ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ, ΣΥΝΘΕΣΗ & ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΕΩΝ

ΒΙΩΣΙΜΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (Α΄ΜΕΡΟΣ) (του Γιάννη Ζήση)

viosimi dimokratia 1 - Σόλων ΜΚΟ
image_pdfimage_print
viosimi dimokratia 1 - Σόλων ΜΚΟΣτον σύγχρονο κόσμο, την κύρια θέση στη δημόσια σφαίρα κατέχει η πολιτική και περιλαμβάνει όχι μόνον την πολιτική που ασκούν οι πολιτικοί, αλλά και την πολιτική των ισχυρών οικονομικών παραγόντων των μέσων ενημέρωσης, την πολιτική της κοινωνίας των πολιτών και όλων των πλευρών της πραγματικότητας, στη δυναμική ενός κυκεώνα. 
Πρέπει να σημειώσουμε ότι τοποθετούμαστε ιδεολογικά υπέρ της δημοκρατίας, διότι θεωρούμε ότι η δημοκρατία είναι η πλέον βιώσιμη αγορά της πολιτικής και, επιπλέον, γιατί, εκπληρώνει την απαίτηση μιας ψυχολογικής και συμμετοχικής ανοικτότητας στον ρόλο του καθενός. Αποτελεί πεδίο συγκερασμού των ελευθεριών και των υποχρεώσεων όλων, αντίληψης κοινών συμφερόντων, λειτουργιών και αναγκών και διέξοδο της πολιτικής.  Η βιωσιμότητα της πολιτικής δεν μπορεί να νοείται παρά μόνο εντός της δημοκρατίας.

Τί είναι αυτό που μπορεί να κάνει βιώσιμη τη δημοκρατία;

Πρωταρχικά, η δημοκρατία πρέπει να επιδιώκει μια πολιτική βιωσιμότητας τόσο για τον εαυτό της όσο και για τον κόσμο.  Το μέτρο της επιτυχίας της βρίσκεται στην πολιτική βιωσιμότητάς της και στη μη αποκλειστική της σύνδεση με τους θεσμούς.  Οι θεσμοί, μόνοι τους, μπορούν να εκφυλιστούν σε δογματικές και παραδοσιακές διατυπώσεις ή να γίνουν τελείως υποκριτικοί στη λειτουργία τους.

Χρειάζεται να υπερασπίσουμε τη βιωσιμότητα της δημοκρατίας τόσο στο θεμέλιο όσο και στο εποικοδόμημα. Αν οι θεσμοί και ο τρόπος παραγωγής της πολιτικής αποτελούν το θεμέλιό της, το εποικοδόμημα που συνδέεται με τον πολιτισμό της πολιτικής και τις σχέσεις επικοινωνίας που διαμορφώνουν τη δημοσιότητα είναι ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα.  Πολιτικά βιώσιμη είναι μια δημοκρατία εφόσον μπορεί να εκπληρώσει διαδικαστικά και πολιτισμικά τις υποχρεώσεις της και, ταυτόχρονα, να είναι πολιτικά επαρκής για τα προβλήματα, τα ζητήματα, τις αναζητήσεις και τις ανάγκες των μελών της κοινωνίας.

Επτά τομείς πάνω στους οποίους δοκιμάζεται η βιωσιμότητα της δημοκρατίας 

Θα θέσουμε επτά τομείς πάνω στους οποίους δοκιμάζεται η βιωσιμότητα της δημοκρατίας και της πολιτικής, καθώς είναι αλληλένδετες, στον βαθμό που η δημοκρατία πρέπει να ασκεί μια πολιτική βιωσιμότητας και προόδου:

1. Η ελαχιστοποίηση του πολιτικού αποκλεισμού.

Η βιώσιμη δημοκρατία έχει ως δέσμευσή της την ελαχιστοποίηση του πολιτικού αποκλεισμού και οφείλει να διατηρεί συνθήκες που φθείρουν, περιορίζουν και εξαφανίζουν  τον πολιτικό αποκλεισμό, είτε αυτός είναι ενεργός είτε λανθάνων και αδρανής, προερχόμενος από την πολιτιστική υποανάπτυξη της πολιτικής μας συμμετοχής και του πολιτικού μας ενδιαφέροντος.  Ο περιορισμός αυτός πρέπει να επιτευχθεί τόσο στο θεσμικό πλαίσιο, με στιβαρές και φιλικές διαδικασίες για τον πολίτη και την κοινωνία των πολιτών, όσο και με διαδικασίες ανοικτότητας και συμπλήρωσης του συστήματος, με τη φαντασία και ευφυΐα των νέων εκφράσεων του πολιτικού δυναμικού των πολιτών, ώστε να εξασφαλίζεται ποιότητα στην πολιτική.  Η ποιότητα στη πολιτική μπορεί να προέρχεται από όλους και πρέπει να αναγνωρίζεται σε όλες της πηγές της και τις εστίες της.  Αυτές βρίσκονται ακόμη και μέσα στον χώρο των ανωνύμων πολιτών, οι οποίοι δικαιούνται την επώνυμη αναγνώριση και επώνυμη συμμετοχή στις ιδέες και στις διαδικασίες υλοποίησής τους.

Η πολιτική ελαχιστοποίησης του αποκλεισμού πρέπει να βασιστεί στην αναπτυξιακή πολιτική και στη συμμετοχική πολιτική παιδεία.  Η θεσμική πρόληψη του πολιτικού αποκλεισμού με σκοπό την πάταξή του δεν είναι επαρκής αν δεν υπάρχει αναπτυξιακή και ποιοτική πολιτική παιδεία και συμμετοχή.

2. Η εξασφάλιση αξιακής, αξιόπιστης, και εναλλασσόμενης  αντιπροσώπευσης.

Η δεύτερη γραμμή στην οποία κρίνεται η βιωσιμότητα της δημοκρατίας είναι στο τομέα της αντιπροσώπευσης.  Αναγνωρίζουμε ότι στην ανάπτυξη μιας συλλογικής ηγεσίας στη δημοκρατία, χρειάζεται η αντιπροσώπευση. Απαιτείται, επίσης, η αξιακή αναγνώριση, μαζί με τη διαμεσολαβητικές διαφορές στην ποιότητα, με τρόπο διαφανή και ανοικτό στις επιλογές και στην εκτίμηση των πολιτών.

Η αντιπροσώπευση, ωστόσο,  γνωστή ως κοινοβουλευτισμός, και όχι μόνο, πρέπει να διέπεται από κάποιους κανόνες δημοκρατικότητας.  Πρέπει να περιέχει μια διασφάλιση εναλλακτικότητας τόσο στην τυπική, θεσμική πλευρά όσο και στην πολιτισμική και επικοινωνιακή, με τους όρους αξιοπιστίας δέσμευσης στην αγορά της αντιπροσώπευσης.  Ο αντιπρόσωπος πρέπει να συνδέεται με ανάδραση με αυτούς που αντιπροσωπεύει, ενώ, ταυτόχρονα, οι διαδικασίες της αγοράς και της ανάδειξης των αντιπροσώπων πρέπει να είναι αξιόπιστες.

3. Η απεξάρτηση από τις ιδιωτικές πελατειακές παρεμβάσεις και δυνάμεις.

Η τρίτη γραμμή συνδέεται με την απεξάρτηση από τις ιδιωτικές, πελατειακές παρεμβάσεις και δυνάμεις.  Συνδέεται με τη θεσμική ανάπτυξη και κατοχύρωση των θεσμών. Αυτή η απεξάρτηση από τις «οικειότητες» τις ιδιωτικές ή τα ιδιωτικά συμφέροντα αναφέρεται κυρίως στην απεξάρτηση από συμφέροντα που κατέχουν μεγάλο όγκο δυνάμεως και ισχύος που είναι συγκεντρωμένος είτε σε μεγάλους ομίλους, είτε σε μικρότερους, είτε σε μεμονωμένα άτομα. Δεν αναφέρεται σε ζητήματα που αφορούν την ανθρωπιστική και προοδευτική ευαισθησία, τη νίκη κατά της αδιαφορίας και της αναλγησίας του κράτους, της κυβέρνησης, της πολιτείας και της πολιτικής, η οποία αποτελεί, ουσιαστικά, τον τέταρτο άξονα της βιώσιμης δημοκρατίας.

4.Η απελευθέρωση από τη θεσμική αποπροσωποποίηση που λειτουργεί ως άλλοθι της αναλγησίας και της σκληρότητας.

Η βιώσιμη δημοκρατία οφείλει να κατοχυρώσει την ελευθερία της διακυβέρνησης από τη θεσμική αποπροσωποποίησή της που λειτουργεί ως άλλοθι της αναλγησίας και της σκληρότητας του κράτους. Αυτή η υπερνίκηση της θεσμικής αποπροσωποποίησης –μοιάζει παράδοξο– πρέπει να γίνει με όρους θεσμικής κατοχύρωσης και με διαφάνεια.

Το κράτος έχει λειτουργήσει σαν ένα τυραννικό και φθονερό «υπερεγώ» και έχει, συχνά, χρησιμοποιήσει ως κυρίαρχη έκφρασή του το «διαίρει και βασίλευε», εκμεταλλευόμενο τον φθόνο και την τάση των ανθρώπων να μην είναι αλληλέγγυοι μεταξύ τους.  Φροντίζει ώστε να μην δρουν οι πολίτες με τρόπο που να θεραπεύεται το πρόβλημα των συνανθρώπων τους, ένα πρόβλημα που μπορεί να είναι πρόβλημα των αδύναμων, των ανίσχυρων, ή ακόμα κι ένα προσωπικό πρόβλημα ή μια ιδιοτυπία λόγω μιας συγκυρίας στην οποία συμμετέχουμε και είμαστε συνυπεύθυνοι και εμείς.

Για να κατανοήσουμε τη σημαντικότητα αυτού του ζητήματος, πρέπει να καταφύγουμε στο πεδίο παραγωγής του δικαίου, το οποίο ξεκινά από τη διαπίστωση του δικαιώματος.  Δεν είναι νοητό και θεμιτό να εξαιρέσουμε τον νόμο από μια ευελιξία απέναντι στο δικαίωμα.  Η διαπίστωση του δικαιώματος δεν δημιουργεί παρακαμπτηρίους απέναντι στον νόμο. Στα αρχικά της στάδια είναι ουτοπική.  Έχει χαρακτηριστικά που δεν εξατομικεύονται.  Περιλαμβάνει επίσης στοιχεία, σχετικώς, μη πραγματιστικά στη λειτουργία των συνθηκών.  Η ολοκλήρωση, όμως, της διαπίστωσης του δικαιώματος οδηγεί στην εξατομίκευση και στον πραγματισμό.
Το πρόβλημα για το δίκαιο είναι το πως μπορεί να εφαρμοσθεί στην πράξη και να επιδείξει την ωφέλειά του αλλά και το ωφελιμιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος, το οποίο ανήκε και αφορά όλους.

Αυτό είναι ένα θεμελιακό πρόβλημα για τη μετεξέλιξη του νόμου από το πεδίο ενός στερητικού υπερεγώ σε ένα πατρικό υπερεγώ, σε ένα υπερεγώ οικείο,  όπως θα λέγαμε στην ψυχανάλυση.

Η λύση αυτού του θεμελιακού προβλήματος παρέχει την ερμηνεία του διαχειριστικού ελλείμματος του δικαίου.  Το διαχειριστικό έλλειμμα του δικαίου φαίνεται τόσο από τις «χάρτες των δικαιωμάτων του ανθρώπου» των παγκόσμιων οργανισμών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από θεμελιακό έλλειμμα πραγματισμού, όσο και από τις συνθήκες ατομικής πελατειακότητας της πολιτικής λειτουργίας.  Το έλλειμμα του πραγματισμού πρέπει να καλύπτεται διαρκώς από την πολιτική.  Αυτός είναι όρος για την αειφόρο και τη δημοκρατική πολιτική.  Η πολιτική πρέπει να είναι το πεδίο της σύμπτωσης του δικαιώματος με τη ζωή.  Με την έννοια αυτή, έχουμε να σχηματίσουμε μια νέα πολιτική πράξη και πρακτική που θα αποβλέπει στο να προστατεύει και να ενθαρρύνει την άσκηση των δικαιωμάτων στην καθολικότητά τους και στην ατομική περίπτωση.  Για παράδειγμα, το δικαίωμα της ελευθερίας από τη φτώχεια είναι ένα δικαίωμα που μας αναγορεύει όλους σε κοινωνικά όντα και δεν μπορεί να καλυφθεί από τον απόλυτο ατομικισμό της μεθόδου της οικονομικής ανάπτυξης.  Εδώ ακριβώς είναι που χρειάζεται η ενεργός παρουσία της πολιτικής.

Οι έννοιες του μερισμού, του κοινού περιουσιακού στοιχείου και του κοινού αγαθού περιλαμβάνουν και τις δημόσιες υπηρεσίες, που λειτουργούν ως παράγοντες συνολικής υπεραξίας για την αγορά.   Επίσης, αποτελούν ένα δομικό εργαλείο για την ερμηνεία και αξιοπιστία αυτής της μεθόδου και της ενεργοποίησης του δικαιώματος.  Το ζήτημα και το ζητούμενό μας είναι να σπάσουμε το φράγμα που υπάρχει μεταξύ του θεωρητικού δικαιώματος και του δικαιώματος στην πράξη.  Το δικαίωμα στην πράξη δεν είναι πλέον μόνον τοπικό, αλλά αφορά πολλά δισεκατομμύρια ανθρώπων και πολλές ιδιαίτερες περιπτώσεις. Έχουμε πλέον ενός είδους ενδιάμεσης κατάστασης εφαρμογής του δικαιώματος.

Η πολιτική είναι το εργαλείο των  καθολικών και των ατομικών δικαιωμάτων και κάθε ενδιάμεσης βαθμίδας τους. Με την έννοια αυτή, προσδιορίζεται και η ευχέρεια της μεθόδου της πολιτικής.  Η μέθοδός της μπορεί και πρέπει να είναι αρμόζουσα στη λογική και τη γενική ανάλυση των δικαιωμάτων και να τα τεκμηριώνει. Εδώ ακριβώς συναντιούνται η δημοκρατία, η πολιτική, ο νόμος και η κοινωνία, που περιέχει και τους πολίτες.  Για να αποκτήσουν ουσιαστικό και υπαρξιακό χαρακτήρα, τα δικαιώματα λειτουργούν μέσα από τις συνθήκες της καθημερινής ζωής ως παράγοντες αλλαγής των συνθηκών. Χωρίς αλλαγή των συνθηκών και των σχέσεων, δεν μπορούμε να πραγματώσουμε τα δικαιώματα. Συνεπώς, το να καταφεύγουμε στη στατικότητα ενός τυραννικού υπερεγώ, ακόμη και αν αυτό είναι δημοκρατικά κατοχυρωμένο, είναι καθαρά μια πράξη πολιτικής βαρβαρότητας και αναίρεσης της πολιτικής βιωσιμότητας.

Τα δικαιώματα είναι ένα πεδίο δυνατοτήτων.  Εμείς οφείλουμε να σχηματίσουμε τη συνάρτηση που συνδέει το πεδίο ορισμού των δυνατοτήτων αυτών με το πεδίο της κατάληξης και της αξιοποίησής τους. Αυτή η συνάρτηση είναι πολιτική – είναι η δουλειά της πολιτικής.  Αποτελεί τη σύνθεση του λόγου των δικαιωμάτων με τις υπάρχουσες συνθήκες, μέσα από τη δοκιμή βιώσιμων –ανάλογα με τις συγκυρίες– λύσεων, θεσμικών και κοινωνικών.  Δεν πρέπει να εκθέσουμε τα δικαιώματα σε μη βιώσιμες καταστάσεις που μέσα τους έχουν την παλίνδρομη κίνηση και την αντιστροφή.  Από εδώ απορρέει η ανάγκη ενός ηθικού ρεαλισμού της πολιτικής, ενός ρεαλισμού που είναι ηθικά συναφής με το δικαίωμα και πραγματώνεται με τη δέσμευση της μεθόδου.  Οι μέθοδοι της πολιτικής πρέπει να είναι  ρεαλιστικές ώστε να επιτυγχάνουν τη βιώσιμη αλλαγή και ιδεολογικά συνεπείς ώστε το αποτέλεσμα να είναι η πρόοδος και η βιώσιμη μεταρρύθμιση των συνθηκών και των σχέσεων.  Αυτό, ωστόσο, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τη βιωσιμότητα της πολιτικής είναι να αναγνωρίσουμε την αξία των δικαιωμάτων στο πεδίο της πράξης και της πραγμάτωσής τους ώστε αυτά να μην είναι κάτι αποξενωμένο από τον καθημερινό βίο του ανθρώπου.

Γιάννης Ζήσης, συγγραφέας

16 Οκτωβρίου 2008

Φωτογραφία: pixabay.com

(solon.org.gr)


Διαβάστε επίσης, Βιώσιμη Δημοκρατία – Β΄ Μέρος

Σχετικά άρθρα