1

Ποίημα: “Το γέλιο του Πάντα” (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

                   

 

Τόση χάρη σ’ εκείνη τη γούνα τη μαυρόασπρη,
την τόσο άδολη που γούνινο παιχνίδι θύμισε
για τα μικρά παιδιά,
που πιο πολύ γυρεύουνε της αγκαλιάς την απαλή στοργή
παρά τα παιχνίδια της αβεβαιότητας 
που ο νους κρύβει ζηλότυπα
στις σκοτεινές του κρύπτες.

Μα εκείνο το βλέμμα της αθωότητας,
που οι άνθρωποι κατάφεραν
στη θλίψη να σταυρώσουν,
για να την κάνουν μισητή
μήπως και τέλος ξεχαστεί
σαν μίασμα που σπίλωσε της δύναμης τα πέπλα,
έριξ’ ένα βέλος ομορφιάς
που πλήγωσε του εαυτού την παράσταση
και χάλασε τα σκηνικά της πλάνης.
Κι ο θεατής χτυπήθηκε με φως
απ’ της ψυχής τη θέα,
που τόξευσε τόσο ξαφνικά τον ήχο της καρδιάς
ενώνοντας τα όντα του κόσμου σ’ ένα
που ο εαυτός ξεχάστηκε στα συντρίμμια του θεάτρου,
γιατί το θέατρο δεν ήτανε ζωή
μα μόνο μια ανάγνωση,
που κόπηκε όμως θλιβερά
σαν τα κοστούμια της παράστασης χορέψαν αδειανά,
γιατί οι ηθοποιοί κλειδώθηκαν
στη φυλακή του μίσους.

Σηκώθηκαν τότε εκείνοι,
οι χαμένοι στης ανωνυμίας το πλήθος,
που θέλησαν την ξεχασμένη καρδιά να τιμήσουν
που γέμισε το κενό με αστραπές καλωσύνης
και ξέραν πως σ’ ένα βλέμμα μοναχά
μπορούσε να παιχτεί απρόσμενα
όλο της ζωής το δράμα,
γιατί αυτό δεν γύρευε μεγαλείου λάμψεις,
μα εκείνη την κρυμμένη απειροσύνη
που η αγάπη έκρυψε στα μικρά της γης
ταπεινώνοντας τα μεγάλα.
Το βλέμμα τους ενώθηκε
μ’ εκείνη τη ματιά της αθωότητας,
που τόξευσε το βέλος της ζωής,
και ξέρανε στο βάθος τους
πως αυτής της ματιάς η θλίψη
ήταν η γνώση της ζωής
πως ο κόσμος ήταν ξένος πια γι’ αυτή,
γιατί το νόημα είχε χαθεί
και οι απόβλητοι δεν μπόρεσαν το σκότος να αντέξουν
από το φόβο,
τη ντροπή για τη ζωή που άσκοπα πλανιότανε
στις παρυφές του κόσμου
κι εκείνη την απόγνωση
που ο αμείλικτος του ανθρώπου πόλεμος
στη γεωπολιτική των ειδών, την πιο αρχαία απ’ όλες,
έμπηξε σαν κτήσης σύμβολο σε ξένη γη,
προετοιμάζοντας νέα πεδία αφανισμού
ενάντια στον εαυτό του,
που ανόητα εκόμπαζε, κρυμμένος μες στους ίσκιους,
πως γνώρισε τα μυστικά
που ενδοβόλησε το φως μέσα στον κόσμο όλο,
μα που τη λάμψη τους δεν μπόρεσε ν’ αντέξει.
Γιατί η έπαρση δεν σκέφθηκε ποτέ
πως οι έννοιες είναι ελεύθερες από της γης
τις πλάνες και τις σκέψεις,
πως μέσα στις πράξεις κατοικούν
σαν πουλιά που φτερούγισαν από τόπους ουράνιους,
για να χτίσουν πάνω σ’ αυτές το μέλλον
που αντάξια καραδοκεί με δώρα φωτιάς στο χέρι,
που οι πράξεις οι ανθρώπινες σμιλέψανε
στου χρόνου το πύρινο διάβα.

Το Πάντα είναι εκεί,
σε έναν κόσμο που έγινε φυλακή
μέσα σε μια φυλακή πιο μεγάλη.
Ο χρόνος σ’ εκείνο το βλέμμα στέκει
και αθώα κοιτάζει τους κόσμους μέσα στον κόσμο
να περνούν αθέλητα σε νέα γνώση.
Μα η θλίψη σάρωσε της αθωότητας το βλέμμα,
γιατί η ομορφιά δεν φώτισε το διάβα τούτο.
Οι σημαίες του κόσμου του ανεμίζουν μεσίστιες
με τις κηλίδες της ματαιότητας πάνω τους,
μα ένα φως απρόσμενο φωτίζει αμυδρά τους ίσκιους:
μια στοργή ανθρώπινη, μα αδύναμη στο χρόνο
που γυρεύει στρατιές ζωής για να καμφθεί
το μέλλον που αδυσώπητα περιμένει.
Η ματαιότητα κλονίζεται πλατιά
σαν πλάνη απέναντι στο βέλος της αλήθειας.
Αλλά δεν ήταν το τέλος που θα μέτραγε,
μα εκείνη η ενδόμυχη ενότητα που ξεχάστηκε
στης απληστίας τους δρόμους,
μα εγέρθη πάλι ζωντανή
σε λίγες καρδιές που αγάπησαν
τα νοήματα τα βαθιά κρυμμένα στο Πάντα του Κόσμου,
ένα φίλο μικρό της ζωής που είναι πάντα αθώα,
και γκρέμισαν τους πύργους των λέξεων
για χάρη ενός κόσμου νέου,
όπου το Πάντα θα γελά
και η χαρά τη θλίψη θα σαρώσει.

Ιωάννα Μουτσοπούλου, poiisi.gr