1

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ: ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΠΩΣ; (του Γιάννη Παρασκευουλάκου)

1. Γενικά                                                       
      
Δεν ξέρω πόσοι θυμούνται την ταινία «Οι Αδιάφθοροι» του Μπράιαν ντε Πάλμα, που δείχνει τις ΗΠΑ την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και τη σύγκρουση μιας τετραμελούς ομάδας για την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου αλκοόλ με την συμμορία του Αλ Καπόνε.  
       Σε κάποιο σημείο της ταινίας ένας από την ομάδα που ήταν ήδη έμπειρος αστυνομικός (Σων Κόνερυ), οδηγεί την ομάδα στην είσοδο ενός παράνομου εργαστηρίου ποτοποιίας στο κέντρο της πόλης, που δεν διέθετε καμία ειδική κάλυψη. Ο επί κεφαλής της ομάδας (Κέβιν Κόστνερ), ρωτάει κατάπληκτος: «Μα καλά, το εργαστήριο βρίσκεται στη μέση της πόλης;» Για να πάρει την απάντηση: «Τι νόμιζες; όλοι ξέρουν που βρίσκεται αλλά κανείς δεν θέλει να ανακατευθεί». 
       Ήταν η εποχή της εξαγοράς των πάντων (πολιτικών, αστυνομικών, κρατικών υπαλλήλων, δικαστών κλπ) από τις συμμορίες που λυμαινόντουσαν τη χώρα.

       Όταν μιλάμε για διαφάνεια, μας έρχονται στο νου πολλές πτυχές του προβλήματος. Όλες όμως περιστρέφονται γύρω από την διαφάνεια που σχετίζεται με την διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Η διαχείρισή του, είναι ένα πολύ «καλό» σύστημα μεταφοράς πόρων (όλο και περισσότερων πόρων) από το κοινωνικό σύνολο προς τους «λίγους», με την λιγότερη δυνατή, στην πραγματικότητα μηδενική, διακινδύνευση, διακινδύνευση που πάντα μας έλεγαν ότι είναι η δικαιολογία για την έννοια του κέρδους. 
         Ο φαύλος κύκλος του σφετερισμού του δημόσιου χρήματος συντηρεί και αναπαράγει το πολιτικό και κρατικό μας σύστημα, επιδεινώνοντας διαρκώς τις αποκρουστικές πτυχές του. Το δημόσιο χρήμα που έχει κλαπεί, θα χρησιμοποιηθεί για να εξαγοράσει τον πολιτικό, τον δημοσιογράφο, τον κρατικό υπάλληλο, ώστε ακόμα περισσότερο δημόσιο χρήμα να κλαπεί, για να χρησιμοποιηθεί σε νέες εξαγορές κοκ.

       Δεν βλέπω άλλη λύση από τη δυνατότητα ενεργού ανάμειξης των ενδιαφερομένων (δηλαδή των πολιτών) στη διαδικασία. Οι προθέσεις των κυβερνώντων θα κριθούν μόνο στο σημείο αυτό, δηλαδή κατά πόσο επιτρέπουν και διευκολύνουν το αυτονόητο: τη συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των υποθέσεών τους. 
       Οι νομοθετικές ρυθμίσεις και οι μεγαλοστομίες, που εξακολουθούν να κρατάνε εκτός νυμφώνος και στο περιθώριο το κοινωνικό σύνολο, σε όφελος μιας πολιτικής και γραφειοκρατικής ελίτ, με το επιχείρημα ότι αυτοί «ξέρουν καλύτερα» ή ότι «φροντίζουν πριν από εμάς για εμάς», πρέπει να απαξιωθούν και να παρέλθουν. Έτσι θα αρχίσει να επιστρέφει η δημόσια εξουσία του άρθρου 1 παρ. 3 του Ελληνικού Συντάγματος («Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα») στην πηγή της. 
        Είναι εύκολο να λέει ή να υπονοεί κανείς ότι το τωρινό σύστημα αντιπροσώπευσης είναι επαρκές και μόνο αυτό στηρίζεται στο Σύνταγμα, ενώ κάθε άλλη ρύθμιση ισοδυναμεί με ανομία και παραβίαση του Συντάγματος, αλλά ποτέ το Σύνταγμα και κάθε θεμελιώδης νόμος δεν θέσπισε ούτε ενθάρρυνε την απληστία και την ανομία, όπως αυτή που παρατηρείται στην πατρίδα μας.

        Ας πάρουμε για παράδειγμα τα δημόσια έργα: Ένα δημόσιο έργο δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης παρά το δημόσιο όφελος δηλαδή το κοινό καλό. Παραγγέλνεται για χάρη του συνόλου, πληρώνεται από το σύνολο και χρησιμοποιείται από το σύνολο ή τουλάχιστον από ένα αόριστο αριθμό ανθρώπων. Ο καθένας ή ο καθένας που έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, θεωρητικά πρέπει να έχει πρόσβαση σε ένα έργο δημόσιας ωφέλειας.

        Ωστόσο όλες οι συνήθεις διαδικασίες που αφορούν ένα δημόσιο έργο, ξεκινώντας από την ανάγκη κατασκευής του, συνεχίζοντας με τις προδιαγραφές του και το κόστος του και τελειώνοντας με τις διαδικασίες ελέγχου και παραλαβής του, είναι συχνά αμφισβητήσιμες.

       Θυμάμαι την μεγάλη συζήτηση που είχε ξεκινήσει με τα μεγάλα και ακριβά έργα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, κυρίως δε αυτά που δεν προοριζόντουσαν για διαρκή δημόσια χρήση και ωφέλεια αλλά σχεδόν αποκλειστικά για τους αγώνες δηλαδή τους πάσης φύσεως αγωνιστικούς χώρους. 
       Θυμάμαι ξένους που επισκεπτόντουσαν τη χώρα μας και αναρωτιόντουσαν «τι θα γίνουν μετά τους αγώνες όλες αυτές οι θαυμάσιες εγκαταστάσεις;». Και θυμάμαι επίσης προηγούμενους Ολυμπιακούς, που σημείωσαν επίσης επιτυχία, που όμως έγιναν σε λυόμενες (και πολύ φθηνότερες) εγκαταστάσεις.

        Ανέφερα το παράδειγμα αυτό για να δείξω ότι η άποψη αυτού που –υποθετικά- θα παραγγείλει και σίγουρα  θα πληρώσει και θα χρησιμοποιήσει το έργο, είναι αμελητέα στην όλη διαδικασία. Εάν ο Ελληνικός λαός είχε τη δυνατότητα να επιλέξει, με την έννοια ότι θα του είχε εξηγηθεί και η δυνατότητα επιλογής μεταξύ στερεών και μόνιμων αλλά πολύ ακριβότερων κατασκευών από τη μια, και λυόμενων και φθηνότερων κατασκευών από την άλλη, που θα επιτελούσαν ακριβώς την ίδια λειτουργία, πιστεύω ότι χωρίς μεγάλη σκέψη θα διάλεγε τη δεύτερη λύση. 
       Δεν πρόκειται για παγκόσμια ελληνική πρωτοτυπία: το δημόσιο χρήμα, αυτό που έχει μεν φύγει από την τσέπη μας αλλά θεωρητικά εξακολουθεί να μας ανήκει μετατρεμμένο όμως σε μιαν άλλη μορφή, αυτή των κοινών αγαθών, που μπορούμε να χρησιμοποιούμε, υπόκειται σε μιαν ιδιόμορφη «φορολόγηση» από ιδιωτικά συμφέροντα, και τα δημόσια αγαθά είναι πάντοτε λιγότερα και κατώτερης ποιότητας από ότι πληρώσαμε.

        Πρέπει επομένως να βρούμε τρόπους ώστε ο κύριος του έργου (εμείς όλοι) να αναμειχθούμε περισσότερο στην όλη διαδικασία, ώστε τα γνωστά χάσματα που μεσολαβούν σε διάφορα στάδια των έργων, να αρχίσουν να κλείνουν.

     Μια αρχή θα ήταν, πριν η κυβέρνηση αρχίσει το νέο σύστημα του τριετούς προγραμματισμού/προϋπολογισμού, να θεσπίσει διαδικασία διαλόγου με τους πολίτες, σχετικά με όσα έργα προγραμματίζει να εκτελέσει στα επόμενα χρόνια, κατατάσσοντάς τα σε κατηγορίες, ανάλογα με τον βαθμό σπουδαιότητας. 
        Το ίδιο φυσικά θα πρέπει να γίνει από τις Περιφέρειες και τους Δήμους, καθώς και από όσα ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ ελεγχόμενα από το κράτος εκτελούν σημαντικά έργα, όπως οι διαχειριστικοί φορείς λιμένων, τα νοσοκομεία, τα Πανεπιστήμια, τα ΤΕΙ, οι δημόσιες βιβλιοθήκες κοκ αλλά και οι ΔΕΚΟ (σκεφθείτε τα τεράστια προγράμματα του ΟΣΕ, του ΟΤΕ ή της ΔΕΗ)  ανεξαρτήτως τυπικής ένταξής τους ή όχι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ο διάλογος αυτός θα πρέπει να έχει καθορισμένα και διακριτά στάδια συμμετοχής όλων των ενδιαφερομένων πολιτών και των ΜΚΟ που επιθυμούν να πιστοποιηθούν σχετικά και θα πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

       Στο πρώτο στάδιο, που θα προηγείται κάθε έργου που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επείγον, θα τίθενται όλες οι συνήθεις παράμετροι όπως: αναγκαιότητα, κόστος και πρώτη εκτίμηση της πηγής των πόρων, χρηστικότητα του έργου, περιβαλλοντικές επιπτώσεις, προβλεπόμενος χρόνος αποπεράτωσης σύμφωνα και με σχετικά δεδομένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επιπτώσεις στην εθνική οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες, συμβατότητα με γενικό σχεδιασμό και σχεδιασμό όμορων αντίστοιχων έργων, πρόβλεψη για μακρόχρονο σχεδιασμό και σχεδιασμό Ευρωπαϊκής Ένωσης κοκ.

       Σε περίπτωση που οι απόψεις των πολιτών (πχ απόρριψη ενός έργου, αλλαγή της σειράς κάποιων έργων, πρόταση άλλων έργων κοκ) δεν γίνουν δεκτές θα πρέπει να υπάρχει πειστική επιχειρηματολογία για την απόρριψη αυτή που επίσης θα πρέπει να τίθεται σε διάλογο, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ο διάλογος θα είναι μόνο για το θεαθήναι. Θυμάμαι λόγου χάριν προ δεκαπενταετίας περίπου, την εμμονή του τότε υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Κ. Λαλιώτη για την υποθαλάσσια ζεύξη του Μαλιακού κόλπου, (δηλαδή με σήραγγα που θα «καθόταν» στον πυθμένα της θάλασσας), αν και υπήρχε σφοδρή αντίρρηση των τοπικών κοινωνιών αλλά και σοβαρές περιβαλλοντικές ενστάσεις. Και στις αντιρρήσεις των τοπικών κοινωνιών θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι τα κριτήριά τους ήταν τοπικιστικά, αν και ούτε αυτά θα έπρεπε να παραβλέπονται ελαφρά τη καρδία. 

        Ειδικά όμως οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, προκειμένου για ένα τόσο κλειστό κόλπο που όλοι ξέρουμε τον βαθμό των προσχώσεών του από τον Σπερχειό ποταμό, συγκρίνοντας το πόσο στενές ήταν οι Θερμοπύλες πριν 2.500 χρόνια και πως είναι τώρα, ήταν κατά τη γνώμη μου σε μεγάλο βαθμό βάσιμες. Για το λόγο αυτό μάλιστα, σε συνδυασμό με τα χρηματοδοτικά δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση την ματαίωσε.

       Επόμενο στάδιο που πρέπει να ανοιχτεί σε δημόσια διαβούλευση, είναι το ζήτημα των προδιαγραφών του έργου, πχ μελέτες που πρέπει να συνοδεύουν ένα έργο, τρόπος κατασκευής κλπ. Δεν έχουμε ξεχάσει την τεράστια καθίζηση της Εθνικής Οδού στο ύψος της Μαλακάσας το 1995 νομίζω, και το κλείσιμο της ΕΟ για τρία χρόνια, γιατί, όπως είχαν πει τότε, δεν είχαν συνταχθεί εξ αρχής οι απαραίτητες γεωλογικές μελέτες. 
       Είναι άλλωστε συχνό το φαινόμενο, ισχυρές εταιρείες να υπαγορεύουν στις αρμόδιες επιτροπές τον τρόπο που θα κατασκευαστεί ένα έργο ή τις προδιαγραφές ενός υλικού που πρόκειται να αγοραστεί και που ευνόητα είναι ο τρόπος που είναι προσαρμοσμένος στην τεχνογνωσία της, ή το υλικό είναι αυτό που παράγει η ίδια ή συνεργάτες της (βλ. Ζήμενς). Όπως γίνεται αντιληπτό, τα συμφέροντα μιας εταιρείας, δεν ταυτίζονται συχνά με τα συμφέροντα του συνόλου.

        Σημαντική είναι και η δυνατότητα παρακολούθησης της εκτέλεσης αυτού καθ’ εαυτού του έργου. Και τούτο γιατί εάν προηγηθεί η εφαρμογή λανθασμένης τεχνογνωσίας ή η τοποθέτηση ακατάλληλων ή φθηνότερων υλικών κλπ, και η πλήρης ενσωμάτωσή τους στο έργο, είναι συχνά αδύνατη η εκ των υστέρων ανακάλυψη του ελαττώματος, εκτός όταν είναι πολύ αργά. Ο τρόπος με τον οποίο θα παρέμβει ο μεμονωμένος πολίτης ή η ΜΚΟ στον έλεγχο, δεν είναι κάτι απλό. 
        Αυτό γιατί εάν δινόταν ευχέρεια ελέγχου στον κάθε ενδιαφερόμενο όποτε αυτός ήθελε και αντίστοιχη υποχρέωση του εργολάβου να δεχθεί αυτό τον έλεγχο, θα μπορούσε να διαταραχθεί εντελώς ο ρυθμός των εργασιών και άρα ο χρόνος αποπεράτωσης, κι’ αυτό δεν είναι κάτι που θέλουμε. Επίσης δεν είναι κατ’ αρχή νοητή (ούτε νομικά αλλά ούτε και λογικά) η δυνατότητα παρέμβασης του ενδιαφερομένου απ’ ευθείας στο εργολάβο αλλά μάλλον μέσω της διευθύνουσας υπηρεσίας (συχνά η τεχνική υπηρεσία του κυρίου του έργου ή, εάν αυτή δεν υπάρχει ή δεν επαρκεί, η τεχνική υπηρεσία άλλης υπηρεσίας που είναι κατάλληλη) και των οργάνων της, η οποία θα είναι και υπόλογη σε περίπτωση μη αξιοποίησης των συστάσεων των πολιτών, έχοντας πειθαρχική, αστική και σε πολλές περιπτώσεις ποινική ευθύνη. 
          Μία λύση θα ήταν να θεσπιστεί δυνατότητα ελέγχου από πολίτες και ΜΚΟ και εάν οι ενδιαφερόμενοι είναι πολλοί, μετά από κλήρωση, σε καθορισμένες ημεροχρονολογίες  και σε διακριτά στάδια των εργασιών. Το βέβαιο είναι ότι το νομοθετικό πλαίσιο για τα δημόσια έργα πρέπει να τροποποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστήσει τον πολίτη επίσημο μέρος της διαδικασίας.

        Ερχόμαστε στο στάδιο που προηγείται της παραλαβής. Στο σημείο αυτό σημειώνονται μεγάλες αστοχίες χωρίς να είναι απαραίτητη η κακή πίστη των ελεγκτικών μηχανισμών. Πριν από οποιαδήποτε παραλαβή θα πρέπει να προηγείται ανακοίνωση στο διαδίκτυο και τον τύπο, ότι το έργο έχει ολοκληρωθεί και επίκειται η παραλαβή (προσωρινή και οριστική). Ο κάθε ενδιαφερόμενος θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του έναν εύλογο χρόνο, ενός ας πούμε μηνός, για να αναφέρει οποιαδήποτε κακοτεχνία έχει υποπέσει στην αντίληψή του, είτε έγγραφα είτε μέσω του διαδικτύου. Για παράδειγμα, στην Εθνική Οδό Αθήνας – Λαμίας, στο σημείο που εφάπτεται των Καμένων Βούρλων, υπάρχουν μεγάλες λακκούβες που κάνουν το αυτοκίνητο να ταλαντώνεται έντονα όταν περνάει κανείς από εκεί, από την αρχή που παραδόθηκε το έργο στην κοινή χρήση (Φθινόπωρο του 2007) μέχρι και σήμερα. Δεν έχει γίνει καμία απολύτως βελτίωση στα σημεία αυτά. Δεν γνωρίζω σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διαδικασία παραλαβής εάν όμως ο νόμος μου έδινε τη δυνατότητα να επηρεάσω τη διαδικασία της παραλαβής, σίγουρα θα ασκούσα αυτό το δικαίωμά μου, όπως και πολλοί άλλοι. Καμία παραλαβή λοιπόν δεν θα μπορεί να γίνει, αν δεν έχουν εξεταστεί και απαντηθεί όλες οι τυχόν αναφορές πολιτών και πιστοποιημένων ΜΚΟ σχετικά με προβλήματα του έργου.

2. Πιθανοί κίνδυνοι
       
Ο σοβαρότερος κίνδυνος κατά τη γνώμη μου, συνίσταται και πάλι στα οργανωμένα συμφέροντα. Είναι πολύ εύκολο (αλλά όχι τόσο εύκολο όσο κάποτε, πριν τη χρήση του διαδικτύου) όσοι έχουν συμφέροντα από την εκτέλεση ενός έργου ή μιας προμήθειας, να χρησιμοποιήσουν ανθρώπους τους, οι οποίοι βάζοντας τη μάσκα του πολίτη, θα αρχίσουν, χρησιμοποιώντας κάποτε και την αθώα φρασεολογία του «ειδικού», να επιχειρηματολογούν υπέρ της άποψης που βολεύει τους εργοδότες τους. 
      Δεν υπάρχει πλήρως θωρακισμένη διαδικασία που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να διασφαλίσουμε το κοινό καλό και το δημόσιο χρήμα. Η απουσία ημών των ενδιαφερομένων, όσων αυτονόητα θα έπρεπε να ασχολούμαστε και να προστατεύουμε τα συμφέροντά μας, δημιουργεί ένα κενό, που εκμεταλλεύονται τα οργανωμένα στη βάση της απληστίας, συμφέροντα. Πριν το ίδιο το σύνολο ή τουλάχιστον η πλειοψηφία, αρχίσει να διαχειρίζεται τα συμφέροντά του, δεν πρέπει να αναμένουμε αποφασιστική θεραπεία του προβλήματος.

 Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε παρά να αξιοποιήσουμε το ρεύμα των καιρών δηλαδή την ενίσχυση της συμμετοχής μας, αφού μόνη αυτή δίνει ελπίδες για αλλαγή των συσχετισμών εις όφελος του συνόλου. Θα πρέπει να το παραδεχτούμε: σαν χώρα και σαν ανθρωπότητα, βρισκόμαστε σε απελπιστικό σημείο. Εκτός από τις φαντασιώσεις μας, που ελάχιστα μας προσέφεραν και πολύ περισσότερα μας πήραν, ότι πραγματικά διαθέτουμε, είναι αμυδρές ελπίδες, μια στοιχειώδης γνώση των λαθών του παρελθόντος μαζί με την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπινου είδους για μάχη και νίκη εκεί που όλα φαίνονται χαμένα.

3. Θεσμική θωράκιση
       
Θα πρέπει να θεσπιστεί μακρύτερη παραγραφή στη διαδικασία αποζημίωσης των πλημμελών εργασιών ή των ακατάλληλων και ελαττωματικών, ή κατώτερης της συμφωνηθείσας ποιότητας, υλικών, για μία τουλάχιστον δεκαετία από την παραλαβή του έργου. Τεκμαίρεται σε αυτές τις περιπτώσεις η απόλυτα κακή πίστη του εργολάβου, αφού γνώριζε και από πρόθεση εγκατέστησε τα ακατάλληλα υλικά, ή εκτέλεσε πλημμελώς τις εργασίες, συντρέχουσας και της ιδιαίτερα επιβαρυντικής περίπτωσης ότι το πράγμα είναι προορισμένο για δημόσια ωφέλεια.

        Θα μπορούσε επίσης, εντελώς ανεξάρτητα από τη διαδικασία των εγγυητικών επιστολών, να υποχρεώνεται ο εργολάβος να προσφέρει και εγγύηση διάρκειας αντίστοιχης με την δεκαετία που αναφέραμε καθώς και να δημιουργήσουν υποχρεωτικά και με εισφορές τους οι κατασκευαστικές εταιρείες που συναλλάσσονται με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ένα ταμείο κάλυψης ζημιών από κακή εκτέλεση εργασιών οποιασδήποτε εταιρείας αδυνατεί να ανταποκριθεί σε υποχρέωσή της αυτού του είδους, στο πρότυπο του επικουρικού ταμείου κάλυψης τροχαίων ατυχημάτων, όταν έχει χρεοκοπήσει ασφαλιστική εταιρεία ή της έχει αφαιρεθεί η άδεια, ή του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων του τραπεζικού συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, σε περίπτωση χρεοκοπίας χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. 
       Οι ομοιότητες των περιπτώσεων είναι πολλές επί πλέον δε έχουμε να κάνουμε με δημόσιο όφελος που (λογικά) θα έπρεπε να επιδιώκουμε να το θωρακίσουμε πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τα ιδιωτικά συμφέροντα.

Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων 
       
Είναι χρήσιμο, η χώρα μας που είναι σε κάκιστη οικονομική κατάσταση και έχει δεινοπαθήσει από την σπατάλη δημόσιου χρήματος, να πάρει πρωτοβουλία για την εκπόνηση ενός Ευρωπαϊκού χάρτη κοστολογίου δημοσίων έργων, αλλά και  προμηθειών, υπηρεσιών, ακόμα και οπλικών συστημάτων (έχουμε δει σημαντικές αποκλίσεις τιμών μεταξύ ιδίων όπλων από χώρα σε χώρα, ιδίως όταν συνυπολογίσουμε το κόστος συντηρήσεων και ανταλλακτικών, υποστήριξης και εκπαίδευσης, αντισταθμιστικών ωφελημάτων, εκσυγχρονισμών μέσης ζωής (ΕΜΖ), δομικών ενισχύσεων κλπ). 
      Κύριο ζήτημα εδώ είναι η διευρωπαϊκή διαφάνεια στην διαδικασία του έργου ή της προμήθειαςκαι η ενιαία κατά το δυνατό αμοιβή, εννοείται λαμβανομένου υπ’ όψη του διαφορετικού τιμαρίθμου από χώρα σε χώρα, προκειμένου για έργα ή προμήθειες της αυτής αξίας και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις εκτέλεσης. 
        Εν ανάγκη, ας τοποθετήσουμε ως μονάδα βάσης το Γερμανικό κοστολόγιο. Αυτό θα άρεσε πολύ στους Γερμανούς (και άρα θα το υποστήριζαν), που επιθυμούν να τίθενται πάντα ως μέτρο σύγκρισης και ως θεμέλια νομιμότητας και ορθολογισμού. Η έννοια αυτού του χάρτη είναι ότι ο καθένας θα έχει μια εικόνα του βασικού κόστους ενός προϊόντος, ώστε να μην είναι τόσο εύκολη η υπερτιμολόγησή του με συμπαιγνία της προμηθεύτριας εταιρείας και των εκπροσώπων του ενδιαφερόμενου φορέα, όπως είδαμε πρόσφατα να γίνεται με ιατρικά είδη. Και εάν ισχυριστεί κανείς πως τέτοιου είδους ρύθμιση καταστρατηγεί τους κανόνες της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού (!), ας δημοσιεύονται τουλάχιστον εκ των υστέρων οι τιμές στις οποίες αγόρασαν τα ίδια προϊόντα φορείς του εξωτερικού είτε είναι του δημόσιου τομέα είτε ιδιώτες. Και αυτό το μέτρο θα αποτελέσει επαρκή προστασία των συμφερόντων του δημοσίου. 
       Τέλος, βασικό χαρακτηριστικό της διαφάνειας είναι και η ευρεία δημοσιότητα όλων των συμβάσεων, ώστε ο κάθε πολίτης να έχει τη δυνατότητα σύγκρισης με όσα θα περιέχονται στην Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων και εάν αυτή δεν υπάρχει, με όσα γνωρίζει από δικές του πηγές.

Ευρωπαϊκός χάρτης διαδικασιών
        Θα δώσω ένα παράδειγμα: Οι εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες φύλαξης σε διάφορους φορείς του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όταν υποβάλλουν τις προσφορές τους κατά την διενέργεια των αντίστοιχων διαγωνισμών, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο όριο του εργοδοτικού κόστους. 
       Δηλαδή, εάν για ένα έτος το προϋπολογιζόμενο κόστος πληρωμής των εργαζομένων τους είναι ας πούμε 250.000 ευρώ, αυτό είναι ακριβώς και το ποσό που αναγράφουν στην οικονομική τους προσφορά. Πολλά δικαστήρια γίνονται γιατί οι ανταγωνίστριες εταιρείες υπολογίζοντας διαφορετικά αυτό το κόστος, δίνουν προσφορά που είναι μεγαλύτερη κατά εκατό (100) ας πούμε ευρώ από την εταιρεία στην οποία κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός. 
        Το επιχείρημα είναι ότι η προσφορά, υπολειπόμενη έστω κατά 100 ή 200 ευρώ του εργοδοτικού κόστους, παραβιάζει την εργατική νομοθεσία, επομένως είναι μη νόμιμη και θα πρέπει να μην γίνει δεκτή.   

        Το ενδιαφέρον είναι ότι το δικαστήριο, όντως ακυρώνει την κατακύρωση σε πολλές περιπτώσεις που η προσφορά υπολείπεται tου εργοδοτικού κόστους για λίγες εκατοντάδες ευρώ. Λέω ενδιαφέρον γιατί καταφανώς μια προσφορά που είναι στα όρια του εργοδοτικού κόστους, είναι ύποπτη αφού μεγάλες εταιρείες φύλαξης φαίνονται να δουλεύουν ίσα – ίσα για τις αμοιβές των εργαζομένων τους, χωρίς κανένα κέρδος. 
       Αν μάλιστα υπολογίσουμε ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και οι αιτήσεις ακύρωσης και αναστολής που καταθέτουν οι «θιγόμενες» εταιρείες στο ΣτΕ, κοστίζουν αρκετές χιλιάδες ευρώ σε δικηγορικές αμοιβές, ενώ η διαφορά στην προσφορά μπορεί να είναι πχ 500 ευρώ (και μάλιστα επί συνόλου όπως είπα 200.000 ή 300.000 ευρώ κοκ), αναρωτιέται κανείς τι όφελος μπορεί να προκύψει για την προσφεύγουσα εταιρεία, αφού με τις 3.000 ή 5.000 ευρώ που θα έχει δώσει στους δικηγόρους, η αμοιβή που τελικά θα εισπράξει από τον φορέα που θα αναλάβει την φύλαξή του, θα είναι κατώτερη πλέον και από αυτό το εργοδοτικό κόστος κατά κάποιες χιλιάδες ευρώ. Άρα για ποιόν λόγο γίνεται όλη αυτή  μάχη; 
         Η απάντηση είναι κάτι περισσότερο από προφανής: δεν πληρώνουν τους εργαζόμενους αυτά που δικαιούνται σύμφωνα με την σχετική εθνική συλλογική σύμβαση του κλάδου. Τους δίνουν πολύ μικρότερα ποσά, και έτσι, και φαίνονται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του νόμου και εξασφαλίζουν ικανοποιητικά κέρδη. Δεν ξέρω μάλιστα στο σημείο αυτό εάν υπάρχει και υπόγεια συνεννόηση και εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με το ύψος των αμοιβών από τις εταιρείες του κλάδου. 

        Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία αυτή πρέπει να σταματήσει αφού εκθέτει και το δημόσιο και τα δικαστήρια, διότι και το μεν και τα δε, συμμορφούμενα δήθεν με το γράμμα του νόμου, τον παραβιάζουν κατάφωρα στην ουσία του. Είναι ευνόητο ότι τέτοιες πρακτικές παραβιάζουν και τις διατάξεις περί ανταγωνισμού, αφού όλη η έκπτωση γίνεται στις πλάτες των εργαζομένων, ενώ είναι παντελώς αδιευκρίνιστο το αληθινό ύψος των προσφορών. Αντιλαμβανόμαστε όλοι, με την μεγέθυνση της οικονομικής κρίσης της χώρας μας, τι είδους πιέσεις θα ασκηθούν στους εργαζόμενους σχετικά με τους μισθούς τους. 
        Επομένως η πραγματική έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην προστασία του μισθού των εργαζομένων, και οι τρεις εξουσίες (νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική), να συνεργήσουν λογικά προστατεύοντας τον σκοπό του νόμου και όχι την νομιμοφάνεια.

       Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει η ΕΕ συντάσσοντας ένα χάρτη διαδικασιών προβλέποντας λόγου χάριν ότι όλες οι πληρωμές που θα γίνονται προς εργαζόμενους που σχετίζονται με εργασίες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα γίνονται μέσω τράπεζας, ή μέσω κάποιου άλλου φορέα που θα διανέμει τις αμοιβές στους εργαζομένους, ενδεχομένως    στο πρότυπο του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ (SEPA) ή κάτι παραπλήσιο. Με τον τρόπο αυτό θα είναι πολύ πιο δύσκολο να ζητήσει πίσω η εταιρεία τις αμοιβές από τους υπαλλήλους της. Αυτό βέβαια σχετίζεται με το αν το ζήτημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον για την ΕΕ. Προφανώς, εάν αποτελούμε μοναχική αρνητική εξαίρεση επί του προκειμένου, δεν θα ασχοληθεί με το πρόβλημα θεωρώντας ότι μπορούμε και μόνοι μας να αυτορυθμιστούμε, και ίσως έτσι να είναι καλύτερα.

Συμπερασματικά
        Λίγες εκατοντάδες ανθρώπων αν αναμειχθούν αρχικά, είναι σίγουρα καλλίτερα από το τωρινό καθεστώς σκότους και αδιαφάνειας που ισχύει, ερήμην του ενδιαφερομένου. Οι μικροί αριθμοί (επιτροπές, διοικητικά συμβούλια και μονοπρόσωπα όργανα) εξ ορισμού δεν έχουν την απαιτούμενη φέρουσα ικανότητα για να αντέξουν το βαρύ φορτίο του δημοσίου συμφέροντος, πόσο μάλλον όταν κάποτε είναι και κακομαθημένοι έχοντας ταυτίσει το δημόσιο με το ατομικό τους συμφέρον.

        Η έννοια της αντιπροσώπευσης στη πολιτική ήδη περνάει κρίση. Αλλά πολλές φορές το σημείο στο οποίο πρέπει να γίνει η παρέμβαση δεν είναι τόσο η κυρίως πολιτική όσο οι λειτουργίες του κράτους. Επομένως η αντιπροσώπευση στη δημόσια διοίκηση θα περάσει τη δική της κρίση έστω και πιο καθυστερημένα. Η έμφαση μέχρι τώρα δόθηκε, και ανεπιτυχώς, στη διαφθορά της πολιτικής εξουσίας. Μικρή σημασία δόθηκε στο κομμάτι της εκτελεστικής εξουσίας που είναι οι διάφορες εκφάνσεις του κράτους. Εκεί πρέπει να παρέμβουμε, ώστε να αποστερήσουμε από την πολιτική ελίτ, τα μέσα του αυτο-εκμαυλισμού της.

        Κάποιοι θα αντιτείνουν ότι τέτοιες διαδικασίες είναι χρονοβόρες και δεν θα κάνουν τίποτε άλλο από το να επιβαρύνουν την ήδη δυσλειτουργική δημόσια διοίκηση. Η γνώμη μου ότι η σπατάλη του δημόσιου χρήματος και η κάκιστη ποιότητα των έργων, είναι ήδη μια σοβαρή δυσλειτουργία, που δεν μπορεί να συνεχιστεί. 
        Έπειτα ο προγραμματισμός είναι κάτι που γίνεται σε χρόνο άσχετο και πάντως προγενέστερο από εκείνο των εκτελούμενων έργων, και λογικά δεν επιβαρύνει. Απλώς: θα κάνουμε νωρίτερα αυτό που κάνουμε συνήθως τελευταία στιγμή. Άλλωστε μήπως η τελευταία στιγμή δεν είναι πάντα το όπλο των «τρωκτικών»; 

         Τότε αρχίζουν τα «κατεπείγοντα», οι απ’ ευθείας αναθέσεις, με τις συνήθεις υπερτιμολογήσεις, κοκ, πάντα με βλάβη του δημοσίου συμφέροντος. Ίσως στον προγραμματισμό (που τόσο απεχθανόμαστε) και τη συμμετοχή (που τόσο επιζητούμε χωρίς ποτέ να την αξιοποιούμε) βρίσκεται η δυνατότητα εξόδου από μια μακροχρόνια κρίση.

Ιωάννης Παρασκευουλάκος, Δικηγόρος
Μέλος της γραμματείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ

16 Σεπτεμβρίου 2010