Η οικονομική ανάπτυξη, ο τρόπος πραγματοποίησής της και ο μερισμός της, αποτελούν και θα συνεχίσουν να αποτελούν τα κύρια ενδιαφέροντα για την ανθρωπότητα, για τα κράτη, για τις κοινωνίες και τους ανθρώπους. Πρωταρχικά η οικονομία παρέχει το μέσο μέσα από το οποίο ο άνθρωπος συμπυκνώνει τη δυναμική του απέναντι στο περιβάλλον. |
Δεν είναι τυχαίο ότι η ευτυχία – σύμφωνα με έρευνες – που νιώθουν οι άνθρωποι δεν βασίζεται τόσο στο πόσα χρήματα παίρνουν ως αμοιβή για την εργασία τους όσο στο αν «τα καταφέρνει κανείς καλύτερα από τους άλλους»[1] , κάτι που επιβεβαιώνει και επιστημονικά την παρατήρηση του Άνταμ Σμιθ που κάνει στο βιβλίο του «η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» σχολιάζοντας: «ποιος είναι ο στόχος της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, της αναζήτησης πλούτου, εξουσίας και καταστροφικής δύναμης … Δεν ελπίζουμε σε άλλα οφέλη παρά να αναγνωριζόμαστε και να κερδίζουμε την προσοχή»[2]
Γιατί δεν υπήρξε μέχρι τώρα βιώσιμο μοντέλο που να ανταποκρίνεται στην ουσία της θεωρητικής πρότασης του Μαρξισμού; Ο Μαρξισμός ως η πιο συστηματοποιημένη ιδεολογία, απέτυχε πρωταρχικά από την ανθρωπολογική του ανακολουθία. Δεν κατανόησε το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση έχει φθίνουσα απόδοση έξω από το σύστημα της ανταγωνιστικότητας. Υπήρξε μέχρι τώρα αδυναμία να σχηματίσει βιώσιμες μορφές παρά το γεγονός ότι η ολοκληρωτική ρύθμιση της ανταγωνιστικότητας, την οποία εφαρμόζει, αφαιρεί το κόστος της οικονομικής σύγκρουσης, της αλληλοαναίρεσης, της αλληλεξουδετέρωσης των κινήτρων των συμφερόντων και των δυναμικών. Παράβλεψε τόσο το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση είναι μη λειτουργική στο πλαίσιο ενός καθεστώτος κοινότητας όσο και ότι η πολιτική ρυθμίζεται και αυτή από τις δυναμικές της ανταγωνιστικότητας. Τη διαπίστωση αυτή για τη φθίνουσα απόδοση της ανθρώπινης φύσης έξω από συνθήκες ανταγωνιστικότητας φάνηκε να συνειδητοποιεί η Σοβιετική Ένωση καθώς ο πρόεδρος της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ την περιγράφει ως ένα από τα βασικά προβλήματα που οδήγησαν στη διακήρυξη της «περεστρόικα» σχολιάζοντας: «Ήταν φανερό για τον καθένα ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώνονταν γρήγορα κι ότι ολόκληρος ο μηχανισμός ποιοτικού ελέγχου δεν λειτουργούσε σωστά, δεν υπήρχε δεκτικότητα στα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου επιβραδυνόταν…» [3] και προσθέτει: «…ουσιαστικά δεν υπάρχει ανεργία. Το κράτος έχει αναλάβει την ευθύνη να εξασφαλίσει απασχόληση σε όλους… Βλέπουμε όμως επίσης ότι κάποιοι ανέντιμοι άνθρωποι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν αυτά τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, γνωρίζουν μόνο τα δικαιώματά τους όμως δεν θέλουν να γνωρίζουν τα καθήκοντά τους, εργάζονται ανεπαρκώς, απουσιάζουν αδικαιολόγητα πίνουν υπερβολικά»[4] Το πρόβλημα της προσκόλλησης στην εξουσία Στην ουσία η επιτυχία αυτή εξαρτιόταν αφενός μεν από την αγωγιμότητα του οικονομικού σχεδιασμού στην κεντρική διοίκηση, η οποία όμως ήταν συνυφασμένη με την ανθρωπολογική αφέλεια των οπαδών που επιθυμούσαν την πραγματοποίηση μιας ουτοπίας. Θα μπορούσαμε έτσι να πούμε ότι η πρώτη του επιτυχία ο Μαρξισμός τη χρωστάει στην τάση των ανθρώπων – όταν αυτοί βρίσκονται σε αδυναμία – να πιστεύουν ότι τα αίτια της ανθρώπινης βαρβαρότητας, δεν βρίσκονται μέσα στην ανθρώπινη φύση αλλά προέρχονται από τις δομές της κοινωνίας και το σύστημα της εξουσίας. Μέσα σε αυτή τη μονοσήμαντη και μηχανιστική ερμηνεία της ανθρώπινης βαρβαρότητας δεν γινόταν αντιληπτό, το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση είναι αλληλένδετη με την παραγωγή εξουσίας και την δημιουργία ανισότητας. Όχι με την έννοια ότι οι άνθρωποι είναι ακριβώς άνισοι, αλλά με την έννοια ότι η κυρίαρχη – προς το παρόν – τάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι προς τη δημιουργία ανισότητας και ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι δεν αποποιούνται την εξουσία παρά τη θέλουν μόνο για να την ασκήσουν οι ίδιοι. |
|
Αυτή μπορεί να την εκχωρήσουν σε κάποιους – για μια μεταβατική περίοδο – και να τους πιστώσουν ως διαχειριστές της αυταπάτης για την ανιδιοτελή φύση των ανθρώπων και των λαών, μέχρις ότου οι πρώτες αποτυχίες και οι πρώτες νέες ανισότητες και τυρρανίες να φέρουν ξανά στο προσκήνιο την ικανότητα του ανθρώπου να κρίνει και να κατακρίνει, να φέρουν τη διαψευσιμότητα, των πολιτικών ονειροπολήσεων. |
Τα υπόλοιπα οικονομικά μοντέλα Επειδή τα συστήματα συνδέονται με πραγματικά όντα, μεταφέρουν και τη δυναμική ιστορικότητά τους και συνεπώς οδηγούν σε ολικότερη ή μερικότερη διάψευση των θεωριών. Εκείνο που συνήθως μέχρι τώρα δεν έχουμε αντιμετωπίσει, είναι κυρίως το ζήτημα ότι η έμφαση δεν πρέπει να τίθεται στη διάψευση των θεωριών αλλά στην εκλογίκευση και τη συμπλήρωσή τους. Η εκλογίκευση των θεωριών θα μπορούσε ακόμη και να τις αποδομήσει λαμβάνοντας υπόψη τη νεότερη εμπειρία από τις πραγματικές συνθήκες και τους πραγματικούς δρώντες. Η συμπλήρωση των θεωριών πάλι θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το σημείο να εξαερώσει το μεγαλύτερο μέρος αυτού που συμπληρώνεται ή να περιέχει στο 99% μια αντίρροπη ιδέα προσφέροντας όμως ένα πολύ πληρέστερο εργαλείο ερμηνείας. Είναι ζητούμενο το να φτάσουμε σε αυτή τη διαλεκτική της συμπληρωματικότητας και της συνέπειας, της συνεργασίας των θεωριών και φυσικά των δρώντων, των πεδίων των μέσων και των στόχων. Η απλοϊκότητα με την οποία αντιμετώπισε ο Μαρξισμός την ανθρώπινη φύση ήταν συνυφασμένη και με το γεγονός ότι οι επιστήμες του ανθρώπου στον 19ο αιώνα, μόλις είχαν ξεκινήσει. Δεν είχαν αποκτήσει το σημερινό τους βάθος και εύρος, ούτε τη σημερινή επιστημονική συμπληρωματικότητα και διάρθρωση. Σήμερα πλέον οι επιστήμες του ανθρώπου έχουν κάνει φανερό ότι η ανθρώπινη φύση έχει ορισμένα όρια αλλαγής και πολύ περισσότερο ότι αυτά τα όρια αλλαγής διαμορφώνονται, μεταβάλλονται, διακρίνονται και περιορίζονται μέσα στην ιστορία ανάλογα με τη συγκυρία και τις επιλογές. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια χρονική περίοδο άρχισαν να απαξιώνονται οι μηχανιστικές θεωρίες ακόμη και στο σκληρό πυρήνα των φυσικών επιστημών. Αυτές οι αλλαγές είχαν την αφετηρία τους στις αρχές του 20ου αιώνα και σηματοδότησαν έναν νέο δρόμο κυρίως μετά από την ανάδειξη νέων θεωριών όπως της θεωρίας του χάους και μαθηματικής λογικής που απελευθέρωναν τη σκέψη για αναζήτηση πιο ολιστικών ερμηνειών της λειτουργίας των συστημάτων. Είτε μιλάμε για ένα ανθρώπινο όν είτε για ένα σύστημα, δεν πρέπει να είμαστε υπερβολικά επικριτικοί απέναντι στο Μαρξ και τους συνοδοιπόρους του, καθώς η σύλληψή τους ήρθε ως τάση αντιστάθμισης στα «αυτονόητα» της εποχής τους και καθώς υπήρχαν έμφυτες «ευγενείς ατέλειες» στη θεωρία, μέσα από τα όρια της επιστημονικής θεώρησης της εποχής εκείνης. Η διαφοροποίηση των συνθηκών πρέπει να εκτιμάται σοβαρά και να δίνοντας μια ευκαιρία για την απελευθέρωση από κάθε μορφή θρησκευτικής πρόσληψης στις οικονομικές θεωρίες. Υπάρχουν λοιπόν δύο προκλήσεις. _____________________________ [1] Daniel Cohen. 2010, “Η Eυημερία του Kακού”, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ σελ 181 |
Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας |