1

Ζ. ΒΙΩΣΙΜΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ (του Γιάννη Ζήση)

Μια πρόκληση ώστε οι θρησκείες και οι άνθρωποι να υπηρετήσουν την ανάγκη
Ο Μυστικός Δείπνος, η Ανάσταση και η βιώσιμη θρησκευτικότητα
Το πυρ τον καταναλίσκον μας απελευθερώνει από την αλλοτρίωσή μας, και το πυρ το εξώτερον είναι η αλλοτρίωσή μας – για αυτό είναι και εξώτερον.

Εμείς είμαστε οι τροφοδότες αυτού του πυρός μέσα στην καθημερινότητά μας, την οποία  καθιστούμε αβίωτη, καθώς κενώνουμε την προσωπικότητά μας από τις δυνάμεις της ευτυχίας, κυνηγώντας φαντάσματα ευημερίας σε δρόμους απληστίας, θεωρώντας ανεπαρκές οτιδήποτε έχουμε και διεκδικώντας το άπειρο, όντας ανίκανοι να υπηρετήσουμε –ζητώντας μόνο να υπηρετηθούμε.

Εμείς μετατρέπουμε τον κόσμο σε εξώτερο πυρ και κενώνουμε την προσωπικότητα από τη βίωση της ψυχής, της αιώνιας ζωής και της Παρουσίας του Είναι, του σώματος της δόξης, το οποίο είναι ελεύθερο από την αλλοτρίωση μέσα στη χαρισματική αυθεντικότητα της δημιουργίας, της ζωής και της εναίσθησης.

Υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση μια διαρκής τραγικότητα. Είναι φανερό ότι δεν είναι άμεσα υλοποιήσιμες οι προφητείες που αφορούσαν την αβλαβή συμβιωτικότητα. Ωστόσο, είμαστε στην αρχή ενός δρόμου και, πρωταρχικά, ο δρόμος για εμάς συνδέεται με το να ξεπεράσουμε τον φόβο του θανάτου ως κινήτρου που κατέχει τη ζωή μας και μας οδηγεί σε μια απληστία, τόσο μεταφυσική όσο και υλιστική.

Η εναρμόνιση της ζωής μας με το αληθινό, το ωραίο και το αγαθό διαμορφώνει τη συνείδησή μας στο ύψος του σώματος της δόξης, που είναι ελεύθερο από το εξώτερο πυρ, στο βάθος της εσωτερικότητας, που είναι αδιατάρακτη απέναντι στα γεγονότα και στις επιθυμίες χωρίς νόημα. Από αυτό το πεδίο διαμορφώνεται το εκκλησίασμα και, όπως θα έλεγε ο Γρηγόριος ο Νύσσης, από αυτό το πεδίο ομιλεί ο Εκκλησιαστής.

Με την αναφορά ότι τελικά στον Μυστικό Δείπνο υπάρχει η λυδία λίθος της βιωσιμότητας, σε αυτήν την οντολογική προστασιακή συντροφικότητα, κλείνουμε την αφήγησή μας στη βιώσιμη θρησκευτικότητα και θρησκεία και –γιατί όχι– στη θρησκεία της βιωσιμότητας και τη θρησκευτικότητα της βιωσιμότητας.

Ο κόσμος για να διατηρηθεί χρειάζεται αυτό ακριβώς το πλεόνασμα ψυχής που εκφράζει το πνεύμα της διακονίας στον Μυστικό Δείπνο. Στο πνεύμα του Μυστικού Δείπνου υπάρχει το μυστήριο της αειφορίας, της συνέχειας και της διατήρησης. Σε αυτόν τον εθελοντισμό της Ύπαρξης, τον υπαρξιακό εθελοντισμό, αυτοπαρουσιάζεται το πνεύμα –μόνο που πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Μυστικός Δείπνος δεν προσφέρεται για θεατρικές κινήσεις και για αδιακρισία. Κάθε βιωματικός επιμερισμός του υπερβατικού έχει μέσα του τον πειρασμό του ολοκληρωτισμού και της αδιάλλακτης αυθεντίας. Ένας τέτοιος δρόμος δεν οδηγεί στην ταπεινότητα, και γι’ αυτό έχει λεχθεί ότι ο πνευματικός εγωισμός  είναι μείζον πρόβλημα, καθώς υποδηλώνει ιδιοτέλεια και όχι αφιλόδοξη ταυτότητα. Όσο περισσότερο εξευγενισμένη είναι η ιδιοτέλεια τόσο πιο δυσεξιχνίαστη γίνεται και τόσο πιο  επικίνδυνη είναι. Γι’ αυτό μας χρειάζεται ένας επικοινωνιακός αφοπλισμός, για να μπορέσουμε να μετάσχουμε πραγματικά στο πνεύμα του Μυστικού Δείπνου.

Η προτεραιότητα είναι στο ηθικό υπόδειγμα. Όμως, πέρα από αυτό, η ευθύνη μας είναι να στελεχώσουμε τη θρησκεία με όλες τις αλήθειες και όχι με αυτό που θεωρούμε αλήθεια. Πραγματικά, δεν μπορεί να βρεθεί ανώτερη θρησκεία από την αλήθεια. Είναι μια ποιητική αλήθεια και δεν είναι δεδομένη ως επιστημονικός ολοκληρωτισμός. Η θρησκεία δεν μπορεί να είναι ανώτερη από το αγαθό ή το ωραίο. Πνευματική επικοινωνία μπορεί να απελευθερωθεί και απελευθερώνεται όλο και πιο πολύ μαζί με κάθε άλλη μορφή επικοινωνίας. Είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε έναν δρόμο επικοινωνίας και αμοιβαίας σύμπραξης για την ανακαίνιση της θρησκευτικότητας. Δεν λέμε, κατ’ ανάγκη, της θρησκείας ή των θρησκειών, γιατί το πρωταρχικό είναι να δούμε τόσο επικοινωνιακά όσο και στην πράξη τα ελλείμματα που υπάρχουν και να τα καλύψουμε. Είναι αλήθεια ότι άλλοι τομείς συνεισφέρουν πολύ περισσότερο ηθικά, βιοτικά αλλά και πνευματικά στον σύγχρονο άνθρωπο  από τις θρησκείες, οι οποίες παλινδρομούν με αναμνήσεις των εποχών της εξουσίας τους.

Η θρησκεία δεν μπορεί πια να αρκείται σε μια εξαγγελία αγάπης χωρίς περιεχόμενο και φαντασία στη δράση, χωρίς ζωή, σε μια εποχή που αρχίζει να αναφαίνεται, σαφέστατα,  κυρίαρχο το ζήτημα της θέλησης για το καλό. Η θέληση για το καλό υφίσταται και ως αναγνώριση της πρόνοιας του σχεδίου και του χρόνου, ως δυναμικού παράγοντα που συνδέεται με τη βιωσιμότητα. Η νέα θρησκευτικότητα που αποβλέπει στη βιωσιμότητα και στην προσφορά της θρησκείας πρέπει να σταθεί σαν ένας διαρκής σπερματικός λόγος για την πρόοδο της ανθρωπότητας,  την αναγνώριση του Λόγου στην πλανητική οικουμενικότητα και την ανάπτυξη ενός σχεδίου βιωσιμότητας.

Αυτό θα πρέπει να το κάνει, οργανώνοντας τη συνάντηση αυτής της σπερματικότητας, όπως και τη συνάντηση του επίκαιρου λόγου, με το Λόγο του μέλλοντος,  με οικουμενικές γιορτές που δεν θα είναι κυρίως θρησκευτικές αλλά  πολιτισμικές πράξεις θρησκευτικότητας. Χρειαζόμαστε διαύλους και δίκτυα επικοινωνίας, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι οδηγούμαστε από πρωτοβουλίες των ηγετών των μεγάλων εκκλησιών στη θέσπιση διεθνών οικουμενικών και δια-θρησκευτικών δικτύων συνάντησης, όπως αυτές που πραγματοποιούνται στο Φανάρι, την Ασίζη και σε άλλα μέρη. Πιστεύουμε ότι αργότερα θα υπάρξουν σημεία που δεν θα είναι αποκλειστικά δια-θρησκευτικές συναντήσεις αλλά δια-τομεακές, του παγκόσμιου πνεύματος, στις οποίες θα μπορέσει να συναντηθεί η θρησκεία με την πολιτική, την οικονομία, την επιστήμη, τη τέχνη και τους πολιτισμούς.

Παράλληλα, ένα μέγιστο θρησκευτικό ζήτημα είναι η ανάπτυξη του ανθρώπου και το πέρασμά του από την βαθμίδα της τυφλής ενορμητικότητας, της αναγκαστικής και καταναγκαστικής ρύθμισης, σε μια συνειδητή ρύθμιση που διασκεδάζει πραγματικά με τη δημιουργία, μετουσιώνει την αγοραία αναγκαστικότητα, τόσο της εργασίας όσο και της διασκέδασης, σε ένα πεδίο δημιουργίας που προχωράει σε μια βίωση του κόσμου της έννοιας, ενώ δημιουργεί και απολαμβάνει τη δημιουργία και τη στοχαστικότητα και, στη συνέχεια, οδηγείται στη μεταμόρφωση της προσωπικότητας, μέσα σε ένα πλαίσιο αφιλόδοξης ταυτότητας και ομαδικότητας. Είναι μια διαδικασία νηπτικής μύησης στο Είναι.

Στην πραγματικότητα, χρειάζεται να οργανώσουμε και να ολοκληρώσουμε μια παιδεία πνευματικότητας δίπλα από την κοινωνία της πληροφορίας και του πολιτιστικού πληθωρισμού. Ο άνθρωπος πλέον θα γίνεται επαρκής, αντισταθμιστικός και συμπληρωματικός παράγοντας του χαοτικού πληθωρισμού, των δικτύων επικοινωνίας, των δικτύων πληροφόρησης και δράσης της παγκοσμιοποίησης, ώστε να μπορεί να ζει με κέντρο τον εαυτό του, χωρίς να είναι εγωκεντρικός· να μπορεί να διαμορφώνει μια ένθερμη γειτονιά μέσα στην οικουμενικότητα, να αυτοπραγματώνεται απελευθερωτικά, χωρίς να περιθωριοποιείται ή να αποκλείεται και χωρίς να απαιτεί αναγνώριση.

Αυτές οι διαδικασίες και οι μέθοδοι της εξέλιξης είναι συνυφασμένες τόσο με την ανάπτυξη της εσωτερικότητας όσο και με την ανάπτυξη της υπηρεσίας, της διακονίας, του πνεύματος της χορηγίας και του εθελοντισμού. Τα βήματα της ανάπτυξης που συμβολοποιούνται στη Γέννηση της Βηθλεέμ και στη Βάπτιση στον Ιορδάνη ποταμό είναι βήματα που πρέπει να γίνουν κατανοητά με όρους ψυχολογικής, κοινωνικής και δημιουργικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Σε αυτήν την προσπάθεια της πνευματικής ανάπτυξης πρέπει να είναι αφιερωμένη η καλύτερη δυναμική της ανθρωπότητας.

Αν χρειαζόμαστε μια πνευματική εμπειρία, αυτή είναι της Ανάστασης του Χριστού. Πρέπει να τερματίσουμε πια αυτό τον δεύτερο θάνατο, τη δεύτερη σταύρωση του Χριστού που πραγματοποιήσαμε με τόση άνεση και τόση βέβηλη αλαζονεία, σκιάζοντας απραξιακά το μήνυμά του με βερμπαλισμούς και με εγωκεντρικές προσεγγίσεις. Πέρα, λοιπόν, από τον ναρκισσισμό μας μπορούμε να νιώσουμε ότι μέσα στην επίτευξη αφιλόδοξης ταυτότητας ενυπάρχει η Ανάσταση του Χριστού, η πραγμάτωσή Του και η παρουσία Του και όχι μέσα στην κενολογία και την υλιστική τυπικότητα.

Μεγάλοι Ενδοσκόποι και Λειτουργοί του πνεύματος της διακονίας, που έχουν εκφραστεί σε όλους τους τομείς, μπορούν και πρέπει στη σύγχρονη και μελλοντική εποχή να συμπαρουσιάσουν το έργο τους. Πρέπει να φανεί, με αυτό τον τρόπο, η συμπληρωματικότητά τους λειτουργώντας εποικοδομητικά, σαν γέφυρα, που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση, τον Βορρά με το Νότο, τα προβλήματα, τις ανάγκες και τις λύσεις, μέσα στο πνεύμα των μεγάλων ελευθεριών, των μεγάλων αναζητήσεων και συνεργασιών. Αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ένα εγχείρημα καθαρά πολιτικό, πρέπει να είναι και θρησκευτικό.

Απορεί κανείς για την ανυπαρξία ή την απουσία τέτοιων δράσεων σε όλες τις θρησκείες. Στην πραγματικότητα, αυτές έχουν ξεχάσει κάθε έννοια αποστολής και ενδιαφέρονται για κάθε όψη κυριαρχίας. Η όποια κριτική ας μη γίνει, ωστόσο, επίκριση και ας μη μειώσει την ικανότητα της αγάπης προς τη συγκρινόμενη πραγματικότητα και κατάσταση.

Η αγάπη θα εκτρέψει, εν τέλει, τον ενθουσιασμό στην έκφραση του Πνεύματος της Ειρήνης, που είναι τόσο αναγκαίο για το μέλλον της ανθρωπότητας. Αυτό το Πνεύμα της Ειρήνης είναι αντίθετο στη χωριστικότητα, που τόσο πολύ έχει ταλαιπωρήσει την ανθρωπότητα και το πνεύμα, και είναι αντίθετη στη διακηρυγμένη αγάπη.

Πάντοτε, όμως, τονίζουμε ότι η αγάπη πρέπει να διαθέτει την αυτοσυντήρησή της μέσα από τη διάκριση. Τελικά, πρέπει υπαχθεί στη δύναμη της θέλησης για το καλό και να την επάγει. Η υπαγωγή της διακρίνουσας αγάπης στη θέληση για το καλό θα επιφέρει αυτόματα σωστές αξίες, επιβεβαιωμένες διαλεκτικά και διαλογικά, σωστή ομιλία, ορθό λόγο, ορθότητα ζωής  ή ορθό τρόπο ζωής, ορθό στοχασμό, ορθή έφεση και αναζήτηση, ορθή συμπεριφορά, ορθή προσπάθεια και ορθή μεταρσίωση. Η ορθότητα και η ελευθερία θα αποτελούν μια δυαδικότητα ζωτικότητας που είναι ελεύθερη από κάθε επιβολή και κάθε φόβο.

Υπάρχει ένα αναγκαίο μείγμα για να προκύψει η διάσωση του σύγχρονου πολιτισμού και πρόοδός του. Αυτό βρίσκεται στην Ανακαίνιση του Διαφωτισμού με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και περισσότερα ερείσματα  συναισθηματικής καταξίωσης και ανάπτυξης στη διατύπωση της πνευματικής ενότητας του χριστιανισμού, με ένα πνεύμα ανακαινιστικής ζωτικότητας στην πολιτιστική και επικοινωνιακή δημιουργία. Φυσικά, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν εγχειρήματα ουσιαστικότητας και ουσιαστικοποίησης τέτοια, αν δεν οδηγηθούμε σε μια κάθαρση, όπως αυτή, σε ένα μεγάλο βαθμό, σηματοδοτεί το κλείσιμο της τραγικότητας, η οποία πρέπει να θεραπευτεί, πριν θεμελιωθεί μια νέα δημιουργία. Αυτό είναι εμφανές και στον σύγχρονο κόσμο και στον σύγχρονο άνθρωπο, στην καθημερινότητά του. Προκειμένου ο άνθρωπος να ξεκινήσει ένα νέο ανανεωμένο κύκλο ζωής, χρειάζεται να απαλλαγεί από ό,τι τον καθηλώνει, έστω και αν αυτή η καθήλωση είναι προοδευτική. Η καθήλωση στον φαύλο κύκλο της τραγικότητας είναι ένα σαφές εμπόδιο για το πέρασμα στη μετα-τραγικότητα,  και η κάθαρση θα συντελεστεί τόσο με τις δυνάμεις της λογικής που οδήγησαν σε μια τόσο θαυμάσια θεατρική απόδοση του μυστηρίου της θεατρικότητας και, τελικά, της θρησκευτικότητας στην κλασσική αρχαιότητα, όσο και με την ανακαίνιση της ψυχικής υπόστασης. Η ανακαινιστική λογική και η ανακαίνιση της ψυχικής υπόστασης σχηματίζουν τον πυλώνα για το πέρασμα στη μετα-τραγικότητα.

Έχουμε εξοικειωθεί επικίνδυνα με τις λέξεις και ο όρος ψυχική ανακαίνιση δεν μας λέει πολλά ή δεν μας λέει πολλά το γεγονός ότι η ευσπλαχνία δεν αποτελεί ιδιότητα αλλά είναι ο νόμος των νόμων. Έχουμε χάσει την φαντασία που περιβάλλει και δημιουργεί τις λέξεις και την ψυχική αντίληψη που αναδεικνύει την πλήρη σημασία και την κυριολεξία μιας τέτοιας φράσης. Πραγματικά η κάθαρση βρίσκεται σε αυτό το δρόμο, την αναγκαία επίδειξη φαντασίας, και δημιουργείται γύρω από τις θεμελιώδεις εκφράσεις της ύπαρξης, όπως την ευσπλαχνία. Η ευσπλαχνία αποτελεί την αφετηρία της θυμικής μεγαλοφυΐας, ενώ παράλληλα μας οδηγεί στην καρδιά της υπόστασης και στην καρδιά της υπερβατικότητας. Η αγάπη ως υπόσταση και υπερβατικότητα είναι η ζωή της ανάστασης.   Διαφορετικά, προσεγγίζουμε την ανάσταση χωρίς την αγάπη, όταν ο Ίδιος ο Θεός είναι αγάπη. Μήπως προσδοκούμε να γίνουμε κάτι μεγαλύτερο από το Θεό μέσα από την χωριστικότητά μας;

Είναι καιρός, λοιπόν, για μια δεύτερη ανάσταση του Χριστού. Αυτή θα γίνει μέσα μας μια ανάσταση μηνύματος, για να συνεχίσουμε μια μακρά παράδοση για την αληθινή θρ%C