ΥΠΕΡΑΝΩ ΟΛΩΝ Ή ΠΟΣΟ ΑΘΩΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ (του Γιάννη Ζήση)
Ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (1762- 1814), μαθητής του Κάντ, αναμφίβολα ήταν ένας σοβαρός φιλόσοφος, για τον οποίο θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ένας από τους πρώτους – μπορεί και ο πρώτος – που άνοιξε τον δρόμο της φιλοσοφίας προς την ψυχανάλυση εισάγοντας τον δυισμό του «εγώ και του μη εγώ», του εαυτού και του μη εαυτού. Υπό αυτή την έννοια υπήρξε ο προπομπός του Σίγκμουντ Φρόιντ και του Άλφρεντ Άντλερ. Ο Φίχτε πέραν των άλλων ήταν ένας τίμιος στοχαστής. Προσλαμβάνοντας τα ιστορικά ερεθίσματα της εποχής του[1], προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεμελιώδη μεγάλη ιδέα για το Γερμανικό Έθνος[2], απέναντι στη στρατηγική ή στρατιωτική διαπερατότητα του Γερμανικού χώρου από τους Ναπολεόντειους ή τους άλλους στρατούς και το πράγματι πολύπαθο των Γερμανικών εδαφών. |
Εισήγαγε όμως – είτε από προσαρμογή είτε από πίστη – την ιδέα της υπεροχής ως το αναγκαίο συστατικό του προτεινόμενου από αυτόν οραματικού ρόλου του έθνους του που θα βασιζόταν σε μια διαδικασία ενοποίησης. Αυτό συνέβη παρότι ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε αλλά και πολλοί άλλοι ασκούσαν κριτική στην συλλογικότητα των Γερμανών ως προς την πνευματικότητά τους[3] – παρά το γεγονός ότι είχαν υπάρξει μεγάλες φυσιογνωμίες γερμανικής καταγωγής στον κόσμο του πολιτισμού. Η ανάπτυξη της ιδέας της υπεροχής και της αρχής του «υπεράνω όλων η Γερμανία» που δρομολογήθηκε έκτοτε είναι μια ιστορία την οποία πλήρωσε ακριβά τόσο η Γερμανία όσο και η ανθρωπότητα. Ο Φίχτε, θα ‘λεγε κανείς, ότι είναι ένας από τους πρώτους που συνέλαβαν την ιδέα της αμιγούς εθνοτικής υπεροχής[4] και αυτό προφανώς συνέβη μέσα στο πλαίσιο της αντίδρασης στη γεωπολιτική απαξίωση των Γερμανικών κρατιδίων, το «κλοτσοσκούφι» της Κεντρικής Ευρώπης. Μα θα μπορούσε να πει κανείς: — «Είναι η πρώτη φορά που άρχισε να γίνεται κάτι τέτοιο;» Σαφώς όχι και εδώ μπορούν να αναζητηθούν οι πρωταρχικές ευθύνες, οι οποίες ακολούθησαν κυρίως μια θρησκευτική διαδρομή. Η πίστη, βασιζόταν σε μια πεποίθηση υπεροχής πνευματικής. Μετά την εμφάνιση της δοξασίας της αντιπροσώπευσης είτε αυτή ηγεμονικοποιείτο – παρά το γεγονός ότι ο Χριστός σαφέστατα έκανε αντιδιαστολή μεταξύ Θεού και Καίσαρα – είτε πυροδότησε τον μεγαλοϊδεατισμό των λαών και την επακόλουθη σύγκρουση συμφερόντων. Η αφετηρία του ψυχισμού «εμείς είμαστε υπεράνω όλων» Το «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» του Αποστόλου Παύλου ενσωματώνει μια βασική καινοτομία του Χριστιανισμού, οποίος στάθηκε ανοικτός σε όλους, χωρίς περιορισμούς εθνότητας, φυλής, κοινωνικής τάξης, φύλου κλπ. Τόσο το άνοιγμα αυτό όσο και η εισαγωγή της αξίας της υπηρεσίας ως υπέρτερη αρχή αυτής της εξουσίας, αποτέλεσαν βήματα απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από τη γοητεία του ελιτισμού. Αυτήν τη συγκεκριμένη υπέρβαση δεν τη συναντάμε στις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Ο Χριστιανισμός ενδιαφέρθηκε για το γένος μόνο στο βαθμό που ήθελε να επιβεβαιώσει τις Παλαιοδιαθηκές αναφορές στον Μεσσία. Ο Μουσουλμανισμός ενώ από τη μία κάνει υπέρβαση του ψυχισμού της εθνογενετικής συνοχής από την άλλη υιοθετεί μια θεμελιώδη ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Έτσι, διατήρησε έναν μη δημοκρατικό προσανατολισμό και τον ελιτισμό του φύλου. Οι πόλεμοι – υπό την προσχηματικότητα μιας ηθικής υπεροχής – εντατικοποιήθηκαν από τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Εδω πρέπει να εξαιρέσουμε τόσο τον Βουδισμό ως θρησκεία που δεν έχει τόσο κατηγορηματικά ούτε μονοθεϊστικά ούτε πολυθεϊστικά προσδιοριστικά σημεία αλλά και τις υπόλοιπες Ανατολικές θρησκείες όπως τον Ινδουισμό και το Σιντοϊσμό με δεδομένο τον πολυθεϊστικό χαρακτήρα τους. Οι παλαιότερες θρησκείες ήταν θρησκείες προσαρμογής ενός ψυχολογικού και υπερβαντολογικού συμβολαίου μεταξύ ανθρώπου και φύσης όπως ο Σαμανισμός. Ο ψυχισμός «εμείς υπεράνω όλων» λοιπόν δεν μπορούσε να πυροδοτηθεί άμεσα μέσα από τις αρχαιότερες και πολυθειστικές θρησκείες ούτε γενικότερα από τις θρησκείες της Ασίας. Η ρήξη της πλουραλιστικής θρησκευτικότητας ήρθε με τον Ιουδαϊσμό και συνεχίστηκε σε ένα πιο περιορισμένο βαθμό από τον Μουσουλμανισμό (ο οποίος είναι απελευθερωμένος από την προσκόλληση στην εθνοτικότητα ως μορφής πρωτεύουσας αξίας έναντι όλων των άλλων) και λιγότερο ακόμη με τον Χριστιανισμό. Ωστόσο πλέον η «γοητεία της αίσθηση υπεροχής» αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο της θρησκευτικότητας και θεσμοποιείται από την αντίληψη της υπεροχής του ενός Θεού. Δεν συναντάμε τη γοητεία της αίσθησης υπεροχής μόνο στο πολιτικό, συμβολικό και οικονομικό πεδίο αλλά και υπερβατικοποιημένη πλέον τη συναντάμε και στο εθνοτικό και συστηματοποιημένο θρησκευτικό πεδίο, στο οποίο από τη μία προβάλουν νέες διαστάσεις πλάνης στο φαινόμενο της εξουσίας και από την άλλη ένα ιδεολογικό επίχρισμα στα συμφέροντα.
Το αίτημα της απελευθέρωσης από τη χωριστικότητα Πράγματι μπορούμε να αναζητήσουμε έναν τρόπο να απελευθερωθούμε από την κολακεία της χωριστικότητας, απ’ αυτή την επινόηση της κολακείας του εαυτού μας ως τρόπου προσέγγισης της θρησκευτικής εμπειρίας, που αντί να μας μεταμορφώνει σε υπηρέτες των πραγματικών αναγκών των άλλων (όπως μας υπέδειξε το παράδειγμα του Χριστού) μας μεταλλάσει σε εξουσιαστές τους. Αντίστοιχη είναι η πρόκληση απελευθέρωσής μας από τον ψυχισμό της εθνοτικής χωριστικότητας, καθώς όπου αυτός υπάρχει μας υποβιβάζει σε ανταγωνιστές των άλλων στερώντας μας την οξυδερκή αντίληψη της πραγματικής ανάγκης και την με επιδεξιότητα στην πράξη κάλυψή της, μέσα σε ένα πνεύμα καλής θέλησης και ορθών ανθρώπινων σχέσεων. Μπορούμε να δώσουμε ένα νέο βάθος και να ζήσουμε με περισσότερη νοημοσύνη την αξία της συντροφικότητας, της ισότητας και τη δυναμική της θέλησης για το καλό διαμέσου των θρησκειών. Ήδη έχουμε κάνει ένα βήμα απελευθέρωσης αναλογιζόμενοι την οδύνη των θρησκευτικών συγκρούσεων της πρόσφατης ιστορίας, (Σταυροφορίες, πόλεμοι της Μεταρρύθμισης, Οθωμανικές κατακτήσεις κλπ) Δεν έχουμε ακόμη θεωρήσει ως πρωτεύουσα αρχή την συναδέλφωση και την αδελφότητα υπεράνω των δογματικών ερμηνειών των μονοθειστικών θρησκειών παρά το γεγονός ότι η βίβλος πρεσβεύει την κοινή καταγωγή και φύση των ανθρώπων. Πάντως φαίνεται ότι ίσως το πιο κρίσιμο σημείο βρίσκεται στη σχέση της θρησκείας με την ισότητα. Αυτή η σχέση πρέπει να «ολοκληρωθεί αιτιατά» με νοήμονα προσέγγιση και αμοιβαιότητα τόσο για τα άτομα όσο και για τους θρησκευόμενους πληθυσμούς. Θα μπορούσαμε επίσης να εξετάσουμε το πώς λειτουργεί ο χρόνος εξελικτικά α.στο να αποκαταστήσει την ισότητα β.καταγωγικά στο ένθεο του ανθρώπου γ.τελολογικά στην εντελέχεια δ.εσχατολογικά και πάλι στη θεία ανάδυση, στην ανάσταση του ανθρώπινου πνεύματος. Για το ζήτημα της αναγνώρισης της σημασίας της ισότητας πρέπει να συνεργαστούμε πολύ στενά γιατί διαφορετικά δεν θα πετύχουμε ούτε τις ορθές προσεγγίσεις στην ελευθερία ούτε την πραγματική προσέγγιση στην αδελφοσύνη, την αδελφότητα. Η ισότητα αποτελεί το πεδίο στο οποίο πρέπει να συνεργήσουν η θρησκεία με την πολιτική και να ολοκληρώσουν από κοινού τη δυναμική τους πάνω στο πεδίο της οικονομίας αποκαθιστώντας την ισότητα όχι ως μια μορφή ισοπέδωσης αλλά ως μια γόνιμη διακύμανση μικρού εύρους αλλά μεγάλης ουσιαστικής πνευματικής ελευθερίας και συντροφικότητας. «η μάχη ήτανε απ’ την αρχή χαμένη, |
Αναφορές: |
Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας 13 Φεβρουαρίου 2010 |