Ίσως αυτό που δεν έχει συνειδητοποιηθεί μέχρι τώρα περισσότερο απ΄ όλα είναι ότι βαδίζουμε στο τέλος της εποχής της διαχείρισης. Αυτό αναφορικά τόσο για αυτούς που κατευθύνουν τις εξελίξεις όσο και για αυτούς που κατευθύνονται από αυτές ή τοποθετούνται αυτοπεριοριστικά στα γεγονότα παρότι αγωνιούν ή αισθάνονται την αβέβαιη δυναμική των εξελίξεων.
Κατ’ ουσίαν μετά από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αναπτύχτηκε μια «εποχή διαχείρισης», ένα πλαίσιο που οριοθετήθηκε μεταξύ του ήπιου κευνσιανισμού και του συντηρητισμού – νεοφιλελευθερισμού.
Υπήρχε ένα συγκεχυμένο πεδίο κίνησης με κάποιες λειτουργικές ταλαντώσεις και δομικές εξελίξεις ή μεταλλάξεις οι οποίες έτειναν στο να «απελευθερώσουν» την οικονομική ισχύ και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο κυριαρχίας με την καταναλωτική «συναίνεση» κυρίως των λαών. Σε αυτή την καταναλωτική συναίνεση έπαιξε βασικό ρόλο τόσο η νέα καταναλωτική ταυτότητα όσο και η κοινωνία του θεάματος.[1] Το πρόβλημά μας πια είναι το πώς θα προσδιορίσουμε την ολοκλήρωση της περιόδου που δείχνει να αναδύεται.
Χαρακτηριστικά της «εποχής της διαχείρισης» Αυτή η άρνηση αναζήτησης συστημικών βελτιώσεων εξηγείται από το ότι αυτές έχουν ένα κόστος. Ενώ από τη μία οι λαοί δεν είναι έτοιμοι για την καταβολή αυτού του αναγκαίου κόστους από την άλλη οι κυβερνήσεις δεν έχουν ούτε τη φαντασία αλλά ούτε και τη θέληση να θεσμοθετήσουν αυτές τις αλλαγές. Οι κυβερνήσεις επίσης αποτραβιούνται από κάθε εγχείρημα ριζικών προσεγγίσεων επειδή ακριβώς καταγράφουν το φαύλο κύκλο της άρνησης καταβολής του κόστους της αλλαγής ακόμη και όταν αντιλαμβάνονται ότι η κρίση προσπερνάει την πολιτική. Υπάρχει μια αναλγησία μπροστά στην κρίση [2] – την οποία συχνά αναγνωρίζουν ότι έρχεται – η οποία καλλιεργείται από την έλλειψη αυτοσυνειδησίας, από μια έλλειψη συνειδητοποίησης των κοινωνικών προοπτικών στο σύγχρονο περιβάλλον, από μια υπανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης αλλά και ευρύτερα απουσίας της ανθρωπολογικής κατανόησης της εν γένει κατάστασης. Η σύγχρονη αναβλητικότητα της αναγκαίας μεταρρύθμισης και της υιοθέτησης νέων ριζικών προσεγγίσεων που βιώνουμε όλοι μας στην εποχή μας συμβαίνει γιατί δεν έχουν προσεγγιστεί τα τεχνικά θεωρητικά σημεία μείωσης των ηθικών κινδύνων αυτών των αλλαγών. Και αναφερόμαστε τόσο στους ηθικούς κινδύνους του πλούτου όσο και στους ηθικούς κινδύνους εξόδου από τη φτώχεια. Εδώ πρέπει κανείς να εκφράσει μια βούληση για το καλό απέναντι στην εδραιωμένη ιδιοτελή χρήση ισχύος από κάθε είδους ομάδες ολοκληρωτικών αντιλήψεων. Δεν υπάρχει κανένας που να εκφράζει τη βούληση αυτή απέναντι στην ισχύ του πλούτου. Επίσης δεν υπάρχει κανένας που να εκφράζει και να αρθρώνει μια βούληση για ένα όραμα εξόδου από τη φτώχεια το οποίο όμως δεν θα λειτουργεί ως μια νέα υπόσχεση για εξασφαλισμένη ικανοποίηση του νευρωτικού καταναλωτισμού αλλά ως ένα άλλο πρότυπο κοινωνίας και ζωής. Αυτό το νέο πρότυπο κοινωνίας και ζωής για να είναι πραγματικά νέο θα πρέπει να είναι ελεύθερο από τον ψυχισμό που οδηγεί στις γνωστές από το παρελθόν συστημικές παλινδρομήσεις σε καταστάσεις που όπως έδειξε η εξέλιξη των λαών ήταν τυφλές στις επιθυμίες του ανθρώπου και που στην ουσία λειτούργησαν ως μια εξουσιαστική παρεμβολή στον φαύλο κύκλο των οικονομικών προσδοκιών των λαών, ως υπόσχεση που δεν δόθηκε και επειδή δεν δόθηκε υποκαταστάθηκε αυτή η ανεκπλήρωτη υπόσχεση από πρόσθετη εξουσία και μιλάμε για τον υπερσοσιαλισμό εδώ. Έτσι λοιπόν υπάρχει και ο ηθικός κίνδυνος της επαναστατικής εξουσίας. Τώρα πια δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε ούτε με την επαναστατική υπόσχεση ούτε με την ανάληψη της ευθύνης για τη σημερινή κρίση. Δεν λειτουργούμε για την ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης της κρίσης που δείχνει να συγκεντρώνει δυνάμεις βαρβαρότητας και φόβου διαμορφώνοντας έναν κυκλωνικό τυφώνα που θα κατασταλάξει σε μια καταστροφική δυναμική η οποία θα εξελιχτεί για άλλη μια φορά με μια τυφλή ιστορική πορεία μέσα από την απροετοίμαστη συνειδητότητά μας. Αυτή η απουσία μας φαίνεται πως θα αναδείξει τελικά μια κρίση η οποία θα προβάλλει ως κυρίαρχη και μόνο μετά από αυτήν θα αναπτυχθεί η ωρίμανση και η θεσμική και δημιουργική απόκριση του νέου ιστορικού και πολιτικού υποκειμένου που είμαστε εμείς ως άνθρωποι και κοινωνίες. Για την ώρα φαίνεται ότι υπάρχει μια αναβολή σ’ αυτή την ωρίμανση ανάληψης ευθύνης.
Θα ήταν καλύτερα να συνειδητοποιήσουμε, όσο είναι καιρός ακόμη, ότι η σημερινή – παγκόσμια και εθνική – οικονομική κρίση είναι ένα προοίμιο της πολύ μεγαλύτερης που ακολουθεί. Σε αυτήν την κρίση θα φανεί με πιο ξεκάθαρο τρόπο η έλλειψη έμπνευσης της ηγεσίας. Μπορεί να υπάρχουν κατά διαστήματα συμβολικές αλλαγές αλλά απουσιάζει ένα ολοκληρωμένο όραμα. Υπάρχει ένα – στην καλύτερη των περιπτώσεων – όραμα μιας «στρωτής» διαχείρισης όπως φαίνεται στην περίπτωση της νέας ηγεσίας των ΗΠΑ υπό τον Μπαράκ Ομπάμα από την οποία απουσιάζει όμως μέχρι τώρα το καταλυτικό στοιχείο της εμπνευσμένης ηγεσίας. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε – τουλάχιστον για την ώρα – ότι: Το πρόβλημα είναι ότι τόσο το έλλειμμα δημιουργικής φαντασίας όσο και η προσπάθεια εκτόνωσης της ορμής αλλαγής μέσω συμβολοποιημένων αλλαγών (όπως η ανάδειξη ενός μαύρου στην προεδρεία των ΗΠΑ) αναγκαστικά εκτονώνεται σε πρακτικές διαχείρισης εξομάλυνσης και απόσβεσης που δεν έχουν προοπτικές αλλαγής. Έχουμε εθιστεί τόσο πολύ με αυτές τις πρακτικές ώστε συγχέουμε τις πολιτικές απόσβεσης των εντάσεων και της δημιουργίας πρόσκαιρων «μαξιλαριών» με τις εμπνευσμένες πολιτικές που είναι ικανές να φέρουν πραγματικές λύσεις και αλλαγές. Αυτή η σύγχυση συνιστά μια θεμελιώδη πολιτική αυταπάτη των λαών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της ακαδημαϊκής κοινότητας για τις ιστορικές εξελίξεις. Προφανώς δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, ως κοινωνία, ούτε το καταλυτικό μέτωπο της περιβαλλοντικής διάστασης της κρίσης, ούτε τη σταδιακή κλιμάκωση των εντάσεων στο γεωπολιτικό μέτωπο αλλά και την εξαιρετική δυναμική αυτών επάνω στην ήδη διεξάγουσα οικονομική κρίση. Η υφιστάμενη μετατόπιση της οικονομικής ισχύος όχι μόνο προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί αλλά δεδομένου των γεωπολιτικών και γεωθρησκευτικών συσσωρεύσεων μίσους και αισθημάτων αδικίας αναμένονται νέες αναμετρήσεις. Απουσιάζει από το διεθνή ορίζοντα ένα συνεπές στον εαυτό του – και όχι λεκτικό – όραμα μεγαλοψυχίας που να μπορεί να σταθεί πάνω από το συλλογικό ανταγωνισμό καταγωγής και πολιτισμικής ταύτισης, υπό την έννοια των εθνών και των θρησκειών. Δεν φαίνεται να υπάρχει ένα κίνημα μεταρσίωσης που να προσπερνά τις καταβολές της σύγχρονης πυραμίδας ισχύος των κρατών και των πολιτισμών δίνοντας έμφαση στην ενότητα της ανθρωπότητας. (Χωρίς να το κάνει π.χ με στόχο να υποκαταστήσει την ισότητα των πολιτισμών και των θρησκειών). Χωρίς την ύπαρξη του θεμελίου της αναγνώρισης του γεγονότος της ενότητας της ανθρωπότητας, στην καρδιά της οποιασδήποτε ασκούμενης ισχύος, η υπόθεση του μέλλοντος έχει χαθεί. Το μέλλον διακυβεύεται από το έλλειμμα εμπνευσμένης ηγεσίας και οραματισμού και από την συνέχεια του διαχειριστικού εκκρεμούς απ’ την καλή ως την κακή διαχείριση. Δεν αρκεί πια η διαχείριση. Τελειώνει η εποχή της διαχείρισης. Ενώ έχει ήδη τελειώσει λογικά και ηθικά, ιστορικά βαίνει προς τον αργό της θάνατό της.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος βάσιμα ότι δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά καθώς τα συμφέροντα είναι πάρα πολύ ισχυρά για να γίνει μια μετωπική σύγκρουση μαζί τους. Ένα πρόσθετο αντεπιχείρημα είναι η ανωριμότητα των πολιτών να χειριστούν μια τέτοια κρίση με νηφαλιότητα χωρίς να πέσουν θύματα του φόβου της διάλυσης του κράτους, έχοντας επαρκές κριτικό πνεύμα απέναντι σε εντυπωσιακές «πληροφορίες», σε «ξεσκεπάσματα» συνομωσιών κάθε είδους και σε προβοκάτσιες. Πρόσθετο επιχείρημα αποτελεί το γεγονός ότι το μεγάλο πλήθος των πολιτών είναι ενσωματωμένο στο σύστημα άσχετα από το ότι αρκετοί από αυτούς αντιδρούν σε κάποιες επιμέρους πτυχές του, ενώ την ίδια ώρα είναι προσκολλημένοι στο υπόλοιπο σύνολο λειτουργίας του συστήματος. Μπορούμε να πούμε: «ας περιμένουμε»! Πράγματι ας περιμένουμε, αλλά μπορεί να ελπίζει κανείς ότι είναι πιθανό η ομάδα των ισχυρών παραγόντων κάθε είδους εξουσίας να ξεμάθει από τον εθισμό στην κατάχρηση της δύναμης και ξαφνικά να αρχίσει να την χρησιμοποιεί για χάρη του καλού και να γίνει ο υπηρετών και όχι υπηρετούμενος; Αυτό θα ήταν μια ιστορική και ανθρωπολογική έκπληξη. Έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες ιστορικές εκπλήξεις; Ελάχιστες υπήρχαν στην ιστορία. Σε τελική ανάλυση, η επιδεινούμενη διεθνή κρίση θα αναδείξει το πραγματικό ήθος των ηγεσιών και παρόλο που η πραγματική διάσταση της κρίσης δεν ακόμη έχει προβάλλει είναι ήδη φανερό ότι υπάρχει μια κυλιόμενη νομενκλατούρα – τόσο επικοινωνιακή όσο και πολιτική – μια «ανανεωμένη λίστα των ελίτ» που έχουν σταθερή πρόσβαση στην εξουσία. Οι συμβολικές προσωποποιημένες αλλαγές δεν αφήνουν περιθώρια πραγματικής καινοτομίας και πραγματικού οράματος. Λειτουργώντας τόσο καιρό το σύστημα με αυτόν τον τρόπο αναπόφευκτα θα κάνει την επερχόμενη κρίση ακόμη πιο βαθειά όπως και το τέλος της διαχείρισης πιο οδυνηρό για όλους. Δυστυχώς δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να υπάρχει εκείνο το υποκείμενο που να μπορεί με τη στάση του επικαλεστεί και να διαμορφώσει έναν βιώσιμο διάδοχο ιστορικό ορίζοντα στον βαθμό που αυτός θα μπορέσει να υπάρξει μετά από μια τέτοια κρίση. «Σήμερα οι οπισθοδρομικές πολιτικές εξακολουθούν να κυριαρχούν. Σε τελική ανάλυση αυτό δεν είναι κακό. Αυξάνει την επιτακτικότητα της ανάγκης για οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις στα πιο εξελιγμένα τμήματα του πληθυσμού. … Θα περιμένει η ανθρωπότητα για μια φυσική ή ανθρώπινη καταστροφή που θα εξοντώσει εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια άτομα για να βρει τη θέληση για αλλαγή; Τότε μπορεί να είναι πολύ αργά. Πρέπει-και μπορούμε ακόμη-να κινηθούμε προς μια έγκαιρη μεταστροφή αξιών, οραματισμού και συμπεριφορών. … Εξέλιξη σε έναν βιώσιμο πολιτισμό ή ο κατήφορος της κρίσης, του χάους και της πιθανής εξαφάνισης: αυτό, όπως θα έλεγε τώρα ο Άμλετ, είναι το ερώτημα.» [4] |
|
Γιάννης Ζήσης, Δημοσιογράφος – Συγγραφέας Ημερομηνία δημοσίευσης: 17 Φεβρουαρίου 2010 |