1

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ (του Γιάννη Ζήση)

«Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, αλλά είναι παντού αλυσοδεμένος. Μερικοί θεωρούν τον εαυτό τους αφέντη άλλων, όμως είναι πιο σκλάβοι και απ’ τους σκλάβους»                                                    
                                                                      ΖΑΝ – ΖΑΚ ΡΟΥΣΣΟ

         Με δεδομένη την πρόσφατη άνοδο των χρηματιστηρίων αλλά και την πιθανότητα αυτή η άνοδος να διαρκέσει αρκετά, θα ήταν σκόπιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας στο επόμενο σημείο οικονομικής καμπής, αναλύοντας τα ήδη υφιστάμενα αίτια που την δρομολογούν, για το οποίο ήδη γίνονται εκτιμήσεις.[1]

          Το πρώτο σημείο γύρω από την τελευταία χρηματιστηριακή άνοδο συνδέεται προφανώς με το γεγονός ότι μεγάλες ποσότητες χρήματος προερχόμενες από τα σχέδια διάσωσης, αντί να κατευθυνθούν στην πραγματική οικονομία, πιθανότατα διοχετεύονται στις χρηματιστηριακές αγορές. Σ’ αυτή την περίπτωση, αφενός μεν έχουμε ένα πραγματικό έλλειμμα στην πραγματική οικονομία και μια απόκλιση από τα σχέδια διάσωσης και την λογική πάνω στην οποία εκπονήθηκαν, αφετέρου έχουμε μια προσπάθεια ανασύνταξης και ανάκτησης της περιουσιακής βάσης των επιχειρήσεων στην χρηματιστηριακή μορφή της, στο προ της κρίσης ύψος της. 

         Ταυτόχρονα υπάρχει μια συσκότιση, μια νέα περίοδος απόκρυψης των δεδομένων εκείνων που επιτρέπουν την διαφανή συσχέτιση μεταξύ πραγματικής και εικονικής οικονομίας, γύρω από τις αξίες και την οικονομική δυναμική τους. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η συσκότιση των σχέσεων της πραγματικής οικονομίας με την χρηματιστηριακή, κάποια στιγμή θα δημιουργήσει μια νέα κρίση, με δεδομένο μάλιστα ότι τα ποσά αυτά απουσιάζουν από τα σχέδια διάσωσης. Η ερχόμενη κατασταλλάζουσα κρίση θα εστιαστεί  κυρίως στην προσπάθεια πολλών χρηματιστηριακών επενδυτών να επιδιώξουν τη ρευστοποίηση των μετοχικών τους πακέτων, ώστε να τους επιτρέψει να λειτουργήσουν στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας. 

          Είναι προφανές ότι η επιλογή αυτή που έγινε, σε χρηματιστηριακή επένδυση και εκ μέρους των σχεδίων διάσωσης, ήταν περίπου αναπόφευκτη, με δεδομένη την φύση του συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η διαδικασία ξεκίνησε από τις τράπεζες που ήταν και οι κύριοι αποδέκτες των σχεδίων διάσωσης, επενδύοντας πρωταρχικά στην διάσωση της περιουσίας τους μέσα από ένα πεδίο που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κερδοσκοπικά, πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά σε σχέση με την πραγματική οικονομία.

         Αυτό καθιστά αναπόφευκτη μια επόμενη μεγάλη χρηματιστηριακή πτώση και το ζήτημα είναι πλέον από ποιον «όροφο» θα γίνει αυτή η πτώση, πόσο θα ελεγχθεί αυτή και με ποιους τρόπους και σε τελική ανάλυση ποιο ρόλο θα έχουν τα σχέδια διάσωσης σε αυτή την πτώση, μέσα από αυτήν την συνεχή πορεία αλληλεπίδρασης των σχεδίων διάσωσης, των χρηματιστηρίων και των κρατικών οικονομιών. 

          Ενδεχομένως, εδώ ίσως παρατηρείται μια πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην διαχείριση της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε σε σχέση με την κρίση του ’29. Πιθανότατα είμαστε αντιμέτωποι με μια πολιτική διάσωσης που έχοντας εστιαστεί στις μεγάλες κεφαλαιακές συγκεντρώσεις λειτουργεί σαν ένας παράγοντας χρηματιστηριακής ενσωμάτωσης των σχεδίων διάσωσης σε πεδίο δηλαδή υψηλού ρίσκου. Αυτό, υπό ορισμένους όρους λειτουργεί θετικά, επειδή ακριβώς η οικονομία βασίζεται στο ψυχολογικό κλίμα, το οποίο βαπτίζεται συνήθως «ορθολογική αντίληψη» ή  «επενδυτική στρατηγική» κλπ. Ενδεχομένως όμως κρύβει μια βαθύτερη παγίδα για την εξέλιξη της κρίσης. Αυτό θα το δείξει ο χρόνος.

          Ο κύριος αστάθμητος παράγοντας σε κάθε περίπτωση βρίσκεται στη σχέση μεταξύ της φανταστικής και ψυχολογικής πίστης στην οικονομία και της αντικειμενικής κατάστασής της.  

           Ίσως η ευρηματικότερη προσέγγιση για την κατανόηση της εξέλιξης και της σχέσης μεταξύ της φανταστικής και της πραγματικής οικονομίας, βρίσκεται στην διεπιστημονική προσομοίωση με την συσχέτιση των αριθμητικών συστημάτων μεταξύ πραγματικών και φανταστικών ή μιγαδικών αριθμών όπως παρατήρησε η Ιωάννα Μουτσοπούλου καθώς συζητούσαμε πάνω σε αυτό το κείμενο.

Μεταξύ λοιπόν πραγματικής και φανταστικής οικονομίας κάθε τόσο πρέπει να γίνεται «ταμείο».

         Το κεντρικό πρόβλημα των αγορών είναι ότι αυτές δεν θέλουν ποτέ «να κάνουν ταμείο» μεταξύ πραγματικής και εικονικής οικονομίας. Δεν θέλουν πουθενά να εμφανίζεται τέτοιο «ταμείο». Θέλουν να υπάρχει ένας έμμεσος πληθωρισμός, ένας πληθωρισμός της εικονικής οικονομίας με τα δικά της εργαλεία, η οποία όμως να μην κάνει πουθενά ταμείο, για να μπορούν οι αγορές να «διαχειρίζονται» άπειρους κεφαλαιακούς πόρους για κερδοσκοπία.

         Τελικά, για πόσο ακόμη χρονικό διάστημα είναι εφικτό οι αγορές να εμποδίζουν να γίνει ταμείο μεταξύ πραγματικής και εικονικής οικονομίας;

         Σίγουρα και τα κράτη δεν θέλουν να οδηγήσουν σε πραγματικές συνθήκες ταμείου και λογιστικής εκκαθάρισης τα προκύπτοντα ζητούμενα και τα σχέδια διάσωσης που εκπόνησαν και εκτελούν σε σχέση με τον κεφαλαιακό και χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτό είναι φανερό ακόμη και στις αυτοκινητοβιομηχανίες, όπου τα προβλήματα βιωσιμότητάς τους που είναι εν μέρει άσχετα από την γενικευμένη οικονομική κρίση και ξεκινούν  από τον γιγαντισμό τους και την αδυναμία αναδιαρθρώσεων και επέκτασής τους στην αγορά με πραγματικά εργαλεία. 

         Δηλαδή, είναι στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας που πολλές γιγαντιαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν συνθήκες άμεσης χρεοκοπίας, παρότι λίγο πριν έκαναν επεκτάσεις εξαγορές κλπ. Τώρα βέβαια επιδιώκουν να αντλήσουν νέες πλασματικές περιουσιακές βάσεις μέσα από την χρηματιστηριακή τους άνοδο ή μέσα από τα περιουσιακά μετοχικά πακέτα που αγοράζουν πχ του τραπεζικού τομέα κλπ. 

          Όλοι θέλουν να αποφύγουν το «ταμείο». Το «ταμείο» με συνθήκες πραγματικής αγοράς και  λογιστηρίου. Θέλουν να έχουν ένα άπειρο φαντασιακό από το οποίο να αντλούν. Αυτή η σημερινή πραγματικότητα αναδεικνύεται ως μια νεοπλασματική κατάσταση, στην έννοια του οικονομικού συστήματος, καλλιεργώντας προσωρινά μια παραισθητική παράκαμψη στην εξέλιξη της οικονομικής κρίσης. Το ότι το ζήτημα της οικονομίας είναι σε μεγάλο βαθμό ψυχολογικό και αντιμετωπίζεται προσωρινά με αυτόν τον τελικά παραβατικό, για την λογική και για μια δημοκρατική διακυβέρνηση τρόπο, δεν αποκλείει το γεγονός ότι η πιθανότερη κατάληξη της κρίσης είναι η «μετωπική» με την πραγματικότητα.    

          Είναι φανερό ότι στην οικονομία υπάρχει ζήτηση για «αέρα». Δηλαδή το αιτούμενο εστιάζεται στις οικονομικές «φούσκες» από τις οποίες είναι δυνατή η άντληση του άπειρου κεφαλαιακά, του κέρδους έξω από την πραγματική οικονομία,  και η μόχλευση. Συνεπώς είμαστε μπροστά σε μια «έκθεση» στον Αίολο, στις κλιματικές αλλαγές, στους ασκούς του Αιόλου και όπως λέγεται Βιβλικά: «ο αγνοών Τον Οίκο Αυτού θα διασκορπιστεί στους τέσσερις ανέμους».  
 
          Η εικονική οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει πλήρως αποτελεσματικά επειδή δεν υπάρχουν επαρκείς συνθήκες σύναψής της με την πραγματική οικονομία. Άρα είναι μη λειτουργική. 

           Είναι ακριβώς το ίδιο φαινόμενο με το ενισχυτικό ή το αποσυνδετικό εγχείρημα συντονισμού μεταξύ δύο συχνοτήτων σε ένα κυματικό φαινόμενο. Δηλαδή όταν υπάρχει  μια εγγύτητα δύο κυματικών συχνοτήτων σε ένα φαινόμενο, έχουμε μεταφορά ενέργειας από την πιο υψήσυχνη, και μετατόπιση συνεπώς, της χαμηλόσυχνης συχνότητας στην μεγαλύτερη και έχουμε έτσι έναν παραγόμενο ενισχυτικό συντονισμό. Στην περίπτωση όμως που έχουμε πολύ μεγάλη ενεργειακή απόκλιση μεταξύ των συχνοτήτων, μεταξύ ενεργειακών καταστάσεων, έχουμε καταστροφικά φαινόμενα.

         Και πάλι σύμφωνα με την παρατήρηση της Ιωάννας, η αντιστοίχηση της πλήρους συσχέτισης της φαντασιακής απληστίας, της φαντασιακής παραγωγής αξίας, με τις πραγματικές αξίες της οικονομίας στους παραγωγικούς συντελεστές, απαξιώνει υπερβολικά την εργασία και το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων, με δεδομένη μάλιστα την στενότητα των φυσικών παραγωγικών πόρων. Τείνει δηλαδή τόσο στο να ξανακάνει τους ανθρώπους δούλους όσο και στην καταστροφική μόχλευση του περιβάλλοντος. Η συνέχιση της κυριαρχίας του ολοκληρωτισμού της φαντασιακής – εικονικής οικονομίας δεν έχει άλλη έξοδο στο πλαίσιο των παραγωγικών συντελεστών. Το φαντασιακό θα γίνει στο τέλος ένα βαμπίρ πάνω στο πραγματικό.

         Η απληστία στην άυλη οικονομία, θέλει και βρίσκει το ανάλογό της στην τερατώδη υπεραξία και στην απαξιωτική κερδοφορία στην πραγματική οικονομία. 

 
[1] http://www.express.gr/news/world/155654oz_20090411155654.php3


15 Απριλίου 2009

Γιάννης Ζήσης, Δημοσιογράφος-Συγγραφέας,
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων