1

TO ΠΕΡΑΣΜΑ AΠΟ ΤΗ ΧΩΡΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ (του Γιάννη Ζήση)

Η αδυναμία και η ατέλεια των εναλλακτικών κινήσεων της «νέας εποχής» και όχι μόνο
Εποχή κρίσεων και αναπροσανατολισμών. Θα αντικαταστήσουμε τα είδωλα του εαυτού μας και των άλλων με νέα ή, επιτέλους, θα ελευθερωθούμε από τον αρχέγονο ψυχισμό προσκόλλησης σε αυτά; Γιατί αποδείχθηκε δύσκολο έργο η ολοκλήρωση της αίσθησης της ενότητας; Ποιες είναι οι κοινωνικές συνέπειες της προσκόλλησης του εαυτού μας σε έναν ακόμα ρόλο και είναι αυτός περισσότερο λεπτοφυής από άλλους;

Από τη γοητεία, το είδωλο και τη χωριστικότητα στη διάκριση, την αναγνώριση και την προσέγγιση
Ένα από τα βασικότερα προβλήματα – που έχει αναδειχθεί ανθρωπολογικά, ιστορικά και πολιτισμικά – είναι το πρόβλημα της ταύτισης και της προσκόλλησης του ανθρώπου σε μορφές, πρωταρχικά με τη μορφή του εαυτού. Γύρω από αυτή τη μορφή του εαυτού δομείται μια συνεχής προσπάθεια επιβεβαίωσης, μια φαντασμαγορία και μια θεατρική πλοκή όπου ο ηθοποιός επιβεβαιώνεται από τον ρόλο του και όχι από τον εαυτό του.

Καθώς δεν θέλει να είναι «ο βασιλιάς γυμνός», το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι, αφενός μεν, ταυτίζεται με τα «ενδύματά» του, αφετέρου δε, ένα πλήθος άλλων ανθρώπων –σε μια οργάνωση– δεν βλέπουν τον «βασιλιά γυμνό», αλλά «ενδεδυμένο». Αυτή είναι μια βασική διττή προσκόλληση του ηθοποιού και του θεατή. Έτσι, παρ’ όλες τις δραματουργικές εκφραστικές επιδόσεις τους, ακόμη και οι ηθοποιοί, οι άνθρωποι του θεάτρου, του κινηματογράφου και του θεάματος – και αυτό περιλαμβάνει και τους τραγουδιστές – αδυνατούν να βιώσουν την ασυμπτωτικότητα και την ασυμβατότητα του εαυτού και του «είναι», παραδομένοι στην εξουσία του γοήτρου τους ως ανθρώπων του θεάματος, της εικόνας και του ειδώλου.

Αίσθηση ενότητας και η γοητεία ειδώλων
Η γοητεία έγκειται στη δύναμη που ασκεί το είδωλο, όχι αυτό, καθ’ εαυτό, το είδωλο, αλλά η ταύτισή μας μαζί του.  Στάθηκε τόσο ισχυρή η γοητεία των ειδώλων, ώστε ακόμη και στις μεγάλης διάρκειας φιλοσοφικές σχολές, όπως στον Πλατωνισμό και τον Στωικισμό, όσο, αντίστοιχα, και σε όλα τα βαθύτερα μοναστικά τάγματα της Δύσης και της Ανατολής, αναγκαστικά δόθηκε υπερβολική έμφαση στην ολοκλήρωση της αίσθησης της ενότητας εις βάρος της εννοιολογικής μέριμνας.

Όμως, παρ’ όλη την ευκολία, που επιδείχθηκε στη ρητορική προσέγγιση της αίσθησης της ενότητας, στην πράξη αυτό αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο τόσο για ψυχολογικούς όσο και για κοινωνικούς λόγους, δηλαδή, κατ’ ουσίαν, για λόγους θεάτρου στους οποίους καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν δύο παράγοντες: οι τροποποιήσεις του νου και το στοιχείο του χρόνου.  Πέραν, όμως, αυτών των εγχειρημάτων, για κάποιον ιδιαίτερο λόγο αποτύγχαναν και άλλα εγχειρήματα, καθώς όλα κατέφευγαν σε μια υπανάπτυξη του νου. Αυτό συνέβη για δύο λόγους:

α. ο νους, μέχρι ενός ορισμένου σημείου της ανάπτυξής του, τείνει στη διακριτότητα και αναδεικνύει τα ζητήματα της ιδιότητας και της ποιότητας που ενέχουν διαφορετικότητα και, συνεπώς, μπορούν να ανατροφοδοτούν τη χωριστικότητα.  

β. η νοητική ολοκλήρωση θα οδηγούσε σε κατάρρευση της εσωτερικής ταύτισης με τη μορφή και τη γοητεία σε σχέση με το είδωλο του εαυτού και μέσα μας, καθώς και σε σχέση με το περιβάλλον και την κοινωνία. Γι’ αυτό και ηθελημένα –έστω και υποσυνείδητα– η νοητική ολοκλήρωση δεν επιλέχτηκε. 

Από αυτή τη στάση της συνείδησης αποκαλύπτεται μια «εχθρότητα απέναντι στην έννοια», η οποία εκφράζεται περισσότερο μέσα από τη θρησκεία, αλλά και από τις ανιμιστικές, σαμανιστικές και μαγικές απλοϊκότητες και λιγότερο μέσα από τη φιλοσοφία.  Έτσι, και παρά το εγχείρημα της ολοκλήρωσης της αίσθησης της ενότητας, δεν αποφεύχθηκε η ταύτιση με τις νοητικές μορφές της απλοϊκότητας, αλλά, αντίθετα, καλλιεργήθηκε η γοητεία και η αίσθηση της αυθεντίας και η πνευματική, ψυχική και ψυχολογική δημαγωγία, υπό την έννοια της διαστροφής του πνεύματος και της ψυχής στο πεδίο της ανθρώπινης επικοινωνίας και οργάνωσης.

Έτσι παρήχθησαν οργανώσεις θεμελιωμένες πάνω στη βάση μιας απλοϊκότητας, ενός μιμητισμού, έναντι της απλότητας ή μιας «ειρήνης που υπερβαίνει τον νου» και όχι πάνω στην «εννοιακή μέριμνα» ή σε εκείνη την «προσήλωση στην αφηρημένη σκέψη»  – όπως έλεγε ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel) – που θα κατέστρεφε και θα διέλυε την ιδιοτέλεια στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και των λαών.

Η εννοιακή μέριμνα ήταν το θεμελιώδες εγχείρημα του Διαφωτισμού, το οποίο όμως, δυστυχώς, συνδέθηκε με τη φαινομενολογική υπανάπτυξη, όπως θα μπορούσαμε να δούμε σήμερα. Συνδέθηκε, δηλαδή, με τη μειωμένη αυτοαναφορικότητα και αυτεπίγνωση της συνείδησης – αν προσδιορίσουμε το όλο φαινόμενο υπό τη φαινομενολογία του Έντμουντ Χούσσερλ.[1] Από αυτό το έλλειμμα και πρόβλημα προκύπτει η ματεριαλιστική φαινομενοκρατία του Διαφωτισμού.

Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώθηκε και πολώθηκε το γνωσιολογικό και το επιστημολογικό γίγνεσθαι, από τη μία, με όρους μιας σφετεριστικής οικονομικής ιδιοτέλειας και, από την άλλη, με όρους ενός ματεριαλισμού. Ο χώρος της εκπροσώπησης του πνεύματος αφέθηκε στις όψεις της απλοϊκότητας και της άρνησης της διακριτικής ικανότητας του νου,  διευρύνοντας, κατ’ ουσίαν, τους ορίζοντες του «αμαρτήματος του άνοος» και της ιδιοτελούς επιθυμίας.

Αίσθηση ενότητας και απάθεια στην έλξη των ειδώλων

Η αναφορά στο πνεύμα, στην ψυχή και στο υπερβατικό ον διεξάγεται μέσα από μια στοχαστική, γλωσσική, διαλεκτική και βιωματική ένδεια και θεατρική γοητεία. Εξ ου και αυτές οι τσαρλατάνικες «βασιλείες της νέας εποχής», που, έτσι, είναι κάθε άλλο παρά νέα, καθώς είναι γεμάτη από τις αντιφάσεις του χθες και διακατέχεται από μια έμμονη ιλαρότητα αυτοπεποίθησης. Ξεχνούν διαπιστώσεις όπως αυτή του Κρισναμούρτι για την αμφιβολία:

«Η αμφιβολία είναι φάρμακο πολύτιμο παρ’ όλο που είναι πύρινη, σε θεραπεύει εντελώς… Μόνο μην αφήσεις την αμφιβολία με δόλο να μπει στην καρδιά σου». [2]

Αυτός ο ψυχαναλυτικός και ψυχαναγκαστικός, σε τελική ανάλυση, ναρκισσισμός αποδεικνύεται ανακουφιστικά καταλυτικός σε πολλούς. Έτσι, πρέπει να είμαστε πάντα καλοπροαίρετοι με όλους όσοι επιδιώκουν να λειτουργήσουν ως εκφραστές της ενότητας.

Όμως, αναγνώριση της ενότητας πρέπει να βασιστεί σε μια βαθιά διαδικασία διάκρισης η οποία να έχει καλλιεργηθεί μέσα από ένα καθεστώς απάθειας απέναντι στις απαιτήσεις της ιδιοτέλειας. Η απάθεια δοκιμάζεται κατάσαρκα και ως «Σκοτεινή Νύχτα της Ψυχής» και η διάκριση αυτή διακρίνεται και επιβεβαιώνεται εξελικτικά στο πεδίο της εννοιακής, υπαρξιακής και υπερβατικής μέριμνας.  

Θεωρητικά, η εξέλιξη είναι ανοιχτή σε νέες αρχές και νέες ιδιότητες – τόσο νέες, όσο είναι μια τελείως ασύλληπτη βαθμίδα για έναν εγκεφαλικό νευρώνα η ολική συνείδηση του ανθρώπου – με αποτέλεσμα να απαιτείται μια ομαδικότητα, αλλά και μια διαλεκτική, εξελικτική, βιωματική και στοχαστική ή ενορατική διεργασία, ώστε να αρχίσει να δημιουργείται ένα διαισθητικό γίγνεσθαι – επικλητικό και εκφραστικό – για τις νέες αυτές αρχές, ιδιότητες, συνάφειες και εξελικτικές προσεγγίσεις, που θα πρέπει να αναπτυχθούν κάποια στιγμή και στο γλωσσικό πεδίο ως μια νέα γλωσσική κουλτούρα.

Την ίδια, όμως ώρα, στον χώρο των μεντόρων της εναλλακτικής κουλτούρας βασιλεύει μια γλωσσική φτώχεια και μια αδυναμία ειλικρίνειας και αυτοκριτικής προσέγγισης, η οποία υποκαθίσταται τόσο από μια θρασύτητα στην ετερότητα όσο και από μια επιθετικότητα που εκφράζει την «οργή του αλλοτριωμένου ή του κακού» – όπως θα έλεγε ο Πασκάλ  – «που γνωρίζει ακριβώς τι είναι το καλό, αλλά επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να το προσεγγίσει εύκολα το μιμείται και ταυτόχρονα το μισεί».

Βέβαια, στον τομέα της εναλλακτικής κουλτούρας, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς, -στον τομέα της παγκόσμιας σκέψης ή των παγκόσμιων στοχαστών, στον τομέα «των κοινωνικών και των οικονομικών επιστημών» στον τομέα της πολιτικής και της θρησκείας- βασιλεύει ένας πληθωρισμός που αναλώνεται στον ναρκισσισμό του, μέσα και από την ενελικτική μαζική κουλτούρα της κοινωνίας του θεάματος.

Εδώ, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η εικόνα έχει μια υπεροχή στην ευκολία, στη δράση της. Είναι μια οκνηρία για τη συνείδηση και γι’ αυτό η κοινωνία του θεάματος κυριαρχεί. Στην πραγματικότητα, όμως, τελικά απομυθοποιείται έτσι ένα ρεύμα «στοχασμού» το οποίο επιχειρούσε να αναγορευτεί σε πνευματικό και πολιτισμικό μέντορα μέσα από την ανοησία της μορφής, όπως, επί παραδείγματι, έγινε συχνά στον χώρο της τέχνης [3] ή μέσα από την όποια νομενκλατούρα που λειτουργούσε ως ένα διάκοσμος του μαζικού θεάματος.

Ο στάσιμος πληθωρισμός των ειδώλων και της γοητείας
Αυτή τη στιγμή, στον χώρο του πνεύματος και της ψυχικής έκφρασης, βρισκόμαστε σε ένα γενικευμένο πληθωριστικό κενό, σε μια «παγίδα ρευστότητας» – για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους της οικονομικής θεωρίας – και σε έναν καταστροφικό και αποδομητικό «στάσιμο πληθωρισμό».

Για παράδειγμα, ενώ υπάρχει, μεν, μια μαζική εντύπωση και ένα κάλεσμα για το όλο και τη σύνθεση – και υπάρχουν εξέχουσες διεργασίες – το ενδιαφέρον είναι το κατά πόσο αυτές αλληλομνημονεύονται, και θα αναφερθώ σε δύο τουλάχιστον στοχαστές γύρω από την έννοια της ολότητας: στον Εμμανουέλ Λεβινάς και στον Κώστα Αξελό.

Ακόμα χειρότερα, δεν υπάρχουν βαθιές διεργασίες σύνθεσης. Ποια είναι, παραδείγματος χάριν, η σύνθεση μεταξύ της οικονομίας και της φιλοσοφίας; Το λέμε αυτό, θεωρώντας τη φιλοσοφία στο γενικό της πεδίο και θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως πεδίο ισομορφικών αντιστοιχιών με την οικονομία. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μια φιλοσοφία της οικονομίας ή για μια φιλοσοφία κατ’ αντιστοιχίαν της εκπαίδευσης, αλλά μιλάμε για μια γενικευμένη θεώρηση, μια γενικευμένη σύνθεση και εποπτεία του γνωστικού επιστητού. 

Επίσης, παρατηρούμε, κατά βάση, ότι όσοι ασχολούνται με τα ρεύματα της νέας εποχής έχουν εξαιρετικά ισχνή προσέγγιση στα θέματα της οικονομικής πραγματικότητας και τραγικότητας. Μπορεί, μεν, να συλλαμβάνουν με μεγαλύτερη ευαισθησία τα οικολογικά δεδομένα, ωστόσο οι προσεγγίσεις τους είναι ατελέσφορες στο επίπεδο της πρότασης. Την ίδια ώρα, σε επίπεδο μαζικό,  δεν υπάρχει αυτή η αγωγιμότητα αναγνώρισης της συνεισφοράς τους και οι μάζες αυτοπαγιδεύονται με μια πολιτική αντιπροσώπευση τύπου «Γουόρχολ». Κοντολογίς, όλοι οι πολιτικοί γίνονται διάσημοι για μια χρονική περίοδο και μετά οδεύουν πάλι στο ιστορικό τίποτα.  

Επιπλέον, η συνείδηση που ενοχλείται από τη σκέψη και τον στοχασμό, η συνείδηση που δεν θέλει να ψάξει και να αποδυναμώσει σε βάθος τον φόβο του θανάτου – έστω και με μια βαθιά κατάφαση και συναίνεση στην ολότητα και την ύπαρξη – είναι μια «ενοχλημένη» συνείδηση, είναι μια «συνείδηση σε ερεθισμό», είναι μια «ενοχλημένη ταυτότητα» από την ετερότητα, είναι μια «ερεθισμένη ταυτότητα».

Ο ερεθισμός και η επίκριση είναι το βασικό στοιχείο της συνειδησιακής υπανάπτυξής μας. Το πρόβλημα βρίσκεται στο κατά πόσο αποκαλύπτοντας, από την μία, όλη αυτή την τραγικότητά μας στον εαυτό μας και στους άλλους – όχι μόνο των άλλων, αλλά και τη δική μας – και την ίδια στιγμή, από την άλλη, να είμαστε σε θέση να υπερβούμε την κριτική και να λειτουργήσουμε, όπως θα έλεγε ο Γουόλτ Γουΐτμαν, «όχι μόνο με την πειστικότητα της δράσης αλλά ως παρουσίες», αναγνωρίζοντας παντού την παρουσία, την ύπαρξη μέσα στη ζωή, την κίνηση και την ύπαρξη που αποτελεί το όριο, τουλάχιστον όπως συλλαμβάνεται από τη συνείδησή μας.

Η ολοκλήρωση της μέριμνας και της μεσότητας
Μέσα από την απάθεια και σύμφωνα με τον δρόμο της μέριμνας και της μεσότητας ή της «ευγενικής μέσης ατραπού», βαδίζουμε στη διάκριση και από τη διάκριση στην απόσπαση, όπου αυτό υποδηλώνει αφαίρεση, ή, άλλως πως, ξεκινώντας από την ατομικότητα και την ατομικοποίηση, βαδίζουμε στη μυητική και υπερβατική αποκέντρωση και στη συνταύτιση.

Αυτό συνεπάγεται την ετοιμότητά μας στο να αναγνωρίσουμε στην κάθε ετερότητα την αξία της με όρους διάκρισης, μέσα από τη δική μας αφαιρετικότητα, απόσπαση και θέληση για το καλό. Εδώ, έρχεται η αναγκαιότητα του να προσδιορίσουμε ότι το καλό επιλέγεται ως έκφραση ελευθερίας και πραγματικής ισχύος, επέκεινα της αλλοτρίωσης. 
Έτσι, το Σωκρατικό «ουδείς εκών κακός» επιβεβαιώνεται, όπως και ο προσδιορισμός της σχέσης καλού και παντοδυναμίας για τον θεό του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά:

«Το απόλυτα καλό Όν, καθώς είναι αμετάκλητα παντοδύναμο, πρέπει να είναι επίσης απόλυτα δίκαιο, αλλιώς θα αντέφασκε προς τον εαυτό του. Διότι η αγάπη της τάξης που το παράγει αποκαλείται καλοσύνη, και η αγάπη της τάξης που το συντηρεί αποκαλείται δικαιοσύνη». [4]

Ένα όν που δεν πάσχει από «πνευματική ανασφάλεια», που αισθάνεται πνευματικά επαρκώς ισχυρό, δεν θα λειτουργήσει με τους όρους της χωριστικότητας και της αλλοτρίωσης, δεν θα λειτουργήσει με όρους βλάβης και αδιακρισίας.

Έχουμε αναφερθεί και αλλού στον ηθικό και στον λογικό κίνδυνο [5] στην οικονομία, στην  πολιτική και σε κάθε όψη οργάνωσης της ζωής και τώρα ερχόμαστε στα θεμελιώδη σημεία αντιμετώπισής του, με ολοκλήρωση της μέριμνας και της μεσότητας.

Σημειώνουμε, επίσης, την ιδιαίτερη έμφαση που έδινε στη μεσότητα και ο πατερικός στοχασμός. Είναι αυτή που μας απελευθερώνει σε πραγματική σχόλη, σε ακίνδυνο σχόλη ή σε σχόλη χωρίς «ακηδεία» – για να θυμηθούμε τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακας, ή του Σιναΐτη, στα σχόλια του για την ακηδεία. [6]

Μια τέτοια ολοκλήρωση της συνείδησης οδηγεί στον πραγματικό homo universalis, μία έννοια που χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά, καθώς ελάχιστοι έχουν υπάρξει που να τον δικαιούνται – οδηγεί σε έναν Παγκόσμιο Λειτουργό, σε έναν πλανητικό στοχαστή και οραματιστή, μέσα σε ένα ορίζοντα βιωματικής καινοτομίας. 

Σε αυτή την κατεύθυνση θα συμφωνήσουμε με τον Ωρομπίντο που εισηγείται την αναγκαιότητα μιας έκφρασης από μια αρχή που την ονομάζει «υπέρ-νου», μέσω του νου της ζωής και της φύσης στον κόσμο, με διεργασίες που εξελίσσουν το επιστητό και εκφράζουν το πνευματικό.

Αδιαμφισβήτητα, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί – όπως είπαμε από την αρχή – είναι διαρκώς εκτεθειμένο στη μεταβλητότητα, στην επίδραση του χρόνου ή σε αυτό που ονομάζεται από ορισμένες προσεγγίσεις εξελικτικής προσπάθειας, όπως αυτή του ινδού σοφού Πατάντζαλι, ως «τροποποιήσεις του νου».

____________
Αναφορές
[1] Ο φιλόσοφος Χούσσερλ κατηγορεί τον Γαλιλαίο ότι ήταν «μοιραία» για τους επιστήμονες της εποχής του η προσκόλλησή του στο «γεωμετρικό μοντέλο της φύσης»  – γιατί τους παρέσυρε να αγνοήσουν την «πρωταρχική πηγή», δηλαδή τον ενορατικό εσωτερικό κόσμο, μέσα από τον οποίο «αντλεί το νόημά του, ο αντικειμενικός κόσμος».
[2] Κρισναμούρτι, Παραβολές και ποιήματα. εκδ Κέδρος, 1980-2003, σελ. 242.
[3] Picasso, Pablo, Περιοδικό The Arts, New York, Μάιος 1923, περιοδικό Φωτοχώρος
«Από τη στιγμή που η τέχνη δεν είναι τροφή των εκλεκτών, ο καλλιτέχνης μπορεί να εκδηλώνει το ταλέντο του με κάθε ιδιοτροπία, όπως του καπνίσει, με κάθε επινόηση του πνευματικού τσαρλατανισμού. Αλλά οι εκλεπτυσμένοι, οι πλούσιοι, οι χασομέρηδες, οι διυλίζοντες την πεμπτουσία ψάχνουν για το καινούριο, το αλλόκοτο, το πρωτοφανές, το σκανδαλώδες. Κι εγώ, από τον κυβισμό κι ύστερα, ικανοποίησα αυτούς τους κυρίους και τους κριτικούς με πάμπολλα παράξενα που πέρασαν από τον νου, και όσο λιγότερο τα καταλάβαιναν τόσο τα θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω συνεχώς με όλα τούτα τα παιχνίδια, τις λοιδορίες, τους γρίφους, τις σπαζοκεφαλιές και τα αραβουργήματα έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότητα για ένα ζωγράφο σημαίνει: πωλήσεις, κέρδη, περιουσία, πλούτο.
Όπως γνωρίζετε, σήμερα είμαι διάσημος και πλούσιος, αλλά όταν μένω μόνος με τον εαυτό μου δεν έχω το θάρρος να με θεωρώ καλλιτέχνη με την αρχαία έννοια της λέξης. Ήταν μεγάλοι ζωγράφοι ο Τζιόττο, ο Τισιανός, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια. Είμαι μόνον ένας δημόσιος ψυχαγωγός που κατάλαβε την εποχή του, που ικανοποίησε όσο μπορούσε την ηλιθιότητα, την κενοδοξία και την απληστία των συγχρόνων του.
Είναι πικρή η δική μου εξομολόγηση, πιο οδυνηρή απ’ ότι μπορεί να φαίνεται, έχει όμως την αρετή να είναι ειλικρινής».
[4] Ρουσσώ, Ζαν – Ζακ, “Aιμίλιος”, εκδόσεις Πλέθρον, σελ. 110.
[5] Ζήση, Γιάννη, Η έννοια και η θεωρία του ηθικού κινδύνου, solon.org.gr 
[6] Άγιος Ιωάννη