1

Η νοηματική και η αισθητική της ποίησης (του Γιάννη Ζήση)

Στις μέρες μας, θεωρούμε πλέον ως ποίηση, μετά από την απελευθέρωση από τις περιγραφικές ρυθμίσεις και τους περιγραφικούς κανόνες του στίχου ως έκφρασης έντεχνου λόγου, τη νοηματική ασυνέχεια και τη νοηματική ασάφεια, που φτάνουν έως και την ανυπαρξία του νοήματος.

Πολλές φορές, ο στίχος λειτουργεί σαν φράση που υπαινίσσεται το αυτονόητο και δημιουργεί μια επιπλέον ασάφεια γι’ αυτό που υποδηλώνεται ως αυτονόητο. Τελικά, αυτό το παιχνίδι γοητείας, που είναι καθαρά ψυχολογική, έχει αποσχιστεί από τον λόγο και από τον αισθητικό κανόνα. Είναι το ίδιο παιχνίδι που παίζεται στο επίπεδο των δύο φύλων, το ίδιο παιχνίδι που παίζεται στην πολιτική.

Είναι αυτό που οδηγεί σε έναν μηδενισμό της αξίας και που, την ίδια ώρα, δουλεύει σε αυτό τόσο η γοητεία όσο και η απαξίωση. Αυτό ακριβώς έχει εξελιχθεί να είναι και ο αργός θάνατος της ποίησης. 

Αυτός ο αργός θάνατος της ποίησης, που ξεκινάει από την απαρέσκεια στο ουσιώδες, από την απαρέσκεια στο αληθινό, από την απαρέσκεια στο αγαθό, έχει ενσωματωθεί ως το κριτήριο της ποίησης. Δηλαδή, η ποίηση πλέον έχει εξελιχθεί σε μια αντί-Πλατωνική τέχνη, σε μια τέχνη εχθρική, τελικά, στην ανάγκη της οντότητας.

Είναι μια τέχνη μιας ψευδεπίγραφης απειροσύνης, μιας ψευδαίσθησης απειροσύνης. Είναι η αρέσκεια στην ψευδαίσθηση και, πολλές φορές, η κρίση και η κριτική η ίδια για τα δεδομένα υπαγορεύεται ακριβώς από αυτή την τάση ρήξης με την πραγματικότητα. Υπαγορεύεται από την ολοκλήρωση της ρήξης με την πραγματικότητα, ωσάν, ακριβώς, το σύμπαν να έπρεπε να είναι υποταγμένο στην ιδιοτροπία μας, στην επιθυμία. Πολύ δε περισσότερο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδώ δεν υπάρχει ούτε η ομορφιά του ουρανού –όπως έλεγε ο Καντ– ούτε η ηθική στην καρδιά.

Η φόρμα της ποίησης έχει καταλήξει να θεωρείται ένα στυλ νοήματος. Αυτή η αποδόμηση, βέβαια, δεν υπάρχει μόνο στην ποίηση, υπάρχει και στην μουσική. Υπάρχει μια απαξίωση του κλασσικού, καθόσον το κλασικό στέκεται αδιαπραγμάτευτο, καθόσον το κλασσικό δεν μπορούμε να το υποτάξουμε στην ιδιοτροπία μας.   Αυτή η αποδόμηση, λοιπόν, στην μουσική –γιατί δεν μπορούμε να παράξουμε μια συνέχεια της κλασσικότητας– οδηγεί στην κατάπτωση και η κατάπτωση αρέσκεται στην ιδιοτροπία.

Και πλέον η ιδιοτροπία θεωρείται εκλεκτότητα, θεωρείται ελιτίστικη αξία. Έτσι ξεφεύγουν και από την αυτοκριτική του Πικάσο τα πράγματα. Ο Πικάσο είπε ότι για να είναι η τέχνη τέχνη, πρέπει να απαλλαγεί από εκείνα τα χαρακτηριστικά της ως τροφής εκλεκτών και να λειτουργήσει ως ένας μεταβολισμός των καθαρότερων ιδεών, εκεί όπου πλέον ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να εκδηλώνει το ταλέντο του με κάθε ιδιοτροπία, όπως του καπνίσει, όπως λέει, με κάθε επινόηση πνευματικού τσαρλατανισμού. Έτσι, λοιπόν, το έλλειμμα βιωματικών αξιών καλύπτεται με αυτή την προσποίηση του ότι είμαστε το εκλεκτό, το ειδικό κοινό. Καλύπτεται αυτή η αυτοκριτική και απομακρύνεται η αυτοκριτική ματιά που είχε ρίξει ο Πικάσο και μετά, από ‘κει και πέρα, αναλαμβάνει η Αργόσχολη Τάξη του Βέμπλεν, όπου ζυγίζουν την πεμπτουσία, ψάχνουν για το καινούριο, το αλλόκοτο, το πρωτοφανές, το σκανδαλώδες.

Εκεί, λοιπόν, ο Πικάσο λέει ότι με τον κυβισμό του ικανοποίησε αυτούς τους κυρίους και τους κριτικούς, οι οποίοι, όσο λιγότερο καταλάβαιναν κάτι, τόσο το θαύμαζαν. Και ιδού η γοητεία με το να διασκεδάζουν συνεχώς, με το να τους διασκεδάζει συνεχώς με όλα τούτα τα παιχνίδια, τις λοιδορίες, τους γρίφους, τις σπαζοκεφαλιές, τους υπαινιγμούς τα αραβουργήματα, έγινε διάσημος και, μάλιστα, πολύ γρήγορα. Και αυτό σημαίνει πωλήσεις, κέρδη, περιουσία και πλούτο, όπως δηλώνει ο ίδιος. Όταν όμως είναι μόνος με τον εαυτό του, δεν έχει το θάρρος να θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη με την αρχαία έννοια της τέχνης. «Μεγάλοι ζωγράφοι ήταν ο Τζιότο, ο Τιτσιάνος, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια. Εγώ είμαι μόνο, δηλώνει ο Πικάσο, ένας διάσημος ψυχαγωγός που ικανοποίησε όσο μπορούσε την ηλιθιότητα, την κενοδοξία, την απληστία των συγχρόνων του». Είναι πικρή η δική του εξομολόγηση – όπως δηλώνει ο ίδιος– πιο οδυνηρή απ’ ότι μπορεί να φαίνεται. Έχει όμως την αρετή να είναι ειλικρινής. Αυτά είπε ο Πικάσο στο Περιοδικό «THE ARTS»[1] της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1923. Αυτό είναι το τοπίο μέσα στο οποίο λειτουργεί όχι μόνο, όπως είδαμε προηγουμένως και από την κριτική του Ταρκόφσκι,  η ζωγραφική, όχι μόνο η μουσική, αλλά και η ποίηση,  η λογοτεχνία, το θέατρο.

Αυτός είναι ο νεωτερικός πληθωρισμός της τέχνης, όπου χάνεται η σπονδυλική στήλη, χάνεται ο σκελετός ο νοηματικός, γιατί πρέπει να είναι μια πλαστελίνη στα χέρια της ματαιοδοξίας μας ο λόγος, η γλώσσα. Δεν σεβόμαστε ένα υλικό γενεών. Αυτή είναι και η συμπεριφορά, βέβαια, της βιομηχανίας, της φουτουριστικής τεχνολογίας στο περιβάλλον και αυτή είναι και η συμπεριφορά στο πνεύμα, μέχρι τελικής πτώσεως. Είναι το εμετικό σύνδρομο της Πομπηίας.

Εδώ ο αρχαίος λόγος –μιας και είπαμε για Πομπηία του Λογγίνου– αναφέρει ότι όλες αυτές οι εκτροπές οφείλονται σε μια και μόνη αιτία: την αγωνιώδη αναζήτηση προτύπων-ιδεών πράγμα για το οποίο οι σύγχρονοι κάνουν σαν αλλοπαρμένοι. Τελικά, βέβαια, πρέπει να το πούμε ότι οι πρωτότυπες ιδέες είναι σχεδόν ανύπαρκτες ανάμεσα σε αυτούς.

Αν πιστέψουμε στον Λογγίνο,[2] η εποχή μας δεν πρωτοτυπεί. Είναι μια εποχή που επαναλαμβάνει. Δηλαδή, είναι φανερή η απουσία της κλασσικότητας από τη ζωή μας. Από την εποχή του Λογγίνου, δεν είδαμε να επιβίωσαν πολλοί «νεωτεριστές», επιβίωσε όμως ο ίδιος. 

Και βέβαια εννοείται ότι αυτή η ασάφεια διευκολύνει τον ναρκισσισμό του παθητικού θεατή, ακροατή και αναγνώστη. Του διαμορφώνει την ευχέρεια μιας ψευδούς πρωτοβουλίας, αισθάνεται πιο ελεύθερος ο ίδιος να φανταστεί και να βάζει τον εαυτό του μέσα σε μια «αίσθηση συμπαντικής δημιουργίας» με αυτή την γοητεία του απροσδιόριστου. Είναι μια αίσθηση θέωσης που θέλει να αισθάνεται. Είναι η ίδια η αίσθηση της θέωσης του οπαδού μπροστά στο άθλημα ως θέαμα, είναι η ίδια η αίσθηση θέωσης  που πουλιέται σαν παλιά συνταγή, αλλά κι εδώ δεν υπάρχει πάλι πρωτοτυπία όταν αρέσει πολύ περισσότερο η ψευδαίσθηση της ελευθερίας από την ίδια την ελευθερία, όταν η προτίμηση εκφράζεται στην ψευδαίσθηση από την αλήθεια ενός πράγματος, Γι’ αυτόν τον λόγο, η τέχνη ως σύγκρουση, ως ρήξη με την αλήθεια είναι πανουργία εξουσιαστική: παρότι δεν ενοχλεί, είναι πανουργία εξουσιαστική γιατί δημιουργεί ψευδαίσθηση, γιατί καλλιεργεί μια τέτοια φαντασίωση στον διάλογο η οποία αποξενώνει, διαμορφώνει μια αποξένωση απ’ την αλήθεια.

Σε τελική ανάλυση, σε αυτό το πάθος της αποδομητικής, καλό θα είναι κάποια στιγμή να αποδομήσουμε τα σημερινά είδωλα, αντί να αποδομούμε την κλασσικότητα. 

Και για να επιστρέψουμε στην ποίηση, ας πούμε ακόμα δύο λόγια γι’ αυτή.
Η ποίηση ξεκίνησε, τουλάχιστον για το δυτικό ημισφαίριο, με τα έπη: την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου. Πρώτον, με τα έπη, με μια αισθητική διήγηση, δηλαδή, γεγονότων, με μια αισθητική φόρμα. Ακολούθως, προέκυψε το θέατρο και, αργότερα, οι άλλες μορφές ποίησης, η οποία εξελίσσεται πια σε μια αποσπασματικότητα του λόγου.  Γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουμε μεγάλη ποίηση, αλλά έχουμε κυρίως μεγάλο θέατρο, μετά από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. 
Η ποίηση ανακαλύπτεται, ουσιαστικά, από την αρχή, όπως «ανακαλύφθηκε» εκ νέου και η σύγχρονη ζωγραφική στα σπήλαια της Αλταμίρα.  Μήπως είναι πια καιρός να επιστρέψουμε στην θεμελιώδη κοιτίδα του ποιητικού λόγου που είναι η νοηματική και θεατρική ολοκλήρωση, που είναι ένας λόγος συνθετικός, που συνθέτει το θέατρο, συνθέτει την θεατρικότητα, συνθέτει, βέβαια, τον συμβολισμό, τον φιλοσοφικό λόγο, συνθέτει την ψυχολογική λειτουργία σε ένα ανάγλυφο οντολογικά στοιχημένο με αυτή την δυναμική, την πυρηνική δυναμική που έχουν οι λέξεις, αλλά και με την πυρηνική δυναμική που έχουν οι αλληγορίες, αντί να φαντάζει όλη η γλώσσα ως ένα ακαθόριστο νεφέλωμα;

Αντί να επιστρέφουμε σ’ αυτό,  στην αρχέγονη σούπα της γλώσσας, μήπως πρέπει να δούμε σε μια κυκλική ανάπτυξη ή, καλύτερα, στη σπείρα του λόγου της ιστορικότητας, της τέχνης τα ζητήματα και να ανακτήσουμε ξανά τον λόγο με αυτά τα στοιχεία της συνοχής που είχε από κάθε άποψη; Μπορούμε, ασφαλώς, να μην δεσμευόμαστε από τη φόρμα και τη μορφή, αλλά γιατί αυτή η επιθετικότητα, αυτή η εχθρικότητα στο νόημα και τη δηλωτικότητά του; Είναι τέχνη, τελικά, η ασάφεια του νοήματος;!

____________
[1]«Από τη στιγμή που η τέχνη δεν είναι τροφή των εκλεκτών, ο καλλιτέχνης μπορεί να εκδηλώνει το ταλέντο του με κάθε ιδιοτροπία, όπως του καπνίσει, με κάθε επινόηση του πνευματικού τσαρλατανισμού. Αλλά οι εκλεπτυσμένοι, οι πλούσιοι, οι χασομέρηδες, οι διυλίζοντες την πεμπτουσία, ψάχνουν για το καινούριο, το αλλόκοτο, το πρωτοφανές, το σκανδαλώδες. Κι εγώ, από τον κυβισμό κι ύστερα ικανοποίησα αυτούς τους κυρίους και τους κριτικούς με πάμπολλα παράξενα που πέρασαν από τον νου, και όσο λιγότερο τα καταλάβαιναν τόσο τα θαύμαζαν. Με το να διασκεδάζω συνεχώς με όλα τούτα τα παιχνίδια, τις λοιδορίες, τους γρίφους, τις σπαζοκεφαλιές και τα αραβουργήματα έγινα διάσημος και μάλιστα πολύ γρήγορα. Και η διασημότητα για ένα ζωγράφο σημαίνει: πωλήσεις, κέρδη, περιουσία, πλούτο.
Όπως γνωρίζετε, σήμερα είμαι διάσημος και πλούσιος, αλλά όταν μένω μόνος με τον εαυτό μου δεν έχω το θάρρος να με θεωρώ καλλιτέχνη με την αρχαία έννοια της λέξης. Ήταν μεγάλοι ζωγράφοι ο Τζιόττο, ο Τισιανός, ο Ρέμπραντ, ο Γκόγια. Είμαι μόνον ένας δημόσιος ψυχαγωγός, που κατάλαβε την εποχή του, που ικανοποίησε όσο μπορούσε την ηλιθιότητα, την κενοδοξία και την απληστία των συγχρόνων του.
Είναι πικρή η δική μου εξομολόγηση, πιο οδυνηρή απ’ ότι μπορεί να φαίνεται, έχει όμως την αρετή να είναι ειλικρινής». Pablo Picasso, Περιοδικό The ArtsNew York, Μάιος 1923, 
πηγή: περιοδικό Φωτοχώρος.
[2]«Όλες αυτές οι εκτροπές που ευτελίζουν το ύφος οφείλονται σε μία και μόνη αιτία: την αγωνιώδη αναζήτηση πρωτοτύπων ιδεών, πράγμα για το οποίο οι σύγχρονοι μας κάνουν σαν αλλοπαρμένοι».
Λογγίνου, «Περί Ύψους», circa 1ος αι. μ.Χ., μετάφραση-επιμέλεια Μ.Ζ. Κοπιδάκης, εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, 1990.πηγή: περιοδικό Φωτοχώρος.


Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας 

Φωτογραφία: Γιάννης Ζήσης

(solon.org.gr)