ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΜΑΣ (του Γιώργου Μαυρουλέα)
Μέσα από την προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια θα μπορούσαμε κυριολεκτικά να αναπλάσουμε τις πόλεις μας. Αυτό θα ήταν εφικτό μέσα από δύο-τρεις βασικές πρακτικές και ένα κεντρικό σχεδιασμό. Ένας από τους κύριους τρόπους εξοικονόμησης ενέργειας στα υπάρχοντα ή και νεόδμητα κτίρια είναι η τοποθέτηση συστήματος εξωτερικής θερμομόνωσης. |
Το σύστημα αυτό είναι στην ουσία ένα σύστημα θερμομόνωσης μια τοιχοποιίας που βρίσκεται στο κέλυφος ενός κτιρίου και συνίσταται στην επικόλληση και πάκτωση θερμομονωτικών πλακών επί αυτής καθώς και στην επίχρισή της (σοβάντισμά της δηλαδή) με ειδικά ελαστικά και υψηλής ποιότητας επιχρίσματα, τα οποία είναι και στεγανά. Αυτός ο αδιάφορος για τους μη τεχνικούς, τρόπος θερμομόνωσης μπορεί να αποτελέσει την τελευταία ίσως ευκαιρία για την ανάπλαση των πόλεών μας, καθώς αφορά στην ουσία την ανακαίνιση των όψεων των κτιρίων. Κάτω από ένα κεντρικό σχεδιασμό και πολεοδομική πολιτική θα μπορούσε μέσα από μια γενίκευση αυτής της πρακτικής και σε συνδυασμό με την προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας, να αναγεννήσουμε αισθητικά αλλά και λειτουργικά την πόλη μας. Με βάση το χρώμα θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε τη νέα γειτονιά όπου η κάθε περιοχή θα χρωματιζόταν πάνω σε μια αρμονική χρωματική παλέτα, ενώ το κύριο χρώμα θα ήταν κάθε φορά ένα. Η επιλογή του χρώματος θα μπορούσε να συνδυαστεί και με την ιδιαίτερη ταυτότητα της γειτονιάς που είτε υπάρχει (πχ. η ύπαρξη ενός μεγάλου νοσοκομείου στην περιοχή που κυριολεκτικά δεσπόζει στην περιοχή) είτε δεν υπάρχει και μπορεί να φτιαχτεί από την αρχή στη βάση μιας πολιτισμικής ή άλλης δράσης που θα ενδιέφερε τους κατοίκους. Η ταυτότητα θα μπορούσε να ενισχυθεί και με άλλες παρεμβάσεις στα κτίρια ή στους ανοιχτούς χώρους (πλατείες, πάρκα κλπ) όπως πχ σε μια γειτονιά που ασχολείται με το περιβάλλον θα μπορούσε να είναι γεμάτη από πράσινα δώματα και πράσινους τοίχους. Αναπαράγοντας μια αρχική ιδέα του Γ. Ζήση η ονοματολογία των δρόμων θα έπρεπε να συνδέεται στενά με την ιδιαίτερη ταυτότητα της γειτονιάς και ει δυνατόν να μην είναι ένα κενού περιεχομένου πράγμα (πέρα από τη σήμανση της διεύθυνσης που καλείται να οριοθετήσει). Αυτό σημαίνει πως ένας δρόμος που είναι αφιερωμένος στον Καβάφη, καθ’ όλο το μήκος του θα μπορούσε να έχει αποσπάσματα ποιημάτων του ή και ολόκληρα ποιήματα του λογοτέχνη, είτε σε ειδικές στήλες ή ταμπέλες, είτε στις εισόδους των κτιρίων της οδού αυτής είτε ακόμη και στους τοίχους – όψεις των κτιρίων. Όπως μια οδός Γιασεμιών για παράδειγμα, θα έπρεπε να είναι γεμάτη από αυτά. Η οδός Πυθαγόρα δε θα μπορούσε παρά να είναι γεμάτη από ρύσεις του αλλά και περιστατικά της ζωής του που αναφέρονται σε ιστορικές πηγές. Με αυτό τον τρόπο ολόκληρος ο αστικός ιστός θα μπορούσε να γίνει ένα χώρος διαρκούς επιμόρφωσης των κατοίκων και των επισκεπτών του. Θα μπορούσε όμως και να γίνει ένα ζωντανό εργαστήρι παραγωγής πολιτισμού και ιδεών, μετουσιώνοντας την καθημερινότητά του. Το ζωντάνεμα βέβαια της γειτονιάς δε μπορεί να επιτευχθεί σε κενό. Οι κάτοικοι πρέπει να συμμετέχουν και να αποφασίζουν γι’ αυτή. Οι πολυχώροι συνεπώς θα πρέπει εκτός από το χώρο συνεύρεσης και την καρδιά της γειτονιάς, να είναι και το σημείο του βήματος του κατοίκου, όπου θα εκφράζεται και διατυπώνει την άποψή του. Ασφαλώς το ρόλο αυτό μπορεί να παίξει και η σύγχρονη τεχνολογία και το ηλεκτρονικό μπλογκ ή φόρουμ της γειτονιάς αλλά η προσωπική επαφή δε μπορεί να αντικατασταθεί από την ψυχρότητα της οθόνης. Η κοινωνική αλληλεγγύη της γειτονιάς θα μπορούσε να ενισχυθεί μέσα από συγκεκριμένη εθελοντική δράση, τακτικών περιοδικών επισκέψεων των εθελοντών σε όλους τους κατοίκους της. Η καταγραφή των προβλημάτων των κατοίκων με τον τρόπο αυτό θα προσωποποιείται και δε θα πολτοποιείται σε στατιστικούς αριθμούς, όπως γίνεται σήμερα. Η κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να αντικαταστήσει σε όλα το κράτος, αλλά σίγουρα μπορεί να το απαλλάξει από δράσεις που δε θα μπορούσε ποτέ να υλοποιήσει σωστά μέσα από τους αποξενωτικούς γραφειοκρατικούς του μηχανισμούς. Καμία πόλη ή γειτονιά, καμία ανθρώπινη συλλογικότητα δεν μπορεί να αναζωογονηθεί ή να οδηγηθεί σε βελτίωση και πρόοδο δίχως όραμα και παιδεία. Κάθε γειτονιά σ’ αυτό θα πρέπει να δώσει το βάρος της. Ο προσανατολισμός πρέπει να οδηγεί σε σχεδιασμό και αυτός με τη σειρά του θα οδηγήσει στην επίτευξη του σκοπού-στόχου. Έτσι ενώ είναι αλήθεια ότι πολλά πράγματα χρειάζονται οικονομικούς πόρους και κεφάλαια για να γίνουν, είναι εξίσου αληθινό πως η ανθρώπινη θέληση και η συνεργασία είναι το μεγαλύτερο και περισσότερο αναγκαίο κεφάλαιο. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο αυτό δεν πρέπει με τίποτα να πηγαίνει χαμένο ή να σκεδάζεται στους καναπέδες των τηλεοράσεων ή σε ανούσιες ιδιωτικές πράξεις για να «σκοτώσουν το χρόνο τους». Η διαβούλευση των αρχών με τον πολίτη αντί να είναι αγωνία και στόχος για τις πρώτες, έχει φτάσει να είναι αγώνας (και μερικές φορές οδυνηρός) για το δεύτερο!!! Αυτό όχι μόνο είναι αδιανόητο αλλά αποτελεί και το θεμελιώδες λάθος της πολιτικής (όπως ασκείται από τον εξουσιαστικό μηχανισμό). Ο διαμερισματικός σύμβουλος, (ένας θεσμός που έσβησε και γιατί άραγε), μπορεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο αλλά κάποιοι πρέπει να πιστέψουν σ’ αυτό και να το σεβαστούν. Το πιο συνηθισμένο λάθος που γίνεται στην πολιτική είναι η έλλειψη ξεκάθαρου αντικειμενικού στόχου (για να δανειστώ μια φράση που διάβασα πρόσφατα από ένα σύμβουλο επιχειρήσεων). Αυτό σημαίνει ότι στην πορεία διακυβέρνησης μιας χώρας ή ενός αυτοδιοικητικού σχήματος, η διαχείριση των καταστάσεων και της καθημερινότητας αλλοιώνει το όραμα και το αναβάλει διαρκώς μέχρι που αυτό σταματάει να εμπνέει. Έτσι ο πολιτικός καταλήγει να γίνεται διαχειριστής και όχι διαμορφωτής. Άγεται από τις συνθήκες και δεν τις διαμορφώνει. Η σταθερή προσήλωση στο σκοπό σχεδιάζει και οριοθετεί, προσανατολίζει και διαμορφώνει τις συνθήκες και η διαχείριση των ζητημάτων και των προβλημάτων γίνεται μέσα από το κατασταλαγμένο όραμα και με βάση αυτό. Εντάσσεται δηλαδή σ’ ένα στόχο με σχέδιο και από αυτή την οπτική γωνιά πρέπει να επιλύεται. Σήμερα όμως περισσότερο παρά ποτέ η κοινωνία των πολιτών μπορεί να αναλάβει τα ηνία διαμόρφωσης μιας νέας συλλογικής συνείδησης. Σήμερα η κοινωνία των πολιτών έχει πλέον ευθύνη. Η ευθύνη της βρίσκεται στο πνεύμα συνεργασίας και ανοιχτότητας που πρέπει να τη διέπει αλλά και ενός σταθερού οραματισμού του καλύτερου. |
9 Μαρτίου 2009 Γιώργος Μαυρουλέας, Πολιτικός Επιστήμονας, Πρόεδρος του ΠΣΕΜ |