, και για τον δυνατό θα είναι όλα ανοικτά και προσβάσιμα. Αλλά καμμία ιδέα δεν είναι αληθινή, αν δεν ισχύει για όλους, και γι’ αυτό θα πρέπει να ξεχάσουμε την ιδέα της ελευθερίας, γιατί έχει γίνει μεγάλη κατάχρησή της. Ο Πλάτωνας είχε δίκιο όταν έλεγε ότι «… σ’ εκείνη την πόλι όπου ο νόμος υπηρετεί τους άρχοντες (είναι αρχόμενος) και όχι τους αρχομένους είναι απολύτως άκυρος και βλέπω να είναι έτοιμη η καταστροφή γι’ αυτήν. Σε όποια όμως πόλι ο νόμος είναι εξουσιαστής των αρχόντων και οι άρχοντες υπηρέτες του νόμου, θεωρώ ότι εκεί υπάρχει η σωτηρία και απολαμβάνονται όλα τα αγαθά…»[6]. 
Βέβαια σήμερα αντί της πόλης πρέπει να βλέπουμε το παγκόσμιο. Αυτό σημαίνει ότι στο σκεπτικό των σημαντικών υπέρμαχων της άποψης στην πραγματικότητα δεν περιλαμβανόταν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο ανθρωπισμός, η ειρήνη και η πολιτισμική εξέλιξη  –παρά τις εξαγγελίες των ΗΕ αλλά και τις δικές τους. 

Βέβαια θα πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρξαν και φιλελεύθεροι που είχαν ορθές απόψεις για τον ιμπεριαλισμό, την ειρήνη και άλλα κοινωνικά προβλήματα. Όμως, επειδή οι ιδέες δρούν συστημικάαλληλοεπηρεαζόμενες και αλληλοσυμπληρωνόμενες και μάλιστα στο ανάλογο επίπεδό τους, τότε αν μέσα σε όλες παρεισφρύσει μία ιδέα στρεβλωμένη ερμηνευτικά αλλά καθοριστική για την πράξη, τότε ανατρέπονται όλες οι υπόλοιπες. Έπειτα ορισμένες ιδέες υποστηρίχθηκαν σε εποχές που η κατάσταση ήταν πιο απλή και σε αντιμετώπιση κακών πρακτικών από μέρους της τότε επίσημης εξουσίας και δεν εννοούσαν τις σημερινές πρακτικές. Παράδειγμα αυτού αποτελεί η περίπτωση του Τζων Στιούαρτ Μιλλ που υποστήριζε την ελευθερία αλλά προς όφελος όλων και δεν είχε καμμία σχέση με τους νεοφιλελεύθερους.

Στην παρούσα περίπτωση της οικονομικής κατάστασης 2008-2010 η υπερβολική συσσώρευση πλούτου, που αποτελεί ερμηνευτική στρέβλωση της ελευθερίας, δεν οδηγεί σε πραγματική ελευθερία, αλλά σε εξουσία των λίγων, και η εξουσία είναι εξ ορισμού ενάντια σε όλες τις άλλες ιδέες, καθώς επίσης και ενάντια στον πολυδιαφημιζόμενο ανταγωνισμό, λόγω των δημιουργουμένων ολιγοπωλίων. Ο Άνταμ Σμιθ έλεγε ότι «Ο πλούτος όπως λέει ο κύριος Χόμπς είναι εξουσία»[7]. Όπως προείπαμε, αυτής της αλήθειας γίνεται ηθελημένη ή αθέλητη αποσιώπηση στις διάφορες θεωρίες περί ελεύθερης οικονομίας. Το ότι και η κρατική οικονομία έχει επίσης αποτύχει δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία, αλλά μόνον πρόκληση για να βρούμε την αιτία αυτής της διπλής αποτυχίας. Τα συστήματα τελικά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον ανθρωπολογικό παράγοντα.

2. Η οικονομία όπως είναι αποσκοπεί σε πολιτισμικές αξίες; 
Το κέρδος δεν είναι αληθινή πολιτισμική αξία -αν και συμπτωματικά μπορεί να συμβάλει σε αυτήν, κυρίως σπάζοντας σύνορα αποκλειστικότητας και αμάθειας μέσω της αγοράς. Η πρόθεση του ανοίγματος των αγορών δεν είναι το σπάσιμο αυτού του είδους, αλλά αθέλητα το επιφέρει ως αναγκαία συνέπεια της αναπόφευκτης ροής της πληροφορίας παγκόσμια, επειδή αυτή η ροή δεν είναι ελέγξιμη πλήρως τόσο από τη φύση της όσο και λόγω ύπαρξης παγκόσμιων ανταγωνιστών. Δηλαδή η οικονομία υπήρξε ένα πεδίο τόσο φονταμενταλισμού λόγω της δυνατότητας της εξουσίας που παρέχει σε λίγους, όσο ταυτόχρονα και ένα πεδίο αναγκαστικής αλληλεξάρτησης και αλληλοεπηρεασμού μεταξύ διαφόρων κοινωνιών. 

Τα οικονομικά οφέλη φυσικά δεν μπορούν να προορίζονται μόνον για τις επιβιωτικές ανάγκες (νερό, τροφή, ένδυση) αλλά και για την εκπαίδευση, την ομορφιά της ζωής, την ειρήνη, την εξέλιξη. Αυτά δεν εμπίπτουν στο περιττό, όταν όμως διαστρεβλώνονται σαν καταναλωτικότητα και συσσώρευση, τότε είναι μη πολιτισμικά.

Από το άλλο μέρος το κράτος ως διαμεσολαβητής των ανθρώπινων επιθυμιών και αναγκών τι ακριβώς επιδιώκει; Μόνον την υλική ευμάρεια των πολιτών του, γιατί εκείνοι αυτό επιθυμούν, ή μπορεί να έχει, πραγματικά και όχι μόνον εξαγγελτικά, ευρύτερους σκοπούς, π.χ. πολιτισμικούς-ανθρωπολογικούς, και, σε περίπτωση που τους έχει, υπάρχει επαρκής αριθμός πολιτών να τους στηρίξει; Και ως πολιτισμικότητα δεν εννοούμε τους παντός είδους κακώς εννοούμενους εθνικισμούς και μαζικούς εγωισμούς, αλλά την βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους και ανάμεσα στους ανθρώπους και το περιβάλλον. 
Στην περίπτωση που τέτοιος αριθμός υποστηρικτών δεν υπάρχει, τότε το κράτος –άσχετα από τις εξαγγελίες- θα είναι στα χέρια μιας ελίτ, που θα μπορούσε να είναι ή ιδιοτελής (ελίτ εξουσίας) όπως οι περισσότερες ελίτ ή, σε αντίθεση με αυτό, να είναι σπανίως μία ελίτ αξιών, δηλαδή καλύτερη από το ανθρωπολογικό επίπεδο των πολλών. Αυτή είναι και μία ιστορική αλήθεια για το ρόλο των προσώπων στην ιστορία, όπως π.χ. τον θετικό ρόλο του Σόλωνα με το νόμο για τη σεισάχθεια στην αρχαία Αθήνα –αν και υπάρχουν βέβαια και επιβλαβείς ρόλοι άλλων προσώπων.

Για την ελευθερία της οικονομίας πρέπει να αναφερθεί ότι καμμία αληθινή κοινωνική αξία δεν αποσκοπεί στο συμφέρον λίγων, ακόμη και όταν στην πράξη αναφέρεται σε λίγους. Μπορεί να αφορά το δικαίωμα ενός ανθρώπου όπως π.χ. κατά την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά αυτό ενισχύει την αρχή της δικαιοσύνης ή της ασφάλειας ή άλλη που είναι προς όφελος του συνόλου.

Στο ζήτημα λοιπόν του οφέλους που αποκομίζεται από την ελεύθερη διακίνηση αγαθών γεννάται ένα θεμελιώδες πρόβλημα: το ότι μπορεί η επιθυμία των πολλών να συμπίπτει με των λίγων στο πεδίο της ανταγωνιστικής επιθυμίας, δηλαδή να συμφωνούν οι πολλοί στο κέρδος ως κίνητρο ζωής, αλλά να διαμαρτύρονται όταν παρασύρονται από το ρεύμα των δυσμενών γεγονότων, όπως π.χ. στην Ελλάδα πολλοί έπαιζαν στο χρηματιστήριο, αδιαφορώντας για την προέλευση των χρημάτων, τις επιπτώσεις της κερδοσκοπίας τους και την ηθική αξία ή απαξία της πράξης τους, και μετά παρεπονούντο για τις απώλειες, ενώ γνώριζαν ότι δεν μπορούν να κερδίσουν όλοι (αλλά ήλπιζαν ότι αυτοί θα είναι η εξαίρεση) και ότι όπου κυβερνά η επιθυμία δεν υπάρχει διαφάνεια. 
Αυτό φυσικά είναι η χωρίς εξωραϊσμούς πραγματικότητα της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο αυτή η πραγματικότητα είναι σχιζοειδής, γιατί ο άνθρωπος στέκει διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία του και τα πιθανά αποτελέσματά της, τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει. 

Καταλήγουμε έτσι στο δυσμενές συμπέρασμα ότι οι διαφωνίες των ανθρώπων δεν έγκεινται τελικά στις ουσιώδεις κατευθύνσεις της συνείδησης, αλλά στα επακόλουθα αποτελέσματα που πολύ θα ήθελαν να αποφύγουν, όντας αδιάφοροι για τους υπόλοιπους. Βέβαια υπάρχουν και στοχαστικές εξαιρέσεις.

Αυτός ο διχασμός από το ένα μέρος διευκολύνει αρχικά την οργανωμένη εξουσία στις επιδιώξεις της, αλλά από το άλλο στρέφεται τελικά ενάντιά της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για απλό ανταγωνισμό ισχύος. Όμως καταδεικνύει τη συμμετοχή των λαών στο παιχνίδι της εξουσίας. Το δε θέμα της ευθύνης είναι πολυπαραγοντικό, επειδή αφ’ ενός μεν πρέπει να συνεκτιμάται το ενσυνείδητο και ο τρόπος της κατάχρησης της δύναμης (για τους φορείς εξουσίας) και αφ’ ετέρου η εθελοτύφλωση και η αδράνεια (για τις μάζες), επειδή το πολυάριθμο των ανθρώπων δεν είναι ένα πεδίο όπου πρέπει να χάνεται η ευθύνη, αλλά είναι αντίθετα ένα πεδίο για ανάδειξη μιας υπεύθυνης ομαδικής υποκειμενικότητας που δεν έχει σχέση με οργάνωση.

Tο κατα κεφαλή Ακαθάριστο 
Εγχώριο Προϊόν ανά χώρα

Η δε κερδοσκοπία δεν βρίσκεται βέβαια σε οποιαδήποτε εμπορική είσπραξη, αλλά σε αυτό που δεν συνάδει ούτε στην αξία του προϊόντος ή της υπηρεσίας ούτε στις κοινωνικές αξίες και την λειτουργία της κοινωνίας, όπως π.χ. το «παίξιμο» στο χρηματιστήριο όχι για την ίδια την αξία μιας μετοχής ως επένδυση, αλλά με μόνον σκοπό το κέρδος απλώς μέσω της διακίνησής της. Ακόμη χειρότερη κερδοσκοπία είναι αυτή που λόγω του μεγέθους των παικτών μπορεί να επηρεάζει τις τιμές βασικών αγαθών, όπως των τροφίμων, της ενέργειας κ.ο.κ., σε βάρος ολόκληρων πληθυσμών.

Στο σημείο αυτό κρίνουμε ως αναγκαία τη διάκριση ανάμεσα στο συμφέρον και το δικαίωμα, επειδή στην πλειονότητά τους τα κράτη προβάλλουν τα συμφέροντά τους ως δικαιολογία για τις πράξεις τους ή τις πράξεις των ελίτ τους –και δεν φαίνεται να εξαιρείται κανείς. Αυτό περιπλέκει πολύ περισσότερο την κατάσταση, γιατί ως συμφέρον μπορεί να ερμηνεύεται οποιοσδήποτε παραλογισμός ή απληστία ή επιδίωξη ισχύος, ενώ το δικαίωμα  είναι περιορισμένο εκ του νόμου και αναγνωρίζεται για όλους και σε τελευταία ανάλυση ως δικαίωμα θα έπρεπε να θεωρείται αυτό που απαιτείται για την ορθή ανάπτυξη του ανθρώπου και επομένως να έχει αναφορικότητα στην ολότητα.  

Οι χώρες συνήθως μιλάνε για συμφέροντα, όχι μόνον γιατί τα ανάλογα δικαιώματα δεν έχουν επαρκώς ορισθεί από το διεθνές δίκαιο, αλλά και γιατί στη διεθνή κοινωνία δεν υφίσταται κάτι αντίστοιχο προς τον κοινωνικό ιστό κάθε κοινωνίας, που να περιορίζει και να ορίζει το περιεχόμενο των δικαιωμάτων. Μάλιστα αναφέρονται στα κρατικά ή εθνικά συμφέροντα με το είδος της πεποίθησης εκείνης που συνάδει μόνον στα προστατευόμενα δικαιώματα.

Έτσι καταλήγουμε στην άσκηση της κρατικής εξουσίας όχι σε μία ορισμένη εδαφική περιοχή (η οποία θεωρείται ισχυρό συστατικό του κράτους), επειδή αυτή μπορεί να ενεργεί σε όλο τον πλανήτη ή σε μέρος του, όπως ήταν η αποικιοκρατία με παραδείγματα σύγχρονα και παλαιά. Βέβαια αυτό μπορούν να το κάνουν μόνον τα ισχυρότερα κράτη, όμως εν δυνάμει όλα τα κράτη εκφράζουν το ίδιο σε ένα μικρότερο επίπεδο δύναμης ή ως εν δυνάμει περιφερειακές δυνάμεις ή έστω σε σχέση με ορισμένους γείτονές τους. Φυσικά εδώ τα κράτη μπορεί να ταυτίζονται με τις ελίτ ή και με τους λαούς. Αυτό δεν είναι νέο, όμως ο σημερινός κόσμος έχει την ικανότητα να σκεφθεί περισσότερο από ό,τι ο παλαιός πάνω σε αυτά τα ζητήματα.

Αυτά όλα είναι προβλήματα της σχέσης του ανθρώπου με τις ιδέες και τις έννοιες. Όσο ο άνθρωπος πιστεύει ότι αυτός είναι δημιουργός των ιδεών ως αντικειμένων αποξενωμένων από τον ίδιο και τις κάνει ό,τι θέλει, τόσο θα επιχειρεί να τις παραβαίνει ή να τις καταλύει κατά την αρέσκειά του –ατομικά ή ομαδικά. Στην πραγματικότητα τέτοιου είδους δήθεν «δημιουργία» είναι ένας διχασμός της συνείδησης: δηλαδή όταν κανείς βρίσκεται σε δυσχέρεια αναγνωρίζει την δική του εσωτερική συνάφεια με μια ιδέα ως ιδιότητα της ολότητας την οποία συμμερίζεται και ο ίδιος, αλλά μόλις βγει από την ανάγκη, παίρνει τα ηνία η επιθυμία. Αυτή είναι μία νιτσεϊκή, αλλά ασυνείδητα,  άποψη για τη ζωή, όπου κανείς κάνει κάτι ενάντια σε άλλους, επειδή απλά μπορεί να το κάνει, και εφόσον το μπορεί ίσως να το θεωρεί και ηθικό.

3. Δύο από τις διακηρύξεις της ελεύθερης οικονομίας είναι η ελεύθερη διακίνηση αγαθών και κεφαλαίων
(α) Η ίδια η ελεύθερη διακίνηση αγαθών δεν προσδιορίζεται σε σχέση με το περιεχόμενό της και τις επιπτώσεις της στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Δηλαδή θα πρέπει να απαντηθούν δύο πράγματα: Πρώτον, το είδος των αγαθών που κυκλοφορούν και δεύτερον, τι επίπτωση έχει αυτό στο περιβάλλον. 

Η «παγκοσμιοποίηση» εξέθρεψε κυρίως τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες (σε διάφορα επίπεδα ισχύος), πράγμα που επέφερε έναν υπερβολικό έλεγχο της αγοράς από ιδιώτες που είναι όμως αφανής, γιατί δεν είναι επίσημος. Και ο έλεγχος ως αυθαιρεσία δεν παύει να είναι έλεγχος από οπουδήποτε και αν προέρχεται, είτε από το κράτος είτε από τον ιδιώτη.

Από το άλλο μέρος θα πρέπει να θεωρήσουμε ως παγκοσμιοποίηση και την αποικιοκρατία, πράγμα που ήταν μεν δυσβάσταχτο για τους καταπιεσμένους γηγενείς, αλλά ήταν και ο μόνος τρόπος που όλα τα έθνη θα μπορούσαν να σπάσουν τα σύνορα της απομόνωσής τους. Το παράδοξο είναι ότι η ίδια η εξουσία επιδιώκει ανεξαρτησία, αλλά κατέχεται από μια απόλυτη εξάρτηση από το περιβάλλον, αφού θέλει να το εξουσιάσει.

Οι αποικιοκράτες βεβαίως λεηλατούσαν τον πλούτο των αποικιών εξαντλώντας την βιοποικιλότητα. Αυτό το συνέχισε εντατικά η εκβιομηχάνιση των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας που επέτρεψε δημιουργία μεγάλου μεγέθους παραγωγικών μονάδων, δηλαδή αριθμό ζώων, που κατέστρεφαν την φυτική ποικιλία, και μονοκαλλιέργειες μεγάλων εκτάσεων που κατέληγαν σε παραμερισμό των πολλών ποικιλιών. Επίσης το εμπόριο των σπόρων γινόταν με μικρούς αριθμούς ποικιλιών, αλλά οι αγρότες προτιμούσαν την αγορά αυτών των σπόρων παρά να φροντίζουν πλέον οι ίδιοι να κρατούν δικούς τους ντόπιους σπόρους. 

Η επιστήμη επίσης επενέβη  στη δημιουργία πιο ανθεκτικών ποικιλιών και αργότερα γενετικά τροποποιημένων σπόρων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η απώλεια της βιοποικιλότητας. Ο καταναλωτισμός επίσης αποστράγγιζε σταδιακά τον πλούτο της γης. 
Προσθέτοντας σε όλα αυτά και την τρομακτική αύξηση του πληθυσμού της γης έχουμε ως αποτέλεσμα την με γεωμετρική πρόοδο ενδυνάμωση όλων των αρνητικών παραγόντων, με τελευταία συνέπεια την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική επιβάρυνση τόσο λόγω του κλίματος όσο και λόγω ρύπανσης και εξάντλησης του ορυκτού, ζωικού και φυτικού πλούτου.

Σε όλη αυτή τη ζοφερή εικόνα η σημερινή «παγκοσμιοποίηση» έχει να προσφέρει υπερβολική υλική ανάπτυξη που σημαίνει περαιτέρω εξάντληση των ήδη εξαντλημένων φυσικών πόρων, διακίνηση αγαθών από κάθε προς κάθε μέρος της γης, που επιβαρύνει υπέρμετρα το περιβάλλον λόγω του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των μεταφορών και το κόστος λόγω της τρομερής αύξησης μεταφορών, τόνωση της καταναλωτικότητας μέσω διαφήμισης και υπόθαλψης φανταστικών αναγκών που προκαλούν επιδείνωση των παραπάνω επιβαρύνσεων.

Όλα αυτά τα προβλήματα δεν σημαίνουν ότι έπρεπε οι αγροτικές κοινωνίες να μείνουν κλειστές και απομονωμένες. Τέτοιου είδους απομονωτισμός δεν προάγει την πολιτισμική εξέλιξη, γιατί κάθε εξέλιξη είναι αποτέλεσμα σχέσεων. Όμως η ανοικτότητα των κοινωνιών και του εμπορίου δεν θα έπρεπε να διακατέχεται από αυτή την αδίστακτη κερδοσκοπία και τον καταναλωτισμό, γιατί αυτά είναι παράγοντες απορρύθμισης και καταστροφής τόσο της κοινωνίας όσο και της φύσης. Η φύση δεν ανέχεται την βιαιότητα και την υπερβολή, ανέχεται μόνον την ηπιότητα που επιτρέπει την ανανέωση, ο δε συνεχής ανταγωνισμός καταστρέφει την κοινωνία και τη φύση.

Επομένως αυτή η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών στηρίχθηκε επιφανειακά πάνω στη βασική αλήθεια της ελευθερίας, αλλά πίσω από την διακήρυξη κρυβόταν μία απληστία που συνέτριψε τον κόσμο με τις υπερβολές της. Τώρα να δούμε τι θα γίνει με τις οικονομικά αναδυόμενες πολυάριθμες κοινωνίες της Ανατολής, που η Δύση τις έχει επαρκώς εξοπλίσει με πρότυπο τα ίδια ανόητα μοντέλα ανάπτυξης!
Τα πάμπολλα αγαθά που κυκλοφορούν στη Δύση δεν προσθέτουν πλέον τίποτε στην ποιότητα της ζωής, παρά μόνον στην μανία του καταναλωτισμού.

Επιπλέον όλα αυτά τα προϊόντα διαφημίζονται καταργώντας έτσι την ελευθερία του ανθρώπου που βομβαρδίζεται καθημερινά με τόσα μηνύματα που δεν μπορεί κανείς στα σοβαρά να υποστηρίξει ότι η ελευθερία δεν πλήττεται. Η διαφήμιση εξάλλου είναι ένα είδος προπαγάνδας ή προσηλυτισμού, μόνον που αφορά το εμπόριο και όχι την πολιτική ή τη θρησκεία. Και αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι, μεγάλες τουλάχιστον, εταιρείες προσλαμβάνουν ειδικούς για τη διαφήμιση, ώστε αυτή να μπορεί να διεισδύσει πιο αποτελεσματικά στη συνείδηση, καταλαβαίνουμε το σοβαρότατο αυτό πρόβλημα χειραγώγησης. Εξάλλου η διαφήμιση επιβαρύνει και το κόστος του προϊόντος σε βάρος του καταναλωτή.

‘Ολη αυτή η διαφήμιση και καλλιέργεια προτύπων αποσκοπεί στο να δημιουργήσει νέες ανάγκες-επιθυμίες και άρα να ανατρέψει τον ομαλό συσχετισμό προσφοράς και ζήτησης. Στην πραγματικότητα όλη η δυσχέρεια του δυτικού κόσμου οφείλεται στην δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτούς τους δύο παράγοντες, που οφείλεται στην υπερβολική συσσώρευση κεφαλαίου που αποσκοπεί σε αδιάκοπες επενδύσεις και πώληση προϊόντων και υπηρεσιών και επομένως υπερανάπτυξη της προσφοράς.

(β) Η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων είναι ένα άλλο σημείο που απαιτεί διευκρίνιση, γιατί η μετακίνηση κεφαλαίων για αποφυγή πληρωμής φόρων στη χώρα εγκατάστασής τους ή άλλων υποχρεώσεών τους ή η συνεχής απειλή ότι θα εγκαταλείψουν τη χώρα αυτή, αν δεν τύχουν της μεταχείρισης που επιθυμούν, μπορούν να οδηγήσουν σε στραγγαλισμό το σύνολο της χώρας και του λαού της. 
Τι ελευθερία όμως είναι αυτή που μπορεί ανέμελα να χρησιμοποιήσει ή να καταστρέψει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων;

Οι ισχυρές χώρες απέναντι στις αδύναμες, όπως η Ελλάδα, προβάλλουν το επιχείρημα ότι δεν είναι ανταγωνιστικές και θα πρέπει να γίνουν. Δηλαδή πώς; Ποια μεγάλη χώρα θα επέτρεπε σε μια μικρότερη, την οποία χρησιμοποιεί ως αγορά για τις εξαγωγές της, να γίνει αυτοδύναμη και ίσως ανταγωνιστική απέναντί της, αφού αυτό θα μείωνε το δικό της πλούτο; Στον 19ο αιώνα ο Μεχμέτ Αλί προσπάθησε να εκβιομηχανίσει την Αίγυπτο και επιτέθηκαν στη χώρα οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης, αποτρέποντας την προσπάθειά του. 

Πέρα από εκείνες τις τραγικές ανεπάρκειες της δικής μας χώρας για τις οποίες ευθύνεται η ίδια, ωστόσο θα πρέπει και η Ευρώπη να αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια όσα ευαγγελίζεται, αλλοιώς θα αντιμετωπίσει αναπόφευκτα το χάος.

Δεδομένου ότι ούτε το κράτος με το στρεβλό ανθρωπολογικό του υπόβαθρο ούτε η άπληστη ιδιωτική πρωτοβουλία αποδείχθηκαν ικανοί παράγοντες για επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, θα πρέπει να εξετασθεί το θέμα με προοπτική σε βάθος χρόνου και ποιότητας.

Πιστεύουμε ότι χρειάζεται μία πιο καλόπιστη και εμπεριστατωμένη μελέτη όλων αυτών των απόψεων, για να γίνει ένας ορθός και επωφελής συγκερασμός αρχών, αναγκών και ανθρωπισμού. Ο προστατευτισμός και η δήθεν ελευθερία είναι και τα δύο λανθασμένες επιλογές, γιατί δεν βελτιώνουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, και μπορούν να είναι εξίσου ανταγωνιστικά. Αν δεν εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε μπορεί να έχουμε παλινδρομήσεις σε παλαιότερες πρακτικές ή ασυδοσία παντός είδους –αυτό είναι σίγουρο, γιατί τα πράγματα δεν μπορούν να μείνουν ακίνητα.

Ο ρόλος των τραπεζών, εθνικά και παγκόσμια, με το απόρρητο των καταθέσεων είναι ένας θεμελιώδης παράγοντας που ευνοεί την απάτη και την παράλογη αποθησαύριση σε βάρος των πολλών και την μυστικότητα της προέλευσης των κεφαλαίων.

Ένας δεύτερος παράγοντας είναι η αδιαφάνεια της δράσης των κεφαλαίων, που τους προσδίδει μεν ελευθερία, αλλά την αφαιρεί από τους λαούς που αφ’ ενός μεν πληρώνουν τις απώλειές των εταιρειών και αφ’ ετέρου υφίστανται επιβάρυνση από την τραπεζική  συμπεριφορά.

 Όταν λέμε αδιαφάνεια, εννοούμε, πλην του απορρήτου, ότι π.χ. δεν είναι γνωστά τα πρόσωπα που βρίσκονται στο βάθος του ορίζοντα των εταιρειών (πράγμα πολύ σοβαρό για την ταυτοποίηση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων) και που είναι πιθανόν να  είναι τα ίδια σε πολλές εταιρείες –ίσως και εταιρείες που εμφανίζονται ηθικά αντίθετες μεταξύ τους- καθώς επίσης δεν είναι διαφανής και ελεγχόμενη η νομιμότητα της λειτουργίας τους και των προϊόντων τους. Εκτός αν ως ελευθερία εκλαμβάνεται και η παρανομία.

Ένα σοβαρό παράδειγμα αποτελούν οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες με τα κερδοσκοπικά τους προϊόντα που, για να τα δημιουργήσουν, χρησιμοποιούν ποσοτικούς αναλυτές[8] και άλλους επιστήμονες για να φτιάξουν πολύπλοκες συναλλαγές με βάθος μόχλευσης των οποίων τις συνέπειες αγνοούν. Τελικά οι τράπεζες αυτές έφθασαν σε πτώχευση, αλλά δεν είναι γνωστά τα μερίσματα που έλαβαν οι μέτοχοί τους και αν έπρεπε να τα λάβουν δεδομένης της αληθινής οικονομικής κατάστασής τους κ.ο.κ. Συζητήθηκαν μόνον τα μπόνους που αφορούν τους διευθύνοντες συμβούλους. Πόσο π.χ. συνέβαλαν στα πακέτα διάσωσης οι μέτοχοι με τον αποκομισθέντα πλούτο τους από τα κέρδη της προηγούμενης εποχής; Αστικές αποζημιώσεις δεν υπάρχουν –αν όχι ποινικές ευθύνες;

Έπειτα, ορισμένες νομικές ευχέρειες προς την οικονομία, που ενισχύουν την αυθαιρεσία και το ανεξέλεγκτο σε βάρος του συνόλου, θα πρέπει να διερευνηθούν κατά πόσον είναι σύμφωνες με την αρχή της ελευθερίας και της ισότητας που ισχύουν για όλους και είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες. Αλλά και αν σε κάποια χώρα κατοχυρωθούν συνταγματικά ανάρμοστες ευχέρειες, τότε θα πρέπει να επιστρατεύσουμε νομικούς μηχανισμούς που υπάρχουν θεωρητικά, αλλά δεν εφαρμόζονται. Οι υπερσυνταγματικές αρχές ή το φυσικό δίκαιο μπορούν να επιστρατευθούν σε τέτοια περίπτωση. Να μην ξεχνάμε ότι η δίκη των ναζιστών στη Νυρεμβέργη δεν έγινε ούτε βάσει του γερμανικού συντάγματος ούτε βάσει εμπεδωμένων διεθνών κανόνων δικαίου. Έγινε με ηθική επίκληση αρχών! Δεν λέμε να «εφευρεθούν» αρχές, αλλά να ενεργοποιηθούν οι ήδη υπάρχουσες τις οποίες αγνοούμε εθελοτυφλώντας.

Η οικονομία είναι το πεδίο που αποκαλύπτει την πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Όμως το πρόβλημα είναι ότι δεν ασχολείται με τις βασικές αρχές της πλανητικής και της ανθρώπινης ζωής προς τις οποίες πρέπει εναρμονιστεί, αλλά τις προσπερνάει και απαντάει με λεπτομέρειες του πεδίου που έχει ήδη δημιουργηθεί για την λειτουργία του χρήματος και των άλλων παραγόντων. Αποφεύγουν έτσι οι ειδικοί την απάντηση στο γιατί θα έπρεπε να υπάρχει αυτή η λειτουργία και όχι μια άλλη διαφορετική. Αποκόπτουν την οικονομική λειτουργία από την κοινωνία και τις αξίες.

Η οικονομία διέπεται καθαρά από ψυχολογικούς παράγοντες, όχι μόνον των μαζών που ωθούνται από τα διάφορα, συχνά ανόητα, πρότυπα, αλλά και των εξουσιαζόντων, που μπορεί να νομίζουν ότι η αδιαφορία και η έλλειψη ευαισθησίας τούς φέρνει σαν την «ηγετική» ομάδα του Νίτσε έξω από το πεδίο του ψυχολογικού γίγνεσθαι και έξω από τον κόσμο των κοινών θνητών. Όμως δεν είναι μόνον το συναίσθημα ψυχολογικό αλλά και η αδιαφορία ως «θέωση» μέσω εξουσίας, που υποκρύπτει φόβο προς την ετερότητα και το Όλο.

 _________________
[1] Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Νεοφιλελευθερισμός, εκδ. Καστανιώτη, σελ.48,
[2] Ομοίως άνω, σελ. 49,
[3] Ομοίως άνω, σελ. 72,
[4] Ομοίως άνω, σελ. 71,
[5] Πλάτωνος Νόμοι, βιβλίο Δ΄, εκδ. Γεωργιάδη, σελ. 145,
[6] Πλάτωνος Νόμοι, βιβλίο Δ΄, εκδ. Γεωργιάδη, σελ. 147,
[7] Σμιθ Ανταμ, «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», σελ 60, εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ,  
[8] http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=08/08/2010&id=191233 Κέρδος με μαθηματικό τύπο, Ελευθεροτυπία, 8/8/2010 

Διαβάστε επίσης:
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (‘Α μέρος) – ΚΡΑΤΟΣ ΟΛΩΝ Ή ΚΡΑΤΟΣ ΛΙΓΩΝ;
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (΄Β μέρος) – ΚΡΑΤΟΣ ΛΙΓΩΝ ‘Η ΚΡΑΤΟΣ ΟΛΩΝ;
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (‘Γ μέρος) – Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΩΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΧΥΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (‘Ε Μέρος) – ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ “ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ” ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της Γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

22 Σεπτεμβρίου 2010