1

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ (ΜΕΡΟΣ Β’) (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Σκέψεις πάνω στις εξεγέρσεις που δεν έγιναν.    

        Αν πιστέψουμε τα χρηματιστήρια, η κρίση περίπου τελείωσε και συνεπώς οι αντιδράσεις των κοινωνιών θα μπουν ξανά σε ύφεση
     Όμως τα χρηματιστήρια δεν είναι ο μόνος δείκτης για την πορεία των πραγμάτων και γι’ αυτό κι εμείς στη λογική μιας κατανόησης της σχέσης του φαινομένου της κρίσης με το φαινόμενο μιας εξέγερσης συνεχίζουμε τον προβληματισμό μας. 

     Επιπρόσθετα, παράλληλα με την ομαλοποίηση των χρηματιστηρίων, στις ΗΠΑ διεξάγεται μία σοβαρή συζήτηση για την πιθανότητα εξεγέρσεων ή εμφυλίου στην Αμερική και αλλού λόγω της οικονομικής κρίσης μεταξύ έγκυρων συζητητών όπως είναι ο Ζ. Μπρεζίνσκι και ο Ι. Βαλλερστάϊν.
 
      O προβληματισμός των έγκυρων αναλυτών, παρότι είχε διαμορφωθεί τον Φεβρουάριο του 2009 πριν από την εαρινή άνοδο των χρηματιστηρίων που ξεκίνησε στις 9/3/2009, είναι ουσιαστικά διαχρονικός καθώς τα δεδομένα που θίγονται από αυτούς δεν επηρεάζονται τόσο άμεσα και καθοριστικά από τις χρηματιστηριακές εξελίξεις.

         Από το πρώτο μας άρθρο που γράφτηκε με αφετηρία τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008 στην Αθήνα μέχρι τώρα έχουν διαμορφωθεί οριστικότερες τάσεις στις κοινωνίες, όπως και στην ελληνική, τόσο στη μικρή κλίμακα των συμβάντων όπως οι θάνατοι, οι τραυματισμοί  και τα περιστατικά βίας, όσο και στη μεγάλη κλίμακα που διαμορφώνει την εξέλιξη της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. 
         Στο πλαίσιο των γεγονότων μικρής κλίμακας υπήρξαν δυστυχώς θάνατοι και τραυματισμοί εργαζομένων, αστυνομικών και μαθητών που αναδεικνύουν, παρά τη διαφορετική τους αιτιολογία, την προβληματικότητα της κατάστασης.

          Αυτά τα περιστατικά πολώνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα, όχι μόνο στην κατεύθυνση της εγκληματικής βίας αλλά και στην κατεύθυνση της θεσμικής σκλήρυνσης. Αριθμητικά τα περιστατικά είναι λίγα, όμως εξαιτίας των γεγονότων του Δεκεμβρίου επηρεάζουν καθοριστικά το γενικότερο κλίμα άσχετα από τη μεταξύ τους διαφοροποίηση, καθώς μερικά από αυτά αποτελούσαν περιστατικά του κοινού ποινικού δικαίου. 

          Η ασάφεια του κλίματος ανασφάλειας περιορίζει την νηφαλιότητα στην αξιολόγηση των συμβαντων και αυτή παίρνει έναν πολιτικό χαρακτήρα ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει τέτοιος. Ένας παράγοντας πάντως που υποτιμάται τόσο στο πλαίσιο της ανασφάλειας όσο και στο πλαίσιο της οξύτητας και της πόλωσης από όλες τις πλευρές είναι ο ανθρώπινος χαρακτήρας που παίζει πάντοτε ρόλο, ακόμη και όταν τα γεγονότα καθορίζονται θεσμικά ή συλλογικά. Με βάση αυτό το σκεπτικό δεν θα έπρεπε τα συμπεράσματα, καθώς αυτά βαρύνουν στις θεσμικές εξελίξεις, να είναι από την άποψη οποιασδήποτε πλευράς γενικευμένα βασιζόμενα είτε στο ότι κάποιος αστυνομικός λειτουργεί παραβατικά είτε στο ότι τα όργανα ασφαλείας μπορεί να νοιώθουν φυσιολογικό ανθρώπινο φόβο και υπηρεσιακό κίνδυνο. 
         Σε ρόλο θύματος και θύτη υπήρξαν και υπάρχουν και πολίτες και όργανα του νόμου. Το ζήτημά μας είναι ο περιορισμός της πιθανότητας θυμάτων και συνεπώς και θυτών και από τις δύο πλευρές. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι φυσιολογικοί μέσοι άνθρωποι καιΜ πολλοί εκ των υπηρετούντων στον νόμο και την ασφάλεια όπως σε κάθε άλλη περίπτωση.

         Για αυτό λοιπόν πρέπει να προχωρήσουμε πιο βαθιά και διαρθρωτικά τόσο τα ζητήματα που αφορούν τα περιστατικά καταλυτικής βίας όσο και το πλαίσιο των κοινωνικών κρίσεων και εξεγέρσεων όπως ήταν η εξέγερση στην Ελλάδα το 2008. 
         Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα άτομα τα εμπλεκόμενα σε συλλογικές ή μαζικές αντιδράσεις δεν έχουν όλα το ίδιο κίνητρο και τον ίδιο στόχο ούτε όλοι οι στόχοι έχουν την ίδια βαρύτητα. Π.χ. ο εμπρησμός ενός καταστήματος είναι ολωσδιόλου διαφορετικός από την παρακώλυση της συγκοινωνίας στην διάρκεια μιας διαδήλωσης και θα πρέπει να διαφοροποιούνται (όπως και γίνεται στην πράξη) μεταξύ τους, επειδή διαφοροποιείται εξαιρετικά και το ποσοστό της ηθικής και κοινωνικής διακινδύνευσης που προκαλούν. 
          Ο διαχωρισμός πρέπει να είναι ηθικός, λογικός και θεσμικός, αλλοιώς θα υπάρξει κατάχρηση στην κρίση και τη δράση. Βέβαια είναι εύκολο να μιλάει κανείς για τέτοιο διαχωρισμό, αλλά στην εφαρμογή αυτός είναι δυσχερής. Όμως ο δρόμος για την δημοκρατία και το ήθος της κοινωνίας δεν είναι εύκολος και η ευκολία δεν μπορεί να αποτελέσει γνώμονά μας.

          Παρότι δεν φαίνεται να υπάρχει ένας ιμάντας μεταβίβασης της βίας από τις μεγάλης κλίμακας κρίσεις, μπορεί να πει κανείς ότι η ατμόσφαιρά τους μεταφέρεται εστιακά και συγκυριακά στις μικρές κλίμακες. 

         Δύο βασικές κρίσεις μεγάλης κλίμακας είναι αυτές που τροφοδοτούν και κατασταλάζουν κρίση και βία στη μικρή κλίμακα: 
η πρώτη, όπως είχαμε επισημάνει στο πρώτο άρθρο, είναι η αναντιστοιχία και ασυμμετρία θεσμών και πολιτισμού μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας
-η δεύτερη εξίσου σημαντική αναντιστοιχία και ασυμμετρία είναι μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας. Σε αυτή την κατεύθυνση π.χ. η Ευρώπη πρέπει να υιοθετήσει ολοκληρωμένα και με συνέπεια την πρόταση του Γκ. Σρέντερ για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Σ
       το πλαίσιο αυτό θα συνεχίσουμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου την ανάλυσή μας για να ολοκληρώσουμε σε ό,τι αφορά μια κάπως ολοκληρωμένη κατανόηση και αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης και εξέγερσης σε συνάρτηση με την πορεία της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών εξελίξεων.

         Όλα τα ζητήματα πρέπει τελικά να αντιμετωπίζονται υπό την προοπτική ότι όλη η κοινωνία είναι ενιαία και όλα αυτά αποτελούν ανθρώπινες καταστάσεις από τις οποίες δεν εξαιρείται σχεδόν κανείς. Η χρήση των εικόνων του «εχθρού» ως κλισέ και η μηδενιστική άρνηση του άλλου δεν προοιωνίζει κάτι καλό και δεν διευκολύνει την κοινωνία να λύσει τα προβλήματά της. Αυτό θα λέγαμε είναι και μία από τις θεμελιώδεις αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων και του διαιωνιστικού φαύλου κύκλου τους.

Από την αρχή λοιπόν της οικονομικής κρίσης φαίνεται ότι οι πρώτοι μήνες χαρακτηρίστηκαν από σποραδικές κοινωνικές εξεγέρσεις στο πλαίσιο ενός συνδυασμού εποχικής συγκυρίας, σοκ και κοινωνικής σύγκρουσης. Οι μήνες αυτοί ακολουθήθηκαν από μία σχετική κοινωνική ομαλοποίηση μέσα από τη μείωση του οικονομικού φόβου όπως και μέσα από την εξοικείωση με την κρίση. Οι εξελίξεις όμως σε μακροχρόνια βάση δεν διαμορφώνονται ούτε από τις συγκυριακές εξεγέρσεις και συγκρούσεις όπως αυτές των πρώτων μηνών ούτε επίσης από αυτή την προσαρμοστική ομαλοποίηση των κοινωνιών στις συνθήκες.

          Πολλά θα εξαρτηθούν από το χρόνο διάρκειας της κρίσης, από την εμβάθυνσή της, από τη διαρθρωτική της διεύρυνση και τον συνδυασμό της με άλλες όψεις μιας γενικότερης κρίσης στο πλαίσιο της οποίας συντρέχουν χρονικά εν εξελίξει άλλες κρίσεις όπως η περιβαλλοντική κρίση  της οποίας όμως τα αποτελέσματα δεν είναι ακόμη επωδύνως εμφανή. 
          Μπορεί δηλαδή να έχουμε μία αλυσίδα κρίσεων διαφορετικής ή όμοιας προέλευσης που να διαδέχονται η μία την άλλη ή και σε κάποιο χρονικό διάστημα να αλληλοεπικαλύπτονται, οι οποίες όμως να δημιουργούν ένα σύνολο μιας ενιαίας πολύπλοκης κρίσης. Και πάνω από όλα τα αποτελέσματα θα συναρτηθούν από την επιρροή της σε συνάρτηση με όλους τους προηγούμενους παράγοντες στη διαμόρφωση των κοινωνιών ως πολιτικών υποκειμένων και ως εκφραστών πολιτικής βούλησης. 
        Η πολιτική βούληση εκφράζεται και διαμορφώνεται σε μακροχρόνια βάση μέσα από κοινοβουλευτικές και παράλληλα βαθύτερα πολιτισμικές διαδικασίες. Από την ασυμφωνία των άμεσων κοινοβουλευτικών εξελίξεων με τις πολιτισμικές και ιδεολογικοπολιτικές διεργασίες θα κριθεί το αν αυτές οι εξελίξεις θα διαμορφωθούν ως εξεγέρσεις και νέες κρίσεις ή αν θα μπουν στην τροχιά μιας μεταρρυθμιστικής ομαλοποίησης. 
          Γίνεται βέβαια πάντοτε μία προσπάθεια ανάγνωσης των κοινωνικών τάσεων, όμως αυτή συνήθως στοχεύει στην αποφυγή ορισμένων γεγονότων και στην παγίωση άλλων και υπάρχει πιθανότητα μέσα από μια προκατειλημμένη άποψη να διαφύγουν της αντίληψης οι βαθύτερες διεργασίες και ανάγκες.

        Ένας βασικός παράγοντας ο οποίος δεν έχει ακριβώς συστημικό χαρακτήρα βρίσκεται στην εκρηκτικότητα του πολιτικού μηδενισμού μέσα από μοιραίες συγκυρίες πολιτικών γεγονότων. Ο παράγοντας αυτός δεν πρέπει να υποτιμάται. 
         Ταυτόχρονα όμως η κατανόηση αυτού του παράγοντα αναδεικνύει και την ιδεολογική κενότητα της τυφλής βίας ως έκρηξης του ριζοσπαστικού πολιτικού μηδενισμού. Είναι σαφές ότι πολλοί από αυτούς που συμμετέχουν σε πράξεις βίας έχουν μία διαταξική κοινωνική προέλευση και δεν μπορούν να αντιληφθούν συστημικά την πολιτική διεργασία. Λειτουργούν με μηδενιστική επίκριση και ριζοσπαστική απολυτοποίηση, ουτοπιστική, από μια ανυπομονησία περισσότερο (που έχει ίσως απρόσμενο βάθος στην ανθρώπινη ψυχολογία λόγω του φόβου του θανάτου) παρά από μια σαφή και σε βάθος κατανόηση των κοινωνικών αδικιών. Αποτελούν το alter ego της κοινωνίας του θεάματοςκαι της κατανάλωσης. Θεωρούν την καταστροφική βία ως πολιτικά απελευθερωτική πράξη και αδιαφορούν για τη συστημική βάση των εννοιών, των αξιών και των νοημάτων. Αναζητούν άλλοθι στη συγκυρία. Τέτοια άλλοθι εύκολα βρίσκονται, ωστόσο η κατάσταση των κοινωνιών είναι ο κύριος παράγοντας πολιτικής μόχλευσης και όχι τα πρωτογενή και δευτερογενή περιστατικά βίας. 
          Οι κοινωνίες επηρεάζονται αρκετά δύσκολα και αυτό συμβαίνει υπό δύο τρόπους: 
α)κάτω από μακροχρόνιες αλλαγές και 
β)κάτω από ταχείες αλλαγές όπου συντρέχουν δραματικές συγκυρίες
.

          Συνήθως οι πολιτικές ηγεσίες και όσοι εστιάζουν στα ζητήματα ασφάλειας αδυνατούν να διαβλέψουν τις μακροχρόνιες αλλαγές και όπως είναι φυσικό αιφνιδιάζονται από δραματικές συγκυρίες. 
          Υπό το καθεστώς του άγχους ελέγχου των κοινωνικών εξελίξεων εντείνουν προληπτικά μέτρα, τα οποία όμως λειτουργούν ως άλλοθι για την εκρηκτικότητα του πολιτικού μηδενισμού και ιδεολογικοποιούν την ουτοπιστική επίκριση και την άρνηση των αξιών και των δυνατοτήτων της κοινωνικής ομαλότητας. Χρειάζεται λοιπόν βαθιά σοφία και καλή θέληση ώστε να ξεφύγουμε από στείρες πολιτικές ασφάλειας όπως επίσης και από περιστατικά καταστροφικής βίας.

         Το πρόβλημα της κοινωνικής εξέγερσης και ανωμαλίας απασχολεί έντονα την ΕΕ (και όχι μόνον) και όχι άδικα. Η φύση των κοινωνικών εξεγέρσεων θα πρέπει μάλλον να αναλυθεί περισσότερο και να μην παραμείνει μόνο σε ένα επίπεδο στρατηγικής εκτίμησης που ως πιο επιφανειακό έρχεται πρώτο χρονικά στη διαδικασία ανάλυσης, γιατί σε αυτό χάνεται ο ανθρώπινος ψυχολογικός παράγοντας και επομένως και ένα μέρος της αλήθειας.  
         Μπορεί πολλοί να λένε ότι η ψυχολογία δεν τους ενδιαφέρει, όμως ο άνθρωπος είναι κατά βάση ψυχολογικό όν και η ψυχολογία του δεν είναι εναρμονισμένη και ενιαία είτε αυτός είναι απλός πολίτης είτε είναι κυβερνητικός ή κρατικός παράγοντας και επομένως η θέση δεν εγγυάται το αλάθητο, αν και όλες οι θέσεις το διεκδικούν βλέποντας από τη δική τους οπτική γωνία.

         Κάθε γεγονός συσσωρεύει μέσα του μία ολιστικότητα «κρίσης», υπό την έννοια ότι κάθε γεγονός αποτελεί αποτέλεσμα μιας επιλογής (έστω και αν αυτή η επιλογή είναι η μη-επιλογή) ως αποτέλεσμα της σχέσης αυτού που επιλέγει με τον εαυτό του και το περιβάλλον. Η ολιστικότητα όμως αυτή είναι δυσεξιχνίαστη και εκεί που αποτυγχάνει παταγωδώς είναι στην ανίχνευση των αιτίων στα προσωπικά κίνητρα και εντάσεις οποιασδήποτε πλευράς εμπλεκομένων στην κρίση. Δεν υπάρχει ακόμη επαρκής αυτογνωσία στον άνθρωπο ώστε να μπορεί να δει καθαρά μέσα από τα γεγονότα και ανεξάρτητα από αυτά. Και αυτό ισχύει ακόμη και για εκείνους που αντιλαμβάνονται αυτή την ανικανότητα στον εαυτό τους και στους άλλους, επειδή η ικανότητα διείσδυσης και αντίληψης αυτού που είναι κρυμμένο απαιτεί ακόμη κάτι παραπάνω. 
        Όμως παρά τη δυσχέρεια αυτή θα πρέπει να επιχειρεί κανείς συνεχώς να καταλαβαίνει τουλάχιστον αυτά που είναι σχεδόν ορατά, αλλά που δεν μπορεί να αποδεχθεί λόγω συνήθειας στη διαφοροποίηση.

 

       Είναι κοινά αποδεκτό ότι υπάρχει μία κοινωνική βία (και μέσα σε αυτήν θα πρέπει να υπαχθεί και η βία κρατικών οργάνων, γιατί και αυτά αποτελούν μέρος της κοινωνίας). Όμως δεν έχουν ακόμη διαλευκανθεί επαρκώς τα αίτιά της, επειδή οι αναλύσεις παραμένουν σε ένα επίπεδο στρατηγικό και βασισμένο επομένως σε μία επιφανειακότητα κατάλληλη για διαχείριση προς ορισμένη κατεύθυνση αλλά ακατάλληλη για μία εξημέρωση της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτή η «εξημέρωση» του ανθρώπου και της κοινωνίας του είναι αναγκαία για τη θεμελίωση μίας μελλοντικής κοινωνίας όπου ο φόβος, η αποξένωση και η τάση για εξουσία δεν θα έχουν θέση.

          Δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό. Η ταξική αντίληψη της εξουσίας από τη μεριά των κυβερνήσεων και των οργάνων ασφάλειας όπως και από τη μεριά του πολιτικού περιθωρίου δεν αποκαλύπτουν το γεγονός του διαταξικού ανθρώπινου χαρακτήρα. Ο βαθύτερος πυρήνας της βιαιότητας του ανθρώπου τόσο από την πλευρά της εξουσίας όσο και από την πλευρά της εξέγερσης κρύβεται στην ανθρώπινη φύση. 
         Είναι σίγουρο πια πως και οι ριζοσπαστικές ουτοπίες απολήγουν σε καταστροφικούς ολοκληρωτισμούς όπως π.χ. έδειξε η ιστορία των ερυθρών χμερ στην Καμπότζη. Αντίστοιχα επίσης είναι σίγουρο πως είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση που εκφράζεται παθολογικά μέσα από την έπαρση των γκόλντεν μπόις όπως και μέσα από τον ηθικό κίνδυνο της ευημερίας των κοινωνιών. Στην πορεία για την καταστροφή του περιβάλλοντος συνεργούμε όλοι και διαταξικά, όπως επίσης στην ανάδειξη των νέων ολοκληρωτισμών ή των παλαιότερων υπήρχαν διαταξικά χαρακτηριστικά. Πρέπει να γίνει πια κατανοητό ότι δεν είναι ζητούμενό μας να ανατρέψουμε το ταξικό κοινωνικό σύστημα (που εξάλλου βασίζεται στην ενδόμυχη τάση του ανθρώπου για υπεροχή), αλλά να οδηγηθούμε σε μία ανθρωπολογική εξέλιξη που από μόνη της θα λειτουργήσει σαν παράγοντας συστημικής αλλαγής. Οι ταξικές θεωρίες έχουν θεωρητικά και ιστορικά χρεωκοπήσει. Το μόνο που μας μένει από αυτές είναι το αίτημα για μια ουσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη, για μερισμό και κοινωνική απελευθέρωση. 
         Η ταξική και η αναρχική βία επίσης έχει χρεωκοπήσει στο πλαίσιο αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, ακόμη και εκεί που προσωρινά επιβλήθηκε. Και αυτό γιατί αγνοήθηκε ο ανθρώπινος παράγοντας ως κέντρο των εξελίξεων και η ανθρώπινη συνείδηση σαν το πρωτογενές πεδίο απελευθέρωσης και κοινωνικής εναρμόνισης του ανθρώπου. Χρειαζόμαστε λοιπόν βαθιά νηφαλιότητα την οποία όμως δεν θα τη βρούμε στις εφηβικές ή στις ριζοσπαστικές ουτοπίες, όπως επίσης ούτε στις ολοκληρωτικές εξουσίες που με πρόσχημα την ασφάλεια και όργανο το φόβο συνεργούν στην κοινωνική κόλαση. Ούτε η εξουσία ούτε η εξέγερση λύνουν το πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου και της ανθρωπότητας. 
         Ο γόρδιος δεσμός της βίας κόβεται βαθιά μέσα στην αυτογνωσία της ανθρώπινης φύσης και στη στοχαστική ενάργεια «που κάνει τα ιδιοτελή συμφέροντα που κινούν την καθημερινή ζωή ανθρώπων και λαών να σιγάσουν». Μέσα από αυτήν την νηφαλιότητα θα επιτευχθεί η εξημέρωση στην οποία προαναφερθήκαμε.

         Αυτά όμως τα τρία προαπαιτούμενα για την εξημέρωση απαιτούν μία κάποια σε πρώτο επίπεδο ανάλυση για να μπορεί κανείς να κατανοήσει, έστω σε κάποιο βαθμό, το βάθος τους στην ανθρώπινη συνείδηση και να μην ικανοποιείται μόνον με την επίρριψή τους στα εξωτερικά γεγονότα της ζωής, τα οποία συχνά αποτελούν την αναπόφευκτη αφορμή και επιφαινόμενο αλλά όχι το αρχικό αίτιο. Το αρχικό αίτιο δύσκολα κατανοείται και δύσκολα γίνεται αποδεκτό, γιατί φέρνει στην επιφάνεια και την ευθύνη και συμμετοχή του ίδιου του ανθρώπου σε οποιαδήποτε κατάσταση κρίσης. 


20 Μαΐου 2009

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ