1

Ο Λαμιακός πόλεμος και οι επιπτώσεις του (του Γιάννη Ζήση)

Ο Λαμιακός πόλεμος, δεν έχει αναδειχθεί στην διάσταση που του αρμόζει τόσο σαν ένα μέρος της τοπικής ιστορίας όπως επίσης και σαν ένα μέρος της εθνικής αλλά και της παγκόσμιας.
Αυτό συνέβη για δύο λόγους:
Πρώτον είναι ένα γεγονός το οποίο αποτελεί μια θλιβερή μαρτυρία και είχε θλιβερές επιπτώσεις στην εθνική μας ιστορία καθώς συνδέθηκε μια μία σελίδα αμφισβητούμενης σύνεσης για την εξέλιξη των ζητημάτων της Ελλάδας.

Δεύτερον γιατί ταυτόχρονα με τον Λαμιακό πόλεμο, υπήρξαν άλλα σημαντικά γεγονότα πριν και μετά από αυτόν τα οποία αποτελούν ένα πεδίο ιστορικής έντασης, έναν ιστορικό μεγάκοσμο μέσα στον οποίο ο Λαμιακός πόλεμος φαντάζει ένα περιορισμένο και μεμονωμένο πεδίο γεγονότων. Ωστόσο ο Λαμιακός πόλεμος αποτελεί μία από τις τρεις μεγαλύτερες κρίσεις στην περίοδο την εγγύς πριν και μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου. Αναφερόμαστε στην εξέγερση που έγινε στην Βακτριανή, στην συνέχεια στον πόλεμο που έγινε με τα Θρακικά φύλα και τον οποίο είχε αναλάβει ο Λυσίμαχος και τέλος στον ίδιο τον Λαμιακό πόλεμο.
Από τα τρία γεγονότα, αυτό που είχε την μεγαλύτερη βαρύτητα, στρατιωτικά και πολιτικά ακόμη περισσότερο, ήταν ο Λαμιακός πόλεμος. Ο συνδυασμός αυτών των τριών γεγονότων αποτέλεσε την κρίση της μετάβασης προς τους πολέμους των Επιγόνων και το προανάγκρουσμα των πολιτικών εξελίξεων μετά από τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου με δεδομένο το ανολοκλήρωτο του έργου του.
Το στρατιωτικό μέγεθος της σύγκρουσης του Λαμιακού πολέμου από την μάχη στην Ηράκλεια ως την μάχη στην Κραννώνα της Θεσσαλίας έχει μια διακύμανση, ήταν πάντα αριθμητικά εγγύς στην στρατιωτική δύναμη της μάχης του Γρανικού. Η δύναμη των εμπλεκομένων συνολικά πλησίασε τις 90.000 ιδιαίτερα στη μάχη στο Θεσσαλικό πεδίο, αν και η αρχική εμπλοκή των δυνάμεων της κεντρικής και νότιας Ελλάδας, ήταν περίπου σταθερή με εξαίρεση το διάστημα που αποχώρησαν οι Αιτωλοί από την πολιορκία του κάστρου της Λαμίας.
Ο Λαμιακός πόλεμος για την Φθιώτιδα, σημαίνει την ανάδειξη για μία ακόμη φορά της περιοχής σαν πεδίου στρατηγικού. Το πέρασμα των Θερμοπυλών, το κάστρο της Λαμίας ως οχυρή θέση, στην συνέχεια οι μάχες στην Ηράκλεια και στην περιοχή του Δομοκού και στο Θεσσαλικό πεδίο της Φθιώτιδας, αποτέλεσαν, για μια ακόμη φορά μαρτυρία του πόσο σημαντική, λόγω του αναγλύφου, είναι στρατηγικά η περιοχή.
Ο Λαμιακός πόλεμος αποτέλεσε ένα πεδίο επίσης για την διαμόρφωση του τοπίου της αναμέτρησης και της σύγκρουσης, μεταξύ των Επιγόνων. Έδωσε την αφετηρία στον Αντίπατρο να ενεργήσει ως αναβαθμισμένος εκφραστής της Μακεδονικής ηγεμονίας, στον κυρίως ελλαδικό χώρο που είχε στρατηγική σημασία, μέσα από την διαδικασία επίσης ανάπτυξης σχέσεων με τον Λεωννάτο και με τον Κρατερό.
Ο Λαμιακός πόλεμος πέραν των άλλων, συνδέθηκε και με δύο σημαντικές ναυμαχίες, που αποτέλεσαν το τέλος της ναυτικής δυνάμεως της Αθήνας, τις ναυμαχίες της Αβύδου και της Αμοργού, που διεξήχθησαν με σημαντικό ναυτικό στόλο και από τις δύο πλευρές. Παράλληλα ο Λαμιακός πόλεμος έδειξε ότι για μια τελευταία φορά, η Νοτιοκεντρική Ελλάδα, μπορούσε να παίξει στρατηγικά με το στρατιωτικό της μέγεθος καθότι ήταν ιδιαίτερα επιτυχής η συγκέντρωση μιας δυνάμεως που υπερέβαινε τις 40.000 συνολικά. Η ανάπτυξη αυτού του στρατηγικού ρόλου έγινε με λάθος χρονική αφετηρία καθώς δεν ακούστηκε η εισήγηση του Φωκίωνος για αναβολή της λήψης της απόφασης σε μεταγενέστερη φάση, όπου σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα είχαν ξεσπάσει οι εμφύλιοι πόλεμοι των Επιγόνων και δεν θα ήταν ευχερές στον Αντίπατρο, με δεδομένες τις επιφυλάξεις που υπήρχαν για τον δικό του ρόλο, να συσπειρώσει τις δυνάμεις του Κρατερού και του Λεωνάτου, και να συμπράξει επίσημα μαζί του ο στόλος αλλά και άλλοι εκ των Επιγόνων.
Ίσως ένα σημαντικό ρόλο έπαιξε για την χρονική εκκίνηση η αβέβαιη, μέχρι εκείνη την στιγμή και σύμφωνα με τον χρόνο πληροφόρησης των Αθηναίων, εξέλιξη της εξέγερσης στα Βάκτρα, πέραν βέβαια της θυμικής έξαρσης και της δημαγωγίας. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ενδεχομένως υπήρξε μια σοβαρή ενθάρρυνση των Αθηναίων σε αυτή την κίνηση και στην ταχύτητα ανάπτυξης της πολεμικής διαδικασίας, μέσα και από τον ρόλο της Ολυμπιάδας σε σχέση και με τους Θεσσαλούς και με τους Μολοσσούς, καθότι μετά ακριβώς από το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, η Ολυμπιάδα με τις αρνητικές σχέσεις που είχε με τον Αντίπατρο και με την απόδοση του θανάτου του γιού της σε δολοφονία επέλεξε να λειτουργήσει ενάντια στη Μακεδονία.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει επειδή ακόμη και στην περίοδο του Φιλίππου, η Ολυμπιάδα είχε ξανακαταφύγει στο βασίλειο των Μολοσσών και αποτελούσε ένα επίκεντρο αντιπαράθεσης για την διαδοχή στο βασίλειο της Μακεδονίας.
Μια σημαντική διάσταση του Λαμιακού πολέμου αναδεικνύεται από τις συμμαχίες των παρατασσομένων όπου από τη μία έχουμε βέβαια τους Μακεδόνες και τον στρατό που ήρθε από την Ασία, ενώ στο πλαίσιο αυτό τήρησαν μια ουδετερότητα φιλομακεδονική οι Πελλιναίοι, οι Ηρακλειώτες, οι Λαμιείς και οι Θηβαίοι από τις Μικροθήβες της Φθίας, ενώ από το αντίθετο στρατόπεδο παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι, οι Αιτωλοί, οι Θεσσαλοί, οι Οιταίοι (πλην των Ηρακλειωτών που προαναφέραμε) οι Μαλιείς (πλην των Λαμιέων), οι Αχαιοί της Φθιώτιδας, οι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Αινιάνες, οι Αλυζαίοι, οι Δόλοπες, οι Αθαμάνες, οι Λευκάδιοι, οι Μολοσσοί του Αρύβα, οι Καρύστιοι, οι Αργείοι, οι Συκιώνιοι, οι Ηλείοι, οι Μεσσήνιοι και ένα μέρος από και Ιλλυρικά Θρακικά φύλλα.
Τώρα είναι στιγμή να επισκοπήσουμε τα βασικά στρατηγικά λάθη, ή μάλλον αυτά τα στοιχεία, που επέδρασαν στην στρατιωτική ανάπτυξη των γεγονότων.
Η κίνηση των Αθηναίων να δείχνουν ότι δεν έχουν πάρει συλλογική απόφαση και ότι ο Λεωσθένης λειτουργεί μονομερώς για ένα διάστημα, φαίνεται ότι αρχικά απέδωσε καρπούς. Στη συνέχεια όμως οι διαδικασίες για την συμμετοχή άλλων πόλεων με αντιπροσωπείες, με πρέσβειες και με διαδοχικές συζητήσεις, αφύπνισε τον Αντίπατρο μπροστά στον κίνδυνο.
Η ταχύτητα, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ήταν υπέρ των Αθηναίων και των συμμάχων τους, πλην όμως πρέπει να την δούμε ενταγμένη μέσα στο πλαίσιο της διαμάχης για την διαδοχή του θρόνου του Αλεξάνδρου, ιδιαίτερα καθώς αναπτυσσόταν η σύγκρουση με τον Περδίκκα, στην οποία πρωταγωνιστούσε κυρίως ο Αντίγονος, αλλά και άλλοι εκ των στρατηγών του Αλεξάνδρου.
Το δεύτερο στοιχείο ίσως που μπορούμε να σημειώσουμε πέρα από τον έλεγχο του περάσματος των Θερμοπυλών, είναι το στοιχείο του αν και κατά πόσο λειτούργησε αποτελεσματικά, η αμυντική στρατηγική των Αθηναίων. Είναι φανερό ότι αρχικά υπήρχε ένας φανερός αμυντικός σχεδιασμός γι’ αυτό και η δύναμη εγκαταστάθηκε στις Θερμοπύλες για να εμποδίσει την κάθοδο.
Έτσι η αριθμητική υπεροχή δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιηθεί ενώ στη συνέχεια, η μάχη που έγινε στο ανοιχτό πεδίο της Ηράκλειας, δεν είχε ένα πλήρες αποτέλεσμα, κυρίως εξαιτίας της ισχύος της Μακεδονικής φάλαγγας των Σαρισσοφόρων, καθώς επέτρεψε στον Αντίπατρο να οχυρωθεί στην Ακρόπολη της Λαμίας. Ενδεχόμενα, αν για παράδειγμα δεν είχε καταληφθεί το πέρασμα των Θερμοπυλών, – το οποίο όμως λειτουργούσε και σαν στρατηγικός πόλος συσπείρωσης για την κεντρική Ελλάδα, – και αν η αναμέτρηση γινόταν στο ανοιχτό πεδίο της Βοιωτίας, θα είχαμε άλλα αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν και συνολικότερα την εξέλιξη, καθώς σε μία τέτοια μάχη θα μπορούσαν να απωλέσουν τη ζωή τους ακόμα και οι ηγέτες του Μακεδονικού στρατού και να υπάρξει δηλαδή μια αντίρροπη εξέλιξη από την μάχη της Χαιρωνείας.
Ο Λεωσθένης παρά τα σχόλια του Φωκίωνος, φαίνεται ότι λειτούργησε σαν ένας παράγοντας ικανής στρατηγικής αλλά και ενθουσιασμού για το στράτευμα, πλην όμως το ατυχές περιστατικό στο οποίο έχασε τη ζωή του, φαίνεται ότι έπαιξε έναν αρκετά καθοριστικό ρόλο. Κανείς δεν ξέρει αν είχε επιλεγεί η ηγεσία του Φωκίωνος ποια θα ήταν η εξέλιξη είτε στην πρώτη φάση είτε ιδιαίτερα στην δεύτερη καθότι τότε επελέγη ο Αντίφιλος, ένας άγνωστος ως στρατηγός, έναντι του Φωκίωνος, επειδή ακριβώς δεν υπήρχε πολιτική εμπιστοσύνη για το χειρισμό και την στάση που θα τηρούσε ο Φωκίων.
Ο Αντίφιλος, στο στρατιωτικό σκέλος, λειτούργησε με αρκετή σύνεση, είχε όμως μία βασική αποτυχία παρά την αρχική επιτυχία του στην αντιμετώπιση του Λεωννάτου. Δεν μπόρεσε να αποκόψει τον Αντίπατρο από το να διασώσει τις δυνάμεις του κατά την υποχώρησή του από την Ακρόπολη της Λαμίας και την μετέπειτα συνένωσή του με το στρατό του Κρατερού κ αι τις υπόλοιπες δυνάμεις του Λεωννάτου.
Πρέπει επίσης εδώ να σημειώσουμε το γεγονός, ότι κατά την διάρκεια της πολιορκίας στην Ακρόπολη της Λαμίας από πλευράς Λεωσθένη, επιδείχθηκε στο αίτημα διαπραγμάτευσης της συνθηκολόγησης από πλευράς Αντιπάτρου μια αδιαλλαξία ή ένα πνεύμα ολοκληρωτικής νίκης κάτι που επηρέασε μεταγενέστερα και τους όρους με τους οποίους έγινε η παράδοση της Αθήνας και τη διαχείριση των εξεγερμένων περιοχών, με την επάνοδο της Μακεδονικής κυριαρχίας. Ένα από τα πλέον καθοριστικά σημεία για την εξέλιξη του Λαμιακού πολέμου, ήταν η αποχώρηση των 7.000 περίπου Αιτωλών πολεμιστών, που αποτελούσαν και έναν από τους σκληρούς πυρήνες του στρατεύματος, με την γνωστή έκφραση: «διά τεινας εθνικάς χρείας», για κάποια εσωτερικά ζητήματα δηλαδή, οι Αιτωλοί αποχώρησαν σε μια κρίσιμη φάση που θα μπορούσε να είχε επηρεάσει την νικηφόρα έκβαση της πολιορκίας.
Πολλές φορές καθοριστικό ρόλο παίζουν και οι πρώιμες νίκες. Αυτές οι νίκες που διαμορφώνουν μια υπερβολική αισιοδοξία και τελικά περιορίζουν το ρόλο της στρατηγικής σύνεσης. Ένα τέτοιο σύμπτωμα ήταν και η νίκη στην Ηράκλεια. Οι εξεγερθέντες κατέχονταν από ένα σύμπλεγμα ηττημένου και από μία αίσθηση αήττητου για το Μακεδονικό στρατό, ενός αήττητου που ήθελαν να αντιστρέψουν. Έτσι λοιπόν ερμήνευσαν την αρχική νίκη στην Ηράκλεια, θριαμβευτικά.
Αυτό βοήθησε μεν στην σύμπραξη και άλλων στην συμμαχία τους, όμως οδήγησε στην υποτίμηση της δυνάμεως του αντιπάλου και κυρίως εκείνης της δυνάμεως που θα μπορούσαν να παρατάξουν οι Μακεδόνες σε μήκος χρόνου.
Ταυτόχρονα αυτή η ήττα συσπείρωσε πολύ περισσότερο τις εκ του μακρόθεν μακεδονικές δυνάμεις καθώς και την βούληση των επιγόνων για την συντριβή της εξέγερσης της κεντρικής Ελλάδας.
Δημιούργησε επίσης ένα πρόσθετο άγχος για τον κίνδυνο της προώθησης των δυνάμεων του Λεωσθένη προς την Μακεδονία γεγονός που θα μπορούσε να αποδιοργανώσει την επικράτεια όλων των κτήσεων και τελικά να δώσει το σύνθημα μιας γενικότερης εξέγερσης στην επικράτεια όλων των κτήσεων.
Παράλληλα στα λάθη πρέπει να συμπεριλάβουμε και ζητήματα που αφορούσαν την ηθική τάξη στην συμπεριφορά των Αθηναίων και το κατά πόσο αυτή επηρέασε την μεταγενέστερη στάση των Μακεδόνων.
Η χρήση των υπολοίπων των χρημάτων του ΄Αρπαλου για την στρατολόγηση 8.000 μισθοφόρων για τον Λαμιακό πόλεμο, αποτέλεσε ένα μελανό σημείο μαζί με την αδιαλλαξία του Λεωσθένη ή ακόμη τις δημαγωγικές υπερβολές στην διαδικασία της λήψης των αποφάσεων στην Εκκλησία του Δήμου.
Οι συνέπειες ήταν και αυτές ανάλογες με την ηθική πορεία των συμπεριφορών. Έτσι οι Μακεδόνες από την δική τους μεριά, αξίωσαν τον τερματισμό του θεσμού στράτευσης, του γνωστού ως «εφηβεία», ενός θεσμού που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άμυνα της αττικής γης και εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Λαμιακός πόλεμος, σύμφωνα με τον Σταϊνχάουερ, αποτέλεσε την αφετηρία για την πρώτη ολοκληρωτική παραβίαση του αμυντικού συστήματος της Αττικής.
Στο επίπεδο τώρα των τεχνικών της πολιορκίας, μπορούμε να πούμε ότι η πολιορκία της Λαμίας, αποτέλεσε την τελευταία ένδοξη φάση της παθητικής πολιορκητικής τέχνης, την οποία ανέτρεψαν οι Μακεδόνες από την εποχή της πολιορκίας της Ολύνθου από τον Φίλιππο, καθώς οι Μακεδόνες ανέπτυξαν επί Μ. Αλεξάνδρου ολοκλήρωσαν την ενεργητική πολιορκητική τέχνη. Η επινοητικότητα και η τεχνική εργαλειακή προσέγγιση της πολιορκίας στην Λαμία, αποτέλεσαν το κρίσιμο παράγοντα και το λόγο για την σημαντική απώλεια χρόνου που επέτρεψε στους Μακεδόνες να αναπτύξουν σε βάθος χρόνου την στρατιωτική τους και στρατηγική υπεροχή.
Η κύρια φάση του Λαμιακού πολέμου χρονικά αναπτύσσεται από τον Φεβρουάριο του ‘22 έως τις 7 Αυγούστου, κατά τραγική σύμπτωση στην επέτειο της μάχης της Χαιρωνείας, όπου ηττώνται, οι δυνάμεις των εξεγερμένων στο πεδίο της Κραννώνας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο πόλεμος αυτός απαίτησε μία πανστρατιά από πλευράς των Αθηναίων και των εξεγερμένων καθώς μόνο στα πληρώματα του στόλου ενεπλάκη ο αριθμός των 70.000 ανδρών για τις ανάγκες του ναυτικού. Η αρχαία Αθήνα κυρίως αλλά και οι σύμμαχοί της συνεισέφεραν πάνω από 90.000 άντρες στις ανάγκες του πολέμου.
Αυτό και μόνο δείχνει την δυναμική αλλά και την σημασία των γεγονότων. Υπό άλλες συνθήκες και στο πλαίσιο της εμφύλιας αντιπαράθεσης μεταξύ των επιγόνων, οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν να είχαν αποδειχθεί καθοριστικότατες για την εξέλιξη και επίσης για την διατήρηση του ρόλου στην Νότια και Κεντρική Ελλάδα.
Πρέπει να πούμε όμως και δύο λόγια για την τακτική του Αντιπάτρου.
Ο Αντίπατρος έπραξε σε όλα τα μέτωπα με σύνεση και ευφυΐα, σύνεση που ενεφάνη ακόμη και στην αντιμετώπιση της κατοχής και της παράδοσης της Αθήνας. Κυρίως η ικανότητά του φάνηκε στην παρελκυστικότηατα στην αντιμετώπιση του Λεωσθένη. Παρά το γεγονός ότι είχε ισχνότητα δυνάμεως γύρω στους 13.000 άντρες, – στην αρχική επιστράτευση – μαζί με 600 ιππείς, δεν περίμενε τον Λεωσθένη, ούτε στον Θεσσαλικό κάμπο και έδειξε σθένος και αποφασιστικότητα η οποία ενδεχομένως προκάλεσε μια αμηχανία στρατηγική στους εξεγερθέντες. Στη συνέχεια δεν αναδιπλώθηκε σε μια άτακτη υποχώρηση μετά από την ήττα στην Ηράκλεια αλλά αντίθετα κέρδισε χρόνο οχυρωμένος στην Ακρόπολη της Λαμίας.
Υποχώρησε την κατάλληλη στιγμή και εκμεταλλεύτηκε την ταχεία και πράγματι αρκετά αποτελεσματική κίνηση του Αντιφίλου για την αντιμετώπιση του Λεωνάτου. Έτσι δεν εξαντλήθηκε ο Αντίπατρος σε μία κατά μέτωπο σύγκρουση με τις υπέρτερες δυνάμεις του Αντίφιλου. Αντί για αυτό προτίμησε να αποσύρει τις δυνάμεις του μέσα από ατραπούς και να περιμένει την προσέλευση των δυνάμεων του Κρατερού.
Η σθεναρή αλλά και παρελκυστική σε χρόνο τακτική του Αντίπατρου αποδείχθηκε αποτελεσματική και ικανή να αντιστρέψει την αρχική δυναμική επιτυχίας που είχαν οι εξεγερθέντες. Αν λάβουμε επίσης υπόψη μας ότι η πλειοψηφία των Φθιωτών της εποχής είχε συμπαραταχθεί με τους εξεγερθέντες, μπορούμε να εκτιμήσουμε και τις τοπικές επιπτώσεις, δηλαδή την περιθωριοποίηση πλέον στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων, των κατοίκων της Φθιώτιδας ύστερα από τον Λαμιακό πόλεμο.
Ο ρόλος βέβαια των Φθιωτών φαίνεται να είναι μικρός παρά το γεγονός ότι αναφέρονται επιγραμματικά οι συγκεκριμένες συμμετοχές, με την συμμετοχή δηλαδή των Οιταίων, των Μαλιέων, των Αχαιών της Φθιώτιδας, των Λοκρών, των Αινιάνων κα, στο συμμαχικό μέτωπο.
Η αποτυχία χρεώθηκε στην ηγεσία της πόλης των Αθηνών που πρωτοστάτησε. Έτσι τα μέτρα των Μακεδόνων αποδυνάμωσαν πλέον από κάθε ρόλο τους Αθηναίους. Η εξέλιξη αυτή ύστερα και από την παλαιότερη ήττα των Σπαρτιατών, επέτρεψε την διαμόρφωση του πολιτικού μετώπου για τις δύο Συμπολιτείες με τις οποίες εκφράστηκε ο ρόλος της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας μέχρι την Ρωμαϊκή, κατοχή ύστερα από την ήττα των Ελλήνων από τους Ρωμαίους.
Τον Λαμιακό πόλεμο πρέπει να τον δούμε και σαν ένα πρώτο βήμα, για τις πολιτικές και τους ρόλους που διαδραμάτισαν κατά την διάρκεια των πολέμων των Επιγόνων, ο Πολυπέρχων, ο Κάσσανδρος, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και άλλοι μικρότερης σημασίας συντελεστές αυτού του πολέμου όπου βλέπουμε μια εναλλαγή συμπεριφορών και συμπαρατάξεων μέσα από τον καιροσκοπισμό που επέδειξαν οι Επίγονοι και από την εναλλαγή των πολιτικών συμφερόντων τους.
Δυστυχώς ή ευτυχώς η χρονική περίοδος που ακολούθησε είναι μία περίοδος γεμάτη από δραματικά και μεγάλης σημασίας γεγονότα, μέσα στα οποία δεν απομονώνεται εύκολα η καθοριστικότητα του Λαμιακού πολέμου. Θα κατανοήσουμε καλύτερα τον Λαμιακό πόλεμο στην μεγάλη του σημασία αν τον δούμε σαν σημείο πλήρους κατάρρευσης του Αμφικτυονικού μοντέλου, σαν σημείο καμπής στην παρακμή του Ηγεμονικού μοντέλου και σαν την αφετηρία του σχετικά βραχύβιου μοντέλου της Συμπολιτείας.
Το μίσος της Νότιας Ελλάδας λόγω της απωλεσθείσας ηγεμονίας και ισότητας αποτέλεσε βασικό καταλύτη για την διάλυση του Αμφικτυονικού πνεύματος.
Φάνηκε το μίσος που υπήρχε, στον κυρίως ελλαδικό χώρο και στις πόλεις που ηγεμόνευαν στο παρελθόν, απέναντι στους Μακεδόνες, ένα μίσος που θα λέγαμε ότι στιγμάτισε ακόμη και τον χαρακτηρισμό της Μακεδονίας ως ελληνικής ή όχι, ως ανήκουσας ή όχι στον κυρίως ελλαδικό χώρο.
Τελικά κυριάρχησαν τα πάθη και δεν υπήρξε αυτό που ζητούσε με απόγνωση ο Ισοκράτης σαν συνείδηση του κοινού των Ελλήνων. Για άλλη μια φορά βέβαια αναδείχτηκε ο στρατηγικός χαρακτήρας της περιοχής του περάσματος των Θερμοπυλών, αυτή τη φορά σε επίπεδο εμφύλιας σύγκρουσης δείχνοντας πως οι μνήμες στο επίπεδο της ιδεολογικής ερμηνείας της σύγκρουσης από τους Μηδικούς πολέμους ως την επικράτηση των Μακεδόνων είχαν εξασθενίσει πολύ.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η θεώρηση των ελλαδικών εξελίξεων χαρακτηρίζεται από τα τρία μοντέλα, το Αμφικτυονικό μοντέλο επίλυσης των διαφορών το οποίο έκλεισε τον κύκλο του με τους πολέμους του Φιλίππου, το μοντέλο της Ηγεμονίας που κλείνει τον κύκλο του με το τέλος και της Μακεδονικής ηγεμονίας και το μοντέλο της Συμπολιτείας που συμπίπτει και συνυπάρχει με το τέλος της εποχής της ηγεμονίας αλλά και των αμφικτυονιών που έχουν περιορίσει πλέον κατά πολύ το ρόλο τους.
Το μοντέλο της περιφερειακής Συμπολιτείας λειτούργησε με τις δύο βασικές εκφράσεις του.
Η Συμπολιτεία δεν μπόρεσε να λειτουργήσει εποικοδομητικά για την συνοχή της Ελλάδας καθότι είχε έναν χαρακτήρα περιφερειακών ανταγωνισμών και διαιώνιζε με τα κύρια σημεία της το ηγεμονικό μοντέλο και τις ηγεμονικές μνήμες της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Οι αμφικτυονίες είχαν μια χαλαρή συνεισφορά που όμως αποδείχτηκε καθοριστική για την συνοχή του ελλαδικού χώρου σε προγενέστερες περιόδους. Οι Ηγεμονίες αντίθετα προκάλεσαν αντισυσπειρώσεις και ξεκίνησαν να παίρνουν την κυρίαρχη έκφρασή τους μετά την επιτυχή έκβαση των Μηδικών πολέμων καθώς η απελευθέρωση από τον εξωτερικό κίνδυνο έφερε στο προσκήνιο τις φιλοδοξίες και τους πειρασμούς της εσωτερικής κυριαρχίας. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του Λαμιακού πολέμου, ήταν:
· η έλλειψη διορατικότητας εθνικής, πολιτικής και στρατηγικής
· η έλλειψη αμοιβαίας εκτίμησης μεταξύ Μακεδόνων και άλλων Ελλαδικών πόλεων
· η κυριαρχία της δημαγωγίας
· η μειωμένη στρατηγική αξιολόγηση της συγκυρίας
· η αλαζονεία του νικητή ο οποίος δεν διατήρησε στη μνήμη του την πρότερη διαπραγματευτική του διάθεση μετά από την επικράτησή του
· μπορούμε και πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Λαμιακός πόλεμος, α%8