Πώς να τραφούν, πώς να παλέψουν και πώς να γεννήσουν
κι ύστερα πάλι πώς να συμβιώσουν
στο πέρασμα του θανάτου και της ζωής,
μια γειτονιά, ένα σπίτι.
Μέχρι που ‘σπασε ο μαγικός κύκλος της φύσης
κι ο άνθρωπος άρχισε της δημιουργίας το μακρινό ταξίδι,
νικητής πάντα, μα πιο βαθιά ηττημένος
απ’ το θαυμαστό και το άγνωστο,
ξέχασε τους παλιούς συνοδοιπόρους
κι όσο κι αν φαντάστηκε τους αγγέλους σαν ισότιμους
στη γη ήταν μόνος κυρίαρχος.
*******
Πολέμησε τα αδέλφια του έως θανάτου,
τυράννησε θανάσιμα τον εαυτό του, τα ζώα και τα φυτά,
κι η μόνη παρηγοριά ήταν τα εργαλεία κι οι μηχανές
μαζί μ’ ένα σπίτι θεατρική σκηνή,
όπου αισθανόταν το Θεό σε πλάνες που ο ίδιος δημιουργούσε.
Και τώρα να! Η θαλπωρή όλη των σπιτιών ζεσταίνει τη γη
μ’ εκείνον το ρυθμό των ναρκωτικών επιθυμιών και σκέψεων.
Όλες οι πλάνες του θώκου μας πυρακτώνουν την Εδέμ
ώς το εξώτερο να αποτεφρώσει της ζωής το θάλλος.
Ξυπνούν αργά και με λόγια εύκολα, λίγοι εδώ κι εκεί,
κι η ορμή χιλιετιών εφορμά στα θερμικά υπόβαθρα
εμπρηστικά, ο Ηρόστρατος είδε όνειρα
και το ναό της ζωής πυρπόλησε.
*******
Κι όλοι ήταν κοιμισμένοι στο πέπλο των πλανώναν
ήμερα που θ’ ανέβαινε η μεγάλη παράσταση
«Κυρίαρχοι του πλανήτη και ίσως αθάνατοι»,
όταν το θέατρο άρχισε να καίγεται
δίπλα απ’ τον ναό,
μαζί μ’ εκείνες τις χαμένες στη λήθη αξίες
από ζήλο άτιμης δόξας και πλούτου.
*******
Κι έπρεπε να γίνουν όλοι Στρατιά Αλλαγής,
να θυμηθούν τις χαμένες αρμονίες,
την ένθεη λιτότητα στα χνάρια του πνεύματος,
με το ύδωρ της ζωής να λυτρώσουν τον εαυτό
από τις ανίατες επιθυμίες.
Κι η ψυχή γύρισε να δει.
Ήταν άλλες ψυχές εκεί;
Ήταν η Στρατιά στο Δρόμο της Ζωής;
Ήταν έτοιμοι οι άνθρωποι για τα λίγα που λυτρώνουν;
|