1

ΝΑΖΙΣΜΟΣ, ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ (της Ιωάννας Μουτσοπούλου)

Στην Καθημερινή δημοσιεύθηκε στις 16/1/2009[1] άρθρο του The Observer το οποίο αναφέρεται στο ναζισμό και ιδιαίτερα στην αρέσκεια του ναζιστή ηγέτη (Χίτλερ) για τα βιβλία. Επί λέξει ο συγγραφέας του άρθρου σύμφωνα με τη μετάφραση αναφέρει σε ένα σημείο: «Πρώτον, παγκοσμίως υπάρχει ανάγκη να κλείσει αυτός ο κύκλος, να υπάρξει πραγματική συμφιλίωση στην Ευρώπη, να αποζημιωθούν οι Εβραίοι και κατά κάποιο τρόπο, να αναγεννηθεί ο κόσμος». 

         Εδώ πρέπει να γίνει ένας σχολιασμός όχι γιατί όσα λέει είναι ψευδή, αλλά επειδή είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας που όμως παρουσιάζεται τόσο οριστικά, δηλαδή σαν το κριτήριο για το κλείσιμο μιας εποχής, ώστε να ισοδυναμεί τελικά με μια αθέλητη διαστρέβλωση της εικόνας της αλήθειας και της ανάγκης του κόσμου. Μπορούν λοιπόν να τεθούν ορισμένα ερωτήματα μαζί με τις αντίστοιχες τοποθετήσεις:

1. Μόνον οι Εβραίοι πρέπει να αποζημιωθούν; Πιστεύουμε ότι θάπρεπε να αποζημιωθούν όλοι οι άνθρωποι, οι ομάδες και οι λαοί που υπέστησαν ζημιές ή αφανισμό, όπως οι αθίγγανοι που τους έχουμε τελείως ξεχάσει, οι ομοφυλόφιλοι, οι Ευρωπαίοι, οι Σλάβοι και άλλοι που γνώρισαν την καταπίεση και το θάνατο ή αναγκάστηκαν να πολεμήσουν με τίμημα τη ζωή τους. Το ότι οι Εβραίοι διαθέτουν την ισχύ να προβάλουν την ιστορική τους απαίτηση για αποζημίωση, δεν πρέπει να γίνει οδηγός για μία μονομερή προσέγγιση στο όλο ζήτημα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.

Παράλληλα πρέπει να προσεγγίσουμε και το ιστορικό παρόν με την ίδια διεκδικητική δικαιοσύνη με την οποία προσεγγίζεται το παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι γεγονότα όπως αυτά που συμβαίνουν στη Γάζα γεννούν πολλές ανθρωπιστικές αξιώσεις αποζημιώσεων. Η ιστορία πρέπει να μας διδάσκει να προσεγγίζουμε τα ζητήματα σφαιρικά και τελικά να μπορούμε να βγούμε από το φαύλο κύκλο της εναλλαγής ρόλων μεταξύ ηττημένου και νικητή, θύματος και θύτη.

2. Αλλά ακόμη και αν αποζημιωνόντουσαν όλοι οι πληγέντες από τη ναζιστική λαίλαπα, θα είμασταν ευχαριστημένοι; Θα μας έσωζε αυτό από τα σημερινά προβλήματά μας;

Η προσκόλληση στον Χίτλερ, τη ναζιστική Γερμανία και το τότε ιστορικό περιβάλλον σημαίνει μια προσκόλλησή μας στη συμβολοποίηση του «κακού» και όχι στην ουσιαστική του κατανόηση μέσα στην αντίληψή μας. Θεωρούμε έτσι ότι το κακό αυτό ήταν αποκλειστικά συνδεδεμένο με εκείνα τα πρόσωπα, τη χώρα και την εποχή και ότι δεν βρίσκει χώρο σε εμάς και στην εποχή μας.Υπάρχουν βέβαια στοχαστές που το βλέπουν, όμως στους πολλούς φθάνει άλλο μήνυμα. Και αυτό είναι που μετράει. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν και σε εμάς σήμερα με διάφορες εκφράσεις στην ατομική και διεθνή καθημερινότητά μας. Σαν να αφορούσαν αυτά μόνον ένα μικρό κύκλο ατόμων κάποιας άλλης εποχής. Σαν να ξεχνάμε ότι άτομα ανταποκρινόμενα στη βία και τη χωριστικότητα υπάρχουν σε κάθε χώρα, ότι όλα όσα κάνουμε στη δική μας εποχή συμβάλλουν στην πρόκληση μιας επόμενης κρίσης κατάλληλης για την άνοδο ενός νέου ναζισμού στην εξουσία με άλλο όνομα. Σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε την ευθύνη μας.

Φυσικά και δεν πρέπει να ξεχαστεί ο ναζισμός. Αλλά η αληθινή μνήμη πρέπει να λειτουργήσει εξαγνιστικά για το παρόν, όχι για να δυναμώσει την ανευθυνότητά μας μέσω της προσωπικής συμβολοποίησης, το πορτοφόλι μας και το βάρος των επόμενων του Χίτλερ γερμανικών γενεών που δεν φέρνουν την ηθική και ποινική ευθύνη για τις αποτρόπαιες εκείνες πράξεις. Η εξαγνιστικότητα για το παρόν σημαίνει να μην επαναλαμβάνονται νοοτροπίες ισχύος, επιβολής, κατοχής και βίας που να δείχνουν πως δεν διδαχθήκαμε ούτε από το ρόλο του θύματος ούτε από το ρόλο του θύτη και πως η ιστορία επαναλαμβάνεται μονίμως ως φάρσα και ως τραγωδία με εμάς μέσα σε άλλα σκηνικά, κοστούμια και ρόλους, μονίμως αστόχαστους, βαθιά ανήθικους και πάντοτε προκατειλημμένους. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η καταδίκη αυτών που σήμερα λειτουργούν ως θύτες δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να αποτελέσει δικαιολογία για τους θύτες του παρελθόντος ή άλλοθι για τους θύτες του μέλλοντος. Τόσο ο ρεβανσισμός όσο επίσης ο αυτοοικτιρμός μας δένουν στο παρελθόν και δεν επιτρέπουν να απελευθερώσουμε δημιουργικές δυνάμεις συνύπαρξη.

Ο κόσμος σήμερα οδηγείται σε μεγάλη κρίση και οι υλικές αποζημιώσεις για γεγονότα που έγιναν τότε (προ 70 ετών) δεν πρόκειται να μας σώσουν. Σε γενικές γραμμές όλες οι χώρες (βεβαίως υπάρχουν και εξαιρέσεις) βρίσκονται σήμερα μακράν εκείνης της εξαθλίωσης, αλλά παρά ταύτα δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τον καλύτερο κόσμο που επαγγελλόντουσαν. Τι θα μας οδηγήσει στο μέλλον σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι: Το παρόν ή το παρελθόν; Η εκδίκηση ή η λογική; Πάντως δεν πρέπει ο οδηγός μας να είναι μια καθήλωση στο παρελθόν. Στην πραγματικότητα υπάρχει ο κίνδυνος, θέλοντας να αποκαταστήσουμε τα πάντα σαν να μην είχε γίνει ποτέ εκείνος ο πόλεμος, να φυλακιστούμε ακόμη περισσότερο στο παρελθόν και να χάσουμε έτσι τις ευκαιρίες βελτίωσης του μέλλοντος αλλά και την επαγρύπνηση για τα νέα πρόσωπα του ναζισμού στο μέλλον. Μια τέτοια προσπάθεια αποκατάστασης θα ήταν ανοησία, γιατί ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται και πρέπει να συμφιλιωθούμε με το χρόνο και το μόνο που μπορούμε εν μέρει να κάνουμε είναι να αποκαθιστούμε τις υλικές ζημιές υποβαθμίζοντας όμως έτσι και τη μνήμη του ουσιώδους κακού που εκπροσωπούσε ο ναζισμός που ήταν πολύ πέραν των υλικών ζημιών και των εθνικών και γεωγραφικών του ορίων. Γιατί μιλάμε για την ανθρώπινη ιδιότητα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το μέλλον του κόσμου και την αξία της ζωής.

Η Χάνα Άρεντ είχε μιλήσει για μία διαχρονικότητα της ευθύνης των λαών απέναντι σε άλλους λαούς, δηλαδή για την μεταβίβαση της ευθύνης στους απογόνους τους. Αυτό είναι μεν ορθό μεταφυσικά, αλλά δεν μπορεί να την επιβάλει στην πράξη ο άνθρωπος πέραν ενός σύντομου χρονικού ορίου. Γιατί; Επειδή δεν διαθέτει τις ηθικές και αντιληπτικές εγγυήσεις για να το κάνει. Γιατί, τι θα γίνει με τη μεροληψία της μνήμης και της εφαρμογής; Τι θα κάνουμε; Θα αποφασίζουν γι’ αυτά το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αγόμενο από τα διάφορα συμφέροντα των μελών του; Ή οι νόμοι για την ιστορικότητα του Ολοκαυτώματος;

3. Υπάρχει κίνδυνος με μία τέτοια ελλειμματική αντίληψη να ξεχαστεί τελικά το γεγονός ότι ο Χίτλερ, πέραν του άμετρου μίσους που έτρεφε για τους Εβραίους προσωπικά, μισούσε και άλλους ως μη «άρειους» και ότι ήταν επικίνδυνος κυρίως επειδή μισούσε την ανθρωπότητα σαν σύνολο. Και μόνον με το ότι πίστευε πως η φυλή του ήταν ανώτερη από όλες τις άλλες είχε ήδη βάλει τις βάσεις του ναζισμού. Όταν όμως άρχισε να επιχειρεί την πραγμάτωση των στόχων του, ήταν πλέον ένας αποκαλυμμένος εχθρός της ανθρωπότητας. Δεν πρέπει να υποκατασταθεί η σύγκρουση της ανθρωπότητας με το τέρας του ναζισμού από μία πολύ επιμέρους σύγκρουση μέσα στα πλαίσιά της, γιατί έτσι κινδυνεύουμε όλες τις συγκρούσεις διμερείς ή προσωπικές να τις συγχέουμε με τις οικουμενικές και ολοκληρωτικά ηθικές, αλλά και το αντίστροφο επειδή όλα αρχίζουν να εμφανίζονται στο πεδίο της πράξης ανάμεσα σε συγκεκριμένους αντιπάλους και μόνον στο τελικό στάδιο (όταν είναι ήδη αργά) καταλαβαίνουμε το μέγεθος του καθολικού κινδύνου.

4. Ένα τρίτο θέμα, που θα έπρεπε ίσως να λάβουμε υπόψη μας ακριβώς για το προαναφερθέν ζήτημα της μεροληψίας και της ατελούς αντίληψής μας, είναι το ότι δεν ζητήθηκαν ποτέ αποζημιώσεις από εκείνες τις επιχειρήσεις των συμμαχικών μας χωρών που ακόμη και στη διάρκεια του πολέμου πωλούσαν πρώτες ύλες στους ναζί με τις οποίες αυτοί κατασκεύαζαν τα όπλα τους και άλλα. Αυτό που έκαναν ήταν ή δεν ήταν ουσιώδης συμβολή στη γενοκτονία όλων των λαών στην οποία επιδόθηκαν οι ναζιστικές στρατιές; Σήμερα στα διάφορα και συχνά εμπάργκο που εφαρμόζονται (από τη Δύση) ενάντια σε διάφορες χώρες εμποδίζονται να εισαχθούν σε αυτές ως στρατηγικής σημασίας ακόμη και τα φάρμακα για τους ασθενείς! Ο τομέας λοιπόν της οικονομίας έχει βγει τελικά έξω από κάθε ηθική κρίση, σαν να έχει μια μεταφυσική ηθικότητα μέσα στη φύση του που τον καθιστά ανέγγιχτο.

Αυτό είναι μία κατάφωρη ατέλεια στην αντίληψή μας που εγγυάται ότι η εφαρμογή απόλυτων κανόνων θα συντείνει μόνον στην ενίσχυση και πάλι του κακού –άθελά μας. Μην ξεχνάμε ότι και η Γαλλία μετά τον Α΄Παγκ.Πόλεμο είχε τάση ρεβανσισμού και αποζημιώσεων ενάντια στη Γερμανία, αλλά αυτό πίεσε τελικά τόσο πολύ τη Γερμανία που έδωσε την ευκαιρία στο ναζισμό να ανέλθει στην εξουσία. Και η Γαλλία δεν ήταν καν έτοιμη για να τον αντικρούσει! Αυτή είναι η ειρωνεία της τύχης.

5. Αναφέρει επίσης ο συγγραφέας ότι η Ευρώπη πρέπει να συμφιλιωθεί πραγματικά. Πέραν όμως του ότι οι αποζημιώσεις δεν πρόκειται να συμβάλουν στη συμφιλίωση, ίσα-ίσα μάλιστα!, θα πρέπει να δούμε και σοβαρά την πιθανότητα να πρέπει να συμφιλιωθεί όλος ο πλανήτης. Είναι αργά πια, με μια τέτοια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, να μιλάμε με τα παλιά περιορισμένα όνειρα μιας συμφιλιωμένης Ευρώπης ή Δύσης. Είναι μάλλον καιρός να έλθουμε κοντά σε μια άλλη σκέψη –τη μόνη ίσως που θα μπορέσει να αποτρέψει τη σύγκρουση- της αποκατάστασης ειλικρινών και ειρηνικών σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις χώρες. Όχι από ιδεολογική προσκόλληση σε κάποιο μαξιμαλιστικό πρότυπο, αλλά επειδή είναι φανερό ότι δεν υπάρχει άλλη σωτηρία στην παρούσα κατάσταση της οικονομίας, των όπλων, των πολιτισμών, της εχθρότητας ανάμεσα σε έθνη, κοινωνικές ομάδες, άτομα και των λοιπών καταστάσεων της ανθρωπότητας. Εκτός αν μιλάμε για μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία που θα συνυπάρχει ταυτόχρονα με έθνη και περιοχές περιφερειακής ισχύος (π.χ. Ευρώπη, Αφρική, Ασία κλπ.). Αυτά τα δύο πώς θα συμβιβαστούν (το όλο και τα μέρη); Εκτός και αν δεχθούμε την οικονομία ως πανηγυρικά πλέον υπερκείμενη των εθνών, κρατών και περιφερειών δυνάμεως. Αυτό θα συμβεί αναπόφευκτα, γιατί ο τομέας της μέγιστης σύνθεσης θα έχει και τη δύναμη επιβολής λόγω της συσσώρευσης ολικής ισχύος με την έννοια του χρήματος, του ελέγχου και της πληροφορίας.  Η ισότητα όμως των διεθνών διακηρύξεων, η ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν πρέπει να αφεθούν στα χέρια της οικονομικής ισχύος και από ό,τι φάνηκε ούτε η ίδια η οικονομία πρέπει να αφεθεί ολοκληρωτικά σε αυτά τα χέρια.

6. Η τελική αποζημίωση που κανείς δεν τη σκέφθηκε είναι αυτή που οφείλουμε στην ίδια τη φύση. Αυτά τα υπανθρώπινα βασίλεια που ο άνθρωπος πάντοτε θεωρούσε ως κτήμα του και ως υποκείμενα στην αλόγιστη βούλησή του. Ποιος θα μιλήσει για λογαριασμό της φύσης που και ο τότε πόλεμος, αλλά και οι σημερινοί, τα όπλα, οι πυρηνικές δοκιμές και ο τρόπος της ζωής του ανθρώπου έχουν εξαντλήσει; Και φθάσαμε να μιλάμε για το πρόβλημα αυτό μόνον τώρα που η καταστροφή της φύσης πλήττει και εμάς τους ίδιους, αλλά και πάλι παζαρεύουμε να γλυτώσουμε χρόνο και χρήμα, αφήνοντας τους επόμενους να σηκώσουν το βάρος! Πρέπει να το κατανοήσουμε ότι το πρόβλημα των ανθρώπινων σχέσεων περνάει αναπόφευκτα και μέσα από τη σχέση με τη φύση. Μόνον με αυτή την ηθελημένη και χωρίς συμφέρον ταπείνωση της ισχύος απέναντι σε αυτό που είναι πραγματικά αδύναμο μπορούμε πραγματικά να πούμε ότι εξαγνίζουμε το παρόν και ότι, για να έλθουμε σε αυτό που έλεγε και ο συγγραφέας του άρθρου στο οποίο αναφερθήκαμε, γίνεται μία αναγέννηση του κόσμου.

[1] (http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_12_16/01/2009_299505)

16 Ιανουαρίου 2009, 

Ιωάννα Μουτσοπούλου, Δικηγόρος
Μέλος της γραμμτείας της ΜΚΟ ΣΟΛΩΝ